Βαλαβάνη Όλγα - Νάντια
Απόψε το βράδυ στις 9.00 συμπληρώνονται
5 χρόνια απ' το θάνατο του Δήμου
Στα νιάτα του μπορεί να λειτούργησε για λίγα χρόνια ως "παράτυπος" δημοσιογράφος, υπεύθυνος της τριμελούς ομάδας - μαζί με τον Δημήτρη Γκαστή και τον Παναγιώτη Κουτούγερα -, που από το 1971 σε μεγάλο βαθμό έγραφαν και εξ ολοκλήρου εξέδιδαν τον παράνομο "Οδηγητή", και να υπήρξε ο πρώτος "νόμιμος" Διευθυντής του από τον Σεπτέμβρη του 1974 κατά τον πρώτο ενάμιση χρόνο νόμιμης έκδοσης του. Μπορεί επίσης να συμμετείχε επί 7 χρόνια στον μηχανισμό της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την ιδεολογική δουλειά, τα δυο τελευταία απ' αυτά ως Διευθυντής της ΚΟΜΕΠ. Ωστόσο έγραφε κυρίως ανώνυμα κείμενα, διόρθωνε για χρόνια τα κείμενα των άλλων και κυρίως ήταν στο φόρτε του όταν σε συνεδριάσεις και σεμινάρια, σε συναντήσεις και συγκεντρώσεις μιλούσε προφορικά:
Πάντα χωρίς σημειώσεις, μ' έναν εξαιρετικά συγκροτημένο λόγο, που ωστόσο σε όλες τις καμπές της σχετικά σύντομης ζωής του κατάφερνε να εκνευρίζει πολλούς... Τα επώνυμα άρθρα κ.α. κείμενα του είναι ελάχιστα. Καθώς ο ίδιος χρησιμοποιούσε μόνο το μέιλ του και ποτέ δεν είχε σχέσεις με τα social media, είναι ελάχιστες και οι παρεμβάσεις του που έχουν διασωθεί ηλεκτρονικά.
Ο Δήμος συγκαταλέγεται σε αυτούς που διαμόρφωσαν την ιστορία του τόπου μας κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, ωστόσο κανένας δημοσιογράφος δεν του ζήτησε ποτέ συνέντευξη και κανένας ιστορικός ή άλλος ερευνητής δεν έφτασε μέχρι το γραφείο του αναζητώντας τον... Όπως συμβαίνει και με χιλιάδες άλλους τέτοιους ανθρώπους.
5 χρόνια από τον θάνατο του, νομίζω ότι τις μέρες που ζούμε ταιριάζει περισσότερο η αναφορά στη μνήμη του με τον τρόπο που έζησε.
Πριν απ' όλα, μ' ένα δικό του απόσπασμα που είχε εντάξει ο ίδιος σ' ένα δικό μου κείμενο για τις ιδιωτικοποιήσεις, ήδη δημοσιευμένο ως motto με το όνομα του σε βιβλίο μου ( Η αρπαγή της Ελλάδας, Εκδ. Λιβάνη, Γενάρης 2015):
"Ο αγώνας κατά των ιδιωτικοοποιήσεων δεν είναι ένας αγώνας οπισθοφυλακής για γη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Είναι ένας αγώνας διατήρησης και δημιουργίας προϋποθέσεων για ένα διαφορετικό μέλλον. Αυτό δε μπορεί να γίνει μέσω της ασύδοτης λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, αλλά μόνο μέσα από τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας. Μόνο αν συλλάβουμε τη δημοκρατία όχι μόνο ως πολιτική κατηγορία, αλλά και ως οικονομική και κοινωνική, μπορούμε να ελπίζουμε σε αλλαγή των όρων της παραγωγικής διαδικασίας και κυρίως των όρων της κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό όμως συνιστά ένα τεράστιο κεφάλαιο, που παραμένει προς διερεύνηση μπροστά μας."
Και κατά δεύτερο λόγο, μ’ ένα κείμενο για την ιστορία και το κόμμα των νιάτων μας, που δεν γράφτηκε για τον Δήμο, αλλά διατηρεί ζωντανή τη ματιά του – και κάποιες άγνωστες ή «ξεχασμένες» πτυχές των ιστορικών γεγονότων, στη διαμόρφωση των οποίων συμμετείχε και ο ίδιος.
Όσο ζούμε όσοι είχαμε το προνόμιο να τον γνωρίσουμε και να ζήσουμε μαζί του, οικογένεια και φίλοι, θα ζει μαζί μας κι αυτός.
Ν.Β., 2.11.2019
ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΚΚΕ ΤΩΝ ΝΙΑΤΩΝ ΜΑΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΤΣΑΚΝΙΑ - ΜΕΤΑ ΩΣΤΟΣΟ ΑΠΟ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΔΙΑΠΕΡΝΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΤΙΑ, ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ Ή «ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ» ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ-ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα από τα 20 κείμενα ανθρώπων στους οποίους απευθύνθηκε ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας ως ερευνητής και συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2019) «Η κατάρρευση του “υπαρκτού” και η διάσπαση του ΚΚΕ – Η κομβική στιγμή του 1991». Όπως το ίδιο το βιβλίο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα με το ίδιο θέμα, έτσι και το κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του, περίπου διπλάσιου σε έκταση, τμήματος της συνέντευξης μου με τον Κωνσταντίνο Ζαγάρα, που αναρτήθηκε – στο πλαίσιο του Παραρτήματος στο πλήρες κείμενο του διδακτορικού του - στον διαδικτυακό χώρο για διδακτορικές διατριβές της Βιβλιοθήκης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2663987
Και από τα δύο κείμενα παραλείπεται η εισαγωγική αναφορά στην περίοδο της δικτατορίας. Στο κείμενο του βιβλίου παρουσιάζεται σε ιδιαίτερα ελλειπτική μορφή η αναφορά στην ΚΝΕ και στο ΚΚΕ κατά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του 10ου Συνέδριου του ΚΚΕ. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς η ίδια η «συνέντευξη» είναι στην πραγματικότητα ένα, ευρύτερο από το ίδιο το θέμα βιβλίου και διατριβής, υλικό της μαγνητοφωνημένης «συζήτησης» που είχαμε κατά τις οκτώ τρίωρες συναντήσεις μας το φθινόπωρο του 2015.
Αθήνα, 2.11.2019
Εισαγωγικά για την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο
Έγινα μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ στην πρώτη σύνοδο του μετά την πολιτική αλλαγή, τέλος Οκτώβρη 1974. Ήμουν τότε 20 χρονών και οργανωμένη κάτι λιγότερο από δύο χρόνια. Έγινα μέλος με κοπτάτσια, δηλ. με απόφαση του Γραφείου του ΚΣ που τέθηκε προς έγκριση στο μέχρι πρόσφατα παράνομο Κεντρικό Συμβούλιο της δικτατορίας. - Αναφέρομαι στη διαδικασία της κοπτάτσιας, επειδή στις κομμουνιστικές οργανώσεις σε κανονικές συνθήκες τα συλλογικά καθοδηγητικά τους όργανα εκλέγονται από τα συνέδρια τους. - Υπενθυμίζω ότι ΚΚΕ και ΚΝΕ είχαν νομιμοποιηθεί τέλος Σεπτέμβρη 1974.
Μια συνοπτική εικόνα για τα παραπέρα: Στο 1ο Συνέδριο της ΚΝΕ το Φεβρουάριο 1976, με το οποίο πέρασε στο ΚΚΕ το μεγαλύτερο μέρος από το βασικό πυρήνα της ηγεσίας της κατά την περίοδο της δικτατορίας και από το οποίο αναδείχτηκε το πρώτο εκλεγμένο ΚΣ κι ο Δημήτρης Γόντικας εξελέγη στη συνέχεια Γραμματέας του, εκλέχτηκα κανονικά ως μέλος του. Στο 2ο Συνέδριο της ΚΝΕ, τον Απρίλη του 1979, με το οποίο άλλαξε ο Γραμματέας της ΚΝΕ – ο Δημήτρης Γόντικας πέρασε στο Κόμμα και νέος Γραμματέας εκλέχτηκε ο μέχρι τότε Γραμματέας της Οργάνωσης Αθήνας Σπύρος Χαλβατζής – έγινα μέλος του Γραφείου του ΚΣ. Στο επόμενο, το 3ο Συνέδριο τον Δεκέμβρη του 1983, εκλέχτηκα από το νέο ΚΣ μέλος της Γραμματείας του Γραφείου του ΚΣ, ενώ Γραμματέας της ΚΝΕ επανεκλέχτηκε ο Σπύρος Χαλβατζής. Στα ενδιάμεσα δύο συνεδρίων, το 1986, ο Σπύρος πέρασε στο ΚΚΕ και Γραμματέας της ΚΝΕ ανέλαβε ο Γιώργος Γράψας. Πέρασα από την ΚΝΕ στο ΚΚΕ το 1988, με το τέλος του 4ου Συνεδρίου, στην πορεία προς το οποίο είχα από το Γραφείο την ευθύνη για τις «Θέσεις για το 4ο Συνέδριο» και για τον Προσυνεδριακό Διάλογο και την Επιτροπή του. Στο Συνέδριο ήμουν υπεύθυνη της Επιτροπής Σχεδίου Απόφασης και των διαδικασιών που κατέληξαν στην ψήφιση της Απόφασης του 4ου Συνεδρίου από τους συνέδρους.
Στην περίοδο αμέσως μετά την πολιτική αλλαγή, το ΚΣ της δικτατορίας – ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό, καθώς κάποιοι απ’ όσους είχαν πιάσει, είχαν «σπάσει» και ήταν εκτός πολιτικών δρώμενων αυτή την πρώτη περίοδο - συμπληρώθηκε με νέα πρόσωπα σε διάφορες φάσεις μεταξύ εκείνης της πρώτης συνόδου, κατά την οποία έγινα μέλος του κι εγώ, και των επόμενων, αναγκαστικά πάντα μέσω κοπτάτσιας.
Μέλος του Κ.Σ. της ΚΝΕ από την περίοδο της δικτατορίας μέχρι το πέρασμα του στο ΚΚΕ με το 1ο Συνέδριο της ΚΝΕ το 1976 υπήρξε ο μετέπειτα σύντροφος μου, Δήμος Τσακνιάς, που από το 1971 ήταν επικεφαλής της τριμελούς ομάδας (οι άλλοι δύο ήταν οι Δημήτρης Γκαστής και Παναγιώτης Κουτούγερας), η οποία σε συνθήκες παρανομίας εκτύπωνε και σε μεγάλο βαθμό έγραφε τον «Οδηγητή», την εφημερίδα της παράνομης ΚΝΕ.
Αμέσως μετά την πολιτική αλλαγή ως Γραφείο του ΚΣ της ΚΝΕ πρωτολειτούργησαν εκείνοι που αποτελούσαν το τελευταίο Γραφείο του ΚΣ της δικτατορίας - εκτός από έναν. Ήταν μια πεντάδα: Ο Γραμματέας του στη δικτατορία Δημήτρης Γόντικας, που όταν κατάρρευσε η χούντα βρέθηκε να νοσηλεύεται με ψευδώνυμο, όπως και ο Κώστας Κάππος, στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου είχε στείλει τον πρώτο η Γενική Ασφάλεια Αθηνών (Μεσογείων) και τον δεύτερο η ΕΣΑ από τις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου (Γκόρος), σε άθλια κατάσταση από τα βασανιστήρια. Ο Κώστας Κάππος, που οι Πεζοναύτες είχαν θάψει ζωντανό το 1968 στο στρατόπεδο τους στον Διόνυσο και παραλίγο ν’ αφήσει την τελευταία πνοή του στο Μπογιάτι, - και στις πρώτες εκλογές μετά τη δικτατορία, στις 17.11.1974, εκλέχτηκε βουλευτής. Ο Νίκος Μπερτσιάς και ο Βασίλης Δεμουρτζίδης, που είχαν περάσει από όλους τους τόπους εξορίας (Γυάρος, Λακκί, Παρθένι) μέχρι το 1971 για να ξαναπιαστούν στη Θεσσαλονίκη με το «χτύπημα του Φλεβάρη» 1974, ο τελευταίος όντας Γραμματέας της ΚΝΕ της πόλης, τους «πέρασαν» ωστόσο πολύ σύντομα στο ΚΚΕ, τον πρώτο τον Οκτώβρη 1974, τον δεύτερο την άνοιξη του 1975. Και ο Κώστας Τζιαντζής, τελευταίος Γραμματέας Σπουδάζουσας της δικτατορίας, που στη συνέχεια έγινε ο «οργανωτικός» του Γραφείου (δηλ. ο υπεύθυνος για τη συγκρότηση, οικοδόμηση και λειτουργία των οργανώσεων της ΚΝΕ πανελλαδικά). Πολύ σύντομα το Γραφείο συμπληρώθηκε με νέα μέλη από το ΚΣ της δικτατορίας: Με τον Θανάση Καρτερό, Γραμματέα της ΚΝΕ στην Αθήνα. Τον Γιώργο Παπαπέτρο, που μετά την αποφυλάκιση του στη δικτατορία ήταν υπεύθυνος για τη δουλειά της ΚΝΕ στην ΕΚΙΝ και για το ΠΑΜ Νέων και μετά την πολιτική αλλαγή ανέλαβε τις Διεθνείς Σχέσεις της ΚΝΕ και τον τομέα που είχε να κάνει με την πολιτική ενότητας στη νεολαία (τα διανεολαιϊστικα κλπ). Τον Θανάση Σκαμνάκη, που ήταν μέλος του Γραφείου Σπουδάζουσας της δικτατορίας κι ανέλαβε πρώτος Γραμματέας Σπουδάζουσας μετά την πολιτική αλλαγή. Και τον Λάζαρο (Λάκη) Σταθάκη, που στη δικτατορία ήταν αρχισυντάκτης και «τυπογράφος» στο παράνομο τυπογραφείο της εφημερίδας της Αντι-ΕΦΕΕ «Πανσπουδαστική» και, μετά την απελευθέρωση μας από τις Φυλακές Κορυδαλλού, ανέλαβε την Οργ. Πειραιά.
Από το φθινόπωρο του 1974 μέχρι την άνοιξη του 1975 δόθηκε μια πολύ σοβαρή μάχη στην ΚΝΕ. Ήταν η περίοδος Καραμανλή. Τότε, προφανώς επειδή υπήρχαν κάποιου είδους συνεννοήσεις του Π.Γ. του ΚΚΕ με την κυβέρνηση, μας έβαλαν από μεριάς Π.Γ. θέμα ότι στα διάφορα πανσπουδαστικά και νεολαίστικα διαπαραταξιακά, που τότε γίνονταν συνέχεια προκειμένου να εκδοθούν κοινά ψηφίσματα και ν’ αποφασιστούν επίσης κάποιες κοινές δράσεις, που μπορεί να έφθαναν μέχρι και διαδηλώσεις κ.ά., θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνουμε την ΟΝΝΕΔ και τη ΔΑΠ. Κοινές ανακοινώσεις με συμμετοχή των αριστερών οργανώσεων και της ΠΑΣΠ μέχρι τότε βγάζαμε, με τη Ν.ΠΑΣΟΚ μαζί βγάζαμε επίσης κάποια κοινά κείμενα, με την ΟΝΝΕΔ όμως δεν είχαμε συνευρεθεί πολιτικά. Στο γιατί δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε την ΟΝΝΕΔ στις διανεολαϊστικες συσκέψεις, απαντώντας μάλιστα στον Χαρίλαο, είχα αφιερώσει και εγώ την «παρθενική» μου ομιλία στην πρώτη συνεδρίαση του Κ.Σ. της ΚΝΕ, στην οποία είχα συμμετάσχει ως μέλος του. Υπήρξε λοιπόν έντονη αντίδραση και, παρά την παρουσία του Χαρίλαου στην σχετική συζήτηση, δεν πειστήκαμε, δεν το αποδεχθήκαμε και στην πράξη συνεχίζαμε ν’ «αποκλείουμε» από τα διανεολαιϊστικα την ΟΝΝΕΔ.
Υπήρχε θέμα με τις μορφές πάλης. Μπορεί το ΚΚΕ ν’ αντιμάχονταν πολιτικοϊδεολογικά την ΕΑΔΕ του ΚΚΕ εσωτ. και του Κύρκου, αυτό δε σήμαινε όμως ότι εκείνη την περίοδο ήθελε μεγάλες κινητοποιήσεις, κεντρικές τουλάχιστον. Δεν ήθελε «μετωπικές» συγκρούσεις με την κυβέρνηση. Όσοι ζήσαμε το 1975 στην Αθήνα, θυμόμαστε τη μέρα που η κυβέρνηση Καραμανλή, και πιο συγκεκριμένα ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Σόλων Γκίκας, «απάντησε» σε μεγάλη πορεία που γινόταν στην Αθήνα κατεβάζοντας στους δρόμους τις νεοαποκτηθείσες «αύρες» και πνίγοντας το κέντρο στα δακρυγόνα. Οι οργανώσεις της ΚΝΕ, από τις φοιτητικές μέχρι τους οικοδόμους, διαδήλωναν στους δρόμους, ενώ ο Χαρίλαος ασκούσε τεράστια πίεση στο Γραφείο του Κ.Σ. να μας μαζέψουν μέσα. Υπήρχαν θέματα ακόμα και για τη δουλειά έξω από τα εργοστάσια, όπως την κάναμε με στόχο να πιάνουμε επαφές και να στήνουμε οργανώσεις. Ήταν μια δουλειά που τη θεωρούσαμε πολύ σημαντική, βγαίναμε όλοι τότε έξω από τις πύλες τους.
Σε αυτό το πλαίσιο το ΚΚΕ πήρε δύο μέτρα όσον αφορά τα τότε στελέχη της ΚΝΕ. Το ένα είχε να κάνει με την αντικατάσταση του Νίκου Καλούδη από τον Γρηγόρη Φαράκο ως προς την ευθύνη για την ΚΝΕ από μεριάς του Π.Γ. Το δεύτερο μέτρο είχε να κάνει με το πέρασμα στο ΚΚΕ το 1976, με το 1ο Συνέδριο της ΚΝΕ, του μεγαλύτερου μέρους του βασικού πυρήνα στελεχών της ηγεσίας της ΚΝΕ της δικτατορίας. Κατά πρώτο λόγο, επειδή αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο, το χρειαζόταν το ΚΚΕ για να μπορέσει να στεφθεί με επιτυχία η ανοικοδόμηση του. Κατά δεύτερο λόγο, όμως, γιατί ήταν ένας τρόπος να πέσει «στα μαλακά» η υποβάθμιση του γενικότερου πολιτικού ρόλου που έπαιζε το Γραφείο και το Κ.Σ. της ΚΝΕ και της σημασίας που είχε η δράση κάποιων απ’ αυτά τα στελέχη στο Κ.Σ. της ΚΝΕ, με τα οποία η κομματική ηγεσία θεωρούσε – δικαίως ή αδίκως - ότι έχει δυσκολίες. Από τα μέλη του Γραφείου του Κ.Σ. της δικτατορίας είχε ήδη προηγηθεί το πέρασμα στο ΚΚΕ του Μπερτσιά το 1974 και του Δεμουρτζίδη το 1975, που η κομματική καθοδήγηση θεωρούσε ιδιαίτερα «δύσκολους». Έτσι, όταν υπερίσχυσε μετά από συγκρούσεις με την κομματική ηγεσία η άποψη του Γραφείου του Κ.Σ. της ΚΝΕ το 1ο Συνέδριο να μην ακολουθήσει το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που έγινε τελικά το 1978, αλλά να προηγηθεί, αξιοποίησαν αυτή τη διαδικασία για το πέρασμα στο ΚΚΕ πολύ βασικών στελεχών της καθοδήγησης της ΚΝΕ.
Η προετοιμασία στην «κομματική σχολή» της Μόσχας
Ως «προετοιμασία» για τους νέους ρόλους τους, αμέσως μετά το 1ο Συνέδριο της ΚΝΕ, που έγινε το Φλεβάρη 1976, έφυγε για τη Σχολή στη Μόσχα - που την ονομάζαμε μεταξύ μας «η κομματική σχολή» - η δεύτερη ομάδα στελεχών της ΚΝΕ που «φοίτησε» στη σχολή μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Αυτή η ομάδα απαρτιζόταν απ’ όλο σχεδόν το βασικό, τον ηγετικό πυρήνα της ΚΝΕ στη δικτατορία μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, ανάμεσα στις οποίες ο Κώστας Κάππος, πλέον βουλευτής του ΚΚΕ και ο Δημήτρης Γόντικας, Γραμματέας της ΚΝΕ, που προφανώς δεν μπορούσαν να λείψουν.
Επικεφαλής της ομάδας (Γραμματέας) ήταν ο Κώστας Τζιαντζής. Δε θέλω να δημοσιοποιηθούν άλλα ονόματα, πέρα απ’ αυτά του Κώστα και του Δήμου [Τσακνιά], που έχουν πεθάνει. Οι υπόλοιποι είναι ζωντανοί κι είναι δικό τους θέμα αν θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτή την περίοδο στη Μόσχα. Τους έστειλαν στη Σχολή με κριτήριο κάποιους- τους περισσότερους - να τους «προετοιμάσουν» για να τους αναδείξουν παραπέρα στο κόμμα. Και κάποιους άλλους πιθανότατα τους έστειλαν για να προετοιμάσουν πώς θα τους «ξεφορτωθούν». Πράγματι, στο ΚΚΕ καθιερώθηκε από τότε ότι μετά τη Σχολή είτε μεταπηδούσες αμέσως σε άλλη θέση, μεγαλύτερης ευθύνης, είτε έφευγες από το κομματικό ή πολιτικό προσκήνιο, όπου ενδεχομένως ή τα είχες κάνει θάλασσα ή είχες φέρει κάποιους σε δύσκολη θέση. Όταν έπαιρνες «προαγωγή», κατά κανόνα περνούσες πριν από τη Σχολή της Μόσχας. Όταν «εξαφανιζόσουν» απ’ το προσκήνιο, πολύ συχνά είχε προηγηθεί και πάλι η «μαθητεία» στην ίδια Σχολή.
Προσωπικά, με είχαν ενημερώσει ότι θα πάω στη Σχολή με την πρώτη ομάδα, αυτή που έφυγε το πρώτο καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης, το 1975 και, συγκριτικά με τις επόμενες, ήταν «ταχύρυθμη». Χάρη στην επιλογή μου πρωτοέμαθα το 1975 και για την ύπαρξη της Σχολής. Η πρώτη ομάδα ήταν δεκαμελής, με στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, όλοι επίσης στελέχη της ΚΝΕ στη δικτατορία, και είχε γραμματέα της έναν εξαιρετικό σύντροφο, φοιτητή της ΦΜΣ από την Καισαριανή. Τελευταία στιγμή πριν φύγουμε, ωστόσο, ορίστηκε για τον Νοέμβριο του 1975 η διεξαγωγή της Δίκης της Χαλκίδας, στην οποία ήμουν μάρτυρας κατηγορίας εναντίον ορισμένων από τη μικρή ομάδα βασανιστών αξιωματικών της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών της Μεσογείων που είχε παραπεμφθεί για τα βασανιστήρια μετά το «χτύπημα του Φλεβάρη» του 1974. Έτσι αποφασίστηκε να παραμείνω στην Ελλάδα. Έφυγα τελικά με την τρίτη ομάδα, το 1977.
Η Σχολή είχε δυο ονόματα, ένα επίσημο «ουδέτερο» για τους «απέξω» κι ένα ανεπίσημο, που ήταν και το πραγματικό της. Σύμφωνα με το τελευταίο, ονομαζόταν «Διεθνής Λενινιστική Σχολή». Ήταν εγκατεστημένη σ’ ένα συγκρότημα τριών ή τεσσάρων κτηρίων – δε θυμάμαι πια ακριβώς - περιτριγυρισμένο με ψηλό τοίχο και μ’ ένα μικρό κήπο ανάμεσα στα κτήρια, σε κάποιο σημείο της τότε και σήμερα Λεωφόρου Λένινγκραντ («Λενινγκράντσκαγια Προσπέκτ»). Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ η Σχολή διαλύθηκε και ολόκληρο το συγκρότημα παραχωρήθηκε στον Γκορμπατσόφ για να στεγάσει εκεί το «προσωπικό» θεωρητικό του Ινστιτούτο. Όπως διαπίστωσα πρόσφατα, όταν προσκλήθηκα να μιλήσω σε Συνέδριο του, τα κτήρια της τότε «κομματικής σχολής» αποτελούν σήμερα τμήμα του τεράστιου campus του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Μόσχας.
Στη Σχολή πήγαινες με ψευδώνυμο. Από την άποψη του ταξιδιού, κάθε ομάδα έφθανε μέσα από διαφορετική, κάθε φορά, διαδρομή. Τα πραγματικά μας ονόματα υπήρχαν μόνο στους φακέλους που είχε η διεύθυνση της Σχολής. Ούτε καν οι καθηγητές μας δε γνώριζαν τα πραγματικά μας ονόματα. Η παρότρυνση - και το τηρούσαμε - ήταν να μην τα χρησιμοποιούμε ούτε μεταξύ μας για όσο διάστημα μέναμε εκεί. Επίσης, υπήρχε γενική απαγόρευση φωτογραφικών μηχανών και φωτογραφιών, επειδή φοιτούσαν και άνθρωποι από Κ.Κ. ή και άλλα κόμματα που δρούσαν στη χώρα τους σε συνθήκες παρανομίας. Βέβαια, όσοι προέρχονταν από τα Κ.Κ. της Δύσης, ιδιαίτερα αυτά της Δυτικής Ευρώπης που δρούσαν σε συνθήκες νομιμότητας ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, όλα αυτά τους φαίνονταν ανόητες απαγορεύσεις και οι περισσότεροι, π.χ. οι Ιταλοί ή οι Γάλλοι, δεν τα τηρούσαν. Αντίθετα, χρησιμοποιούσαν τα πραγματικά τους ονόματα, φωτογραφίζονταν οι ίδιοι, τραβούσαν φωτογραφίες μέσα στους χώρους της Σχολής κλπ. Αυτή η συμπεριφορά βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με το πως συμπεριφέρονταν εκείνοι που προέρχονταν από παράνομα Κ.Κ.– θυμάμαι κάποιους εξαιρετικούς αγωνιστές π.χ. από το Κ.Κ. Τουρκίας - ή συνιστούσαν κάποιες περιπτώσεις όπως εμείς, που είχαμε μόλις βγει μετά από δεκαετίες από την παρανομία και καταλαβαίναμε πολύ καλά τους κινδύνους. Υπήρξαν στη Σχολή άνθρωποι από παράνομα Κ.Κ., κυρίως από χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, που χρόνια αργότερα μαθαίναμε πως όταν επέστρεψαν στις χώρες τους, τους είχαν συλλάβει - και κάποιους απ’ αυτούς, δυστυχώς, και εκτελέσει.
Δεν μπορώ να πω αν ο λόγος που περνούσαμε από τη Σχολή είχε να κάνει αποκλειστικά με τη δυνατότητα που πράγματι σου έδινε: Να μπορέσεις να διαβάσεις με συστηματικό τρόπο, να ανοίξεις λίγο το μυαλό σου, να διευρύνεις τους ορίζοντές σου, να κουβεντιάσεις, να ακούσεις, να μάθεις να σκέφτεσαι. Για μας, που στις συνθήκες της νομιμότητας είχαμε περιορίσει στο ελάχιστο τη θεωρητική αυτομόρφωση που κάναμε αρκετά οργανωμένα στη δικτατορία, καθώς ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια μετά την πολιτική αλλαγή τρέχαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετατρεπόμασταν σε εμπειριστές της συμφοράς από τις ίδιες τις συνθήκες της πολιτικής δουλειάς, μια τέτοια δυνατότητα κι ευκαιρία ήταν εκπληκτική. Και δεν μπορούσαμε να το λύσουμε αυτό στις συνθήκες της Ελλάδας, παρά τις προσπάθειες που κάναμε: Η πιο σημαντική απ’ αυτές ήταν ένα είδος «ανοιχτού πανεπιστημίου» με σειρά διαλέξεων ανοιχτών για όλους τους φοιτητές για θέματα φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και ιστορίας, που εγκαινιάσαμε ως Πανσπουδαστική ΣΚ στη Νομική Σχολή την Άνοιξη του 1975, με καθηγητές τον Ευτύχη Μπιτσάκη, τον Αύγουστο Μπαγιόνα, τον Κώστα Χατζηαργύρη κ.α. Είχαν μεγάλη συμμετοχή κι ο Ευτύχης – οι υπόλοιποι δε βρίσκονται πια δυστυχώς στη ζωή – θυμάται ακόμα σήμερα το τεράστιο ενδιαφέρον των φοιτητών. Στην πραγματικότητα, ήταν μια μορφή υλοποίησης της πρότασης που είχε κάνει το Σεπτέμβρη του 1973 η δική μου τριμελής οργάνωση της ΚΝΕ για ένα είδος «ανοιχτού πανεπιστημίου» στο πλαίσιο της Φοιτητικής Ένωσης Κρητών, που την οργάνωση του θ’ αναλάμβανε ο Κώστας Χατζηαργύρης, στον οποίο ήδη τότε είχε φτάσει η πρόταση μας και κατ’ αρχήν συμφωνούσε. Αργότερα βέβαια ανέλαβε η Διαφώτιση της ΚΝΕ να οργανώνει «εσωκομματικά» σεμινάρια και κύκλους διαλέξεων, αρχικά ο Παύλος Τσίμας, που είχε την ευθύνη της ιδεολογικής δουλειάς από το Γραφείο του Κ.Σ. της ΚΝΕ για μια τριετία μεταξύ 1976-1979 (μεταξύ 1ου και 2ου Συνέδριου) και στη συνέχεια, από το 2ο μέχρι το 4ο Συνέδριο, δηλ. μέχρι το 1988, εγώ η ίδια.
Το πρόβλημα με τη Σχολή, ωστόσο, είναι ότι πιθανόν να είχε κι ένα χαρακτήρα έγκρισης του καθένα μας από τους Σοβιετικούς, καθώς τα στελέχη που πήγαιναν εκεί, ήταν εκείνα που θα στελέχωναν το μελλοντικό απαράτ του κόμματος. Αυτό πρόκειται για εκτίμηση που έκανα ωστόσο αργότερα.
Από πράγματα που μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα, τα τελευταία χρόνια μας στο ΚΚΕ- εγώ το έμαθα από τον Δήμο [Τσακνιά]- αυτή η ομάδα με τον βασικό πυρήνα της ΚΝΕ στη δικτατορία που πήγε το 1976 στη Σχολή γύρισε κυριολεκτικά «τυλιγμένη» σε μια κόλλα χαρτί. Γύρισε, δηλαδή, συνοδευόμενη από μια πολύ κακή έκθεση από μεριάς των Σοβιετικών, οι οποίοι ουσιαστικά, ξεκινώντας από τον Γραμματέα της, τον Κώστα Τζιαντζή, αλλά και άλλους, τους κατηγορούσαν για τροτσκιστική απόκλιση. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι κανένας τους δεν είχε, τότε τουλάχιστον, τέτοιες αντιλήψεις. Απ’ ό,τι μου είχε διηγηθεί, όμως, ο Δήμος, στα μαθήματα γινόταν εξαντλητική συζήτηση με τους καθηγητές, τους οποίους ρωτούσαν για τα πάντα και συχνά τους «στρίμωχναν». Κι εκφράζαν οι περισσότεροι μέσα στο μάθημα τα προσωπικά τους συμπεράσματα και απόψεις. Θέτανε, για παράδειγμα, σε αμφισβήτηση τον τρόπο που δρούσαν οι Σοβιετικοί σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στο εσωτερικό των οποίων κυριαρχούσε η συντηρητική τους πτέρυγα, ενώ τα Κ.Κ. τους μπορεί να τελούσαν υπό δίωξη ή και να ήταν παράνομα κ.λπ. Θέτανε δηλαδή συνέχεια ζητήματα προς συζήτηση «πιέζοντας» τους καθηγητές. Αυτός υποθέτω ότι ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αξιολογήθηκαν έτσι… -Αυτό το καταλαβαίνω, γιατί την εποχή που ήμαστε εμείς στη Σχολή, το 1977, γινόταν εκλογές για τα Σοβιέτ και είχαμε ζαλίσει τους καθηγητές μας σε όλα τα μαθήματα με ερωτήσεις τύπου γιατί η σχέση των μπολσεβίκων με τα σοβιέτ ξεκίνησε απ’ το «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» και κατέληξε να κρίνονται οι εκλογές και να δίνεται η ψήφος των ανθρώπων με κριτήρια, όπως οι ίδιοι οι καθηγητές μας μας έλεγαν, π.χ. το χρόνο ανταπόκρισης μέχρι να εμφανιστεί ένας υδραυλικός σε μια βλάβη στην ύδρευση ή την αποχέτευση.
Αμέσως μετά την επιστροφή τους από τη Μόσχα, το σύνολο των μελών της ομάδας του 1976 πέρασε κατευθείαν από την ΚΝΕ στο ΚΚΕ. Η έκθεση αυτή προφανώς δεν αφορούσε όλη την ομάδα του 1976. Γιατί κάποιοι προχώρησαν παραπέρα κομματικά χωρίς προσκόμματα, έγιναν κατευθείαν γραμματείς βασικών Οργανώσεων Περιοχής και στο πρώτο «νόμιμο» Συνέδριο του ΚΚΕ, το 10ο, εκλέχτηκαν μέλη της Κ.Ε. του. Κάποιοι άλλοι, αντίθετα, ουσιαστικά απομακρύνθηκαν από το κομματικό προσκήνιο. Όπως για παράδειγμα ο Κώστας Τζιαντζής, που στάλθηκε γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Πελοποννήσου στην Πάτρα. Και για τον Δήμο, επίσης, ίσχυσε κάτι ανάλογο.
Η τρίτη ομάδα, αυτή του 1977, ήταν πλέον για πρώτη φορά «μικτή» - στελέχη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ. Ήμασταν εννιά άτομα: Δύο επιστήμονες, ο ένας από τους οποίους, γιατρός, στέλεχος του ΚΚΕ από τη δικτατορία, ήταν και ο Γραμματέας της ομάδας – απ΄ ό,τι έχω μάθει, σήμερα ανήκει στη ΝΔ. Τρεις φοιτητές – οι δύο κορίτσια, μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο. Δύο νεαροί βιομηχανικοί εργάτες, ο ένας από το Κρατικό Εργοστάσιο Ζάχαρης στις Σέρρες, ο άλλος Γραμματέας μιας Οργάνωσης Περιοχής του ΚΚΕ που εκείνη την περίοδο είχε πολλά και μεγάλα εργοστάσια, τα περισσότερα απ’ τα οποία σήμερα είναι κουφάρια. Ένας νεαρός εργάτης-μετανάστης δεύτερης γενιάς από την Οργάνωση Γερμανίας του ΚΚΕ κι ένας φούρναρης από τη Μεσσηνία. Για πρώτη φορά μόνο οι τρεις φοιτητές προερχόμασταν από την ΚΝΕ, όλοι οι υπόλοιποι είχαν σταλεί από το ΚΚΕ. Η ομάδα μου έφυγε αρχές 1977 με αεροπλάνο για Βιέννη, τρένο Βιέννη-Ανατολικό Βερολίνο και πάλι αεροπορικά Βερολίνο-Μόσχα.
Το καλοκαίρι εκείνο εμφανίστηκε και μια δεύτερη κομματική ομάδα, όλοι μέλη αποκλειστικά του ΚΚΕ, η οποία ήρθε έκτακτα, μονάχα για ένα τρίμηνο – Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο του 1977 - και έφυγε πριν από μας. Τα μέλη αυτής της ομάδας στη συνέχεια, στο 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1978, έγιναν όλα μέλη της Κ.Ε.. Με αυτή την ομάδα τον Ιούλιο 1977 κάναμε μαζί «πρακτική», ταξιδεύοντας με το τρένο σε διάφορα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης.
Τα μαθήματα της Σχολής
Στη Σχολή κάναμε 5 μαθήματα: «Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού» από εγχειρίδια μεταφρασμένα στα ελληνικά, και όσοι είχαμε διάθεση για επιπλέον διάβασμα επίσης από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Μάθημα μαρξιστικής φιλοσοφίας μας έκανε μια καθηγήτρια, οπαδός μια δεκαετία αργότερα του Γκορμπατσόφ και, τελικά, του Γιέλτσιν. Κάναμε επίσης ένα μάθημα με την ονομασία «Τακτική και Στρατηγική του Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος». Ήταν κυρίως συμπεράσματα και κατευθύνσεις των σοβιετικών από την 30ετία της μεταπολεμικής περιόδου και ως εγχειρίδιο χρησιμοποιούσαμε ένα «παχύ» τόμο, μια απ’ τις μεταφρασμένες στα ελληνικά εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής αμέσως μετά τη δικτατορία. Το τέταρτο μάθημα λεγόταν «Η ιστορική πείρα του ΚΚΣΕ». Ήταν, στην πραγματικότητα, πλευρές της ιστορίας της Οκτωβριανής Επανάστασης, του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ, συν κάποια πολιτικά συμπεράσματα «γενικότερης εφαρμογής». Το τελευταίο μάθημα που κάναμε – στην κυριολεξία τελευταίο, επειδή ήμασταν η τελευταία ομάδα Ελλήνων που το έκανε, μετά από μας καταργήθηκε απ’ το πρόγραμμα μαθημάτων των ελληνικών ομάδων – λεγόταν «Συνωμοτικότητα και επαγρύπνηση». Είχε να κάνει με την πολιτική δουλειά και την οργανωτική λειτουργία σε συνθήκες παρανομίας. Με την αλαζονεία της νιότης μας θεωρούσαμε ότι ξέραμε ήδη περισσότερα γι’ αυτά απ’ ό,τι οι εκπαιδευτές μας. Κατά περιόδους επισκέπτονταν τη Σχολή ηγέτες ξένων Κ.Κ. – αρχές ’70 είχε περάσει και ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ - κι έδιναν διαλέξεις σε συγκέντρωση όλων των φοιτητών της.
Αργότερα μάθαμε ότι η Σχολή δεχόταν επίσης ατομικά κάποιους «φοιτητές», που έστελναν Κ.Κ. ή εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα για δύο ή τρία συνεχόμενα χρόνια με στόχο την εκπόνηση μεταπτυχιακής εργασίας ή διδακτορικής διατριβής σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Σε κάποιες κρίσιμες περιόδους και μετά από διεθνή γεγονότα η Σχολή απλώς φιλοξενούσε κάποιους που προφανώς δεν είχαν που αλλού να τους πάνε π.χ. το 1983 μετά την εισβολή των Αμερικανών στη Γρανάδα βρέθηκε να μένει εκεί η νεαρή γραμματέας του δολοφονημένου Προέδρου της Λαϊκής Επαναστατικής Κυβέρνησης Μορίς Μπίσοπ. Τα κύρια μαθήματα διαρκούσαν πολλές ώρες το καθένα – καθημερινά 9 π.μ.- 2 μ.μ. με λίγα ενδιάμεσα διαλείμματα, Δευτέρα με Παρασκευή. Επιπλέον, θα είχαμε μαθήματα οδήγησης, απ’ τα οποία όμως μάθαμε μόνο τα «θεωρητικά», τα σήματα, και δε συνεχίσαμε, καθώς το αυτοκίνητο που διέθετε η Σχολή γι’ αυτό το σκοπό το «στούκαραν» σ’ ένα τοίχο, λίγο πριν έρθει η σειρά μας, «μαθητές» από ένα αραβικό Κ.Κ. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, όλος ο χρόνος ήταν ελεύθερος, κανονικά για διάβασμα - ή για σουλατσάρισμα στη Μόσχα, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τη συνείδηση του καθενός. Για τους εργάτες, αλλά και για κάποιους φοιτητές που δεν είχαν συνηθίσει να διαβάζουν, οι ώρες των μαθημάτων και της απαιτούμενης μελέτης «έπεφταν» πολλές.
Ο ρόλος της ΚΝΕ
Διαφορετικές απόψεις για συγκεκριμένα ζητήματα υπήρχαν στην ΚΝΕ από την αρχή, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν φύγουμε το ’89: Παρά τις όποιες διαφωνίες, τα πρώτα χρόνια υπήρχε μια αίσθηση ενότητας έντονη, κυρίαρχη κι αδιαμφισβήτητη.
Θα πω τώρα κάτι εντελώς άγνωστο σχετικά με τη σύνοδο του Κ.Σ. της ΚΝΕ, τη δεύτερη εντός 1975, μάλλον προς το τέλος της άνοιξης, αυτή που ενέκρινε τις «Θέσεις του Κ.Σ. της ΚΝΕ για το 1ο Συνέδριο». Είχε προηγηθεί – αυτό βέβαια το μάθαμε πολύ αργότερα – έντονο παρασκήνιο μεταξύ Γραφείου του Κ.Σ. και κομματικής καθοδήγησης, καθώς τρεις φορές υποβλήθηκε για έγκριση στην τελευταία «Σχέδιο Θέσεων», για να επιστραφεί στο Γραφείο για «ξαναδούλεμα». Συμφώνησαν τελικά στο τέταρτο σχέδιο, που αποτελούσε ένα συμβιβασμό που δεν ικανοποιούσε κατά βάση καμιά πλευρά. Τότε, με «δράστες» τον Δήμο Τσακνιά και τον Άγγελο Χάγιο, έγινε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενέπιπτε στην κατηγορία εκείνη που αποτελούσε την «απόλυτη αμαρτία» στο ΚΚΕ. Βεβαίως, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε θέμα «φραξιονισμού», γιατί ούτε ο Άγγελος, που είχε τότε πρόσφατα γίνει μέλος του Κ.Σ., ούτε ο Δήμος ανήκαν σε οποιαδήποτε «ομάδα», ούτε ανάπτυξαν μεταξύ τους κάποια μονιμότερη πολιτική σχέση πριν ή στη συνέχεια: Είχαν απλώς διαπιστώσει συζητώντας ότι συμφωνούσαν για τα σημαντικότερα απ’ όσα διαφωνούσαν. Κι έτσι έκατσαν μαζί και φτιάξανε «αντι-θέσεις». Τις οποίες, επειδή δεν μπορούσαν να εμφανιστούν και οι δύο ως οι από κοινού συγγραφείς τους, τις παρουσίασε ως δικές του ο Άγγελος κι ο Δήμος τις στήριξε. Δεν ήταν απλώς ορισμένες επί μέρους θέσεις, ήταν ολοκληρωμένο κείμενο. Αυτό έγινε μια και μοναδική φορά, στη συγκεκριμένη συνεδρίαση του Κ.Σ. Το εκπληκτικό είναι πως απ’ ό,τι φαινόταν απ’ τις τοποθετήσεις των μελών του Κ.Σ., το κείμενο αυτό θα μπορούσε να συγκεντρώσει την έγκριση της πλειοψηφίας μέσα στο όργανο – κόντρα στην εισήγηση του Γραφείου του: Κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Αυτός όμως που «καθάρισε» στο τέλος ήταν ο Θανάσης Καρτερός. Ο Θανάσης ήταν εκπληκτικός ομιλητής, με μια λαϊκότητα και αμεσότητα στον λόγο του που μπορούσε να συγκινήσει και ταυτόχρονα να πείσει λογικά τους πάντες, από εργάτες μέχρι διανοούμενους. Είχε επίσης μεγάλο κύρος, καθώς μετά από δύο καταδικαστικές αποφάσεις στρατοδικείων είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας με «τουρ» των φυλακών της χώρας και, όταν αφέθηκε ελεύθερος, υπήρξε από τους πρωτεργάτες της εκδοτικής ομάδας που ίδρυσε μέσα στη δικτατορία το εκδοτικό «Σύγχρονη Εποχή». Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση μίλησε τελευταίος και με πάθος – και έκανε να γείρει αντίθετα η πλάστιγγα και να υπερψηφιστεί τελικά το κείμενο της Γραφείου.
Η κεντρική διαφωνία του κειμένου των Χάγιου-Τσακνιά είχε να κάνει με το μόνιμο πρόβλημα, την «αχίλλειο πτέρνα» του ΚΚΕ, τα ζητήματα της ενότητας και των συμμαχιών συνεπικουρούμενα από θέματα σχετικά με τις μορφές πάλης. Τα θέματα των συμμαχιών ήταν κεντρικά. Αλλά καθώς στις «Θέσεις» επιχειρούνταν επίσης μια ιστορική διαχρονική κριτική αποτίμηση του νεολαιίστικου κινήματος, αυτό αποτέλεσε αιτία «τριγωνικής» σύγκρουσης. Ακολουθούσαν θέματα που είχαν να κάνουν με το χαρακτήρα των προβλημάτων και των κοινωνικών και νεολαιίστικων αναγκών, των αγώνων που έχουμε μπροστά μας, του τρόπου δράσης της ΚΝΕ κλπ.
Νομίζω ότι αυτή την πρώτη περίοδο άρχισε να ξεκαθαρίζει η κατάσταση «μεταξύ δικαίων και αδίκων», τουλάχιστον ως προς τα στελέχη της δικτατορίας - η πρώτη διαφοροποίηση ανάμεσα σε αυτούς, τους οποίους προετοίμαζαν να παίξουν κεντρικό πολιτικό ρόλο, να μπουν προοπτικά στο Πολιτικό Γραφείο κ.λπ. και τους άλλους, που θα τους ωθούσαν προς την «περιφέρεια» του κόμματος.
Το Κ.Σ. και το Γραφείο της ΚΝΕ είχαν αυτό το καλό, της σχετικής αυτονομίας. Όπως η Κ.Ε. και το Π.Γ. του κόμματος, έτσι και εμείς συζητούσαμε τα πάντα. Είναι κάτι που καταλόγισαν εξάλλου στην ΚΝΕ, όταν έγινε η μεγάλη σύγκρουση στο τέλος, ότι ουσιαστικά λειτουργούσε σαν ένα «μικρό» - κι όχι σε μέγεθος, γιατί στην καλύτερη περίοδό της είχε ξεπεράσει τα 100.000 μέλη - κόμμα. Χωρίς το ’75 να υπάρχει οποιαδήποτε έννοια ανταγωνισμού με το ΚΚΕ, υπήρχε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Καθώς το μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα που κατεξοχήν αναπτύχθηκε ήταν το φοιτητικό, ήταν η ΚΝΕ, κι όχι (όπως κανονικά προβλεπόταν και θα έπρεπε) οι μικρές σε δυνάμεις κι εκτός φοιτητικού χώρου οργανώσεις του ΚΚΕ, η δύναμη που κράτησε στην πράξη τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες και το κίνημα. Κι έτσι ήταν η ΚΝΕ αυτή που μαζικοποιήθηκε και στη συνέχεια από τις δικές της δυνάμεις, περνώντας μέλη και στελέχη της στο ΚΚΕ, κυρίως επανοικοδομήθηκε το ΚΚΕ μετά τον πρώτο χρόνο της πολιτικής αλλαγής.
Για ιστορικούς, λοιπόν, λόγους η ΚΝΕ είχε κατακτήσει μια μεγαλύτερη «αυτονομία» στη σχέση της με το ΚΚΕ από την αρχή. Αυτή τη σχετικά μεγαλύτερη «αυτονομία» τη διατήρησε ντε φάκτο σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης και δράσης της μέχρι τη μεγάλη διάσπαση του Σεπτέμβρη 1989, όταν αποχώρησε και ανεξαρτοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της και πήρε κάποια χρόνια στο ΚΚΕ να την επαναοικοδομήσει από την αρχή, οργανωτικά όσο και από άποψη μαζικής επιρροής: Χωρίς να μπορέσει να κατακτήσει ποτέ ξανά την επιρροή στη νεολαία και το ρόλο στο κίνημα που είχε πριν.
Το πρώτο Γραφείο της ΚΝΕ και το πρώτο Κ.Σ., πριν μπούμε με κοπτάτσια και οι υπόλοιποι μέσα, αποτελούνταν από τα κεντρικά πρόσωπα του αντιδικτατορικού αγώνα. Από αυτά που είχαν παίξει κεντρικό ρόλο μέσα στη χώρα την εποχή εκείνη. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ήταν άνθρωποι με εμπειρία και άποψη, είχαν γνώμη και τη λέγανε στις συνεδριάσεις του οργάνου. Μπαίνοντας στη συνέχεια και εμείς, τα νέα μέλη του Κ.Σ., μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, μαθαίναμε από την πρώτη συνεδρίαση να κάνουμε το ίδιο. Δεν υπήρχε τότε αυτό που αναδείχτηκε προς το τέλος, τα δυο ή μάλλον δυόμιση στρατόπεδα στις γραμμές της ΚΝΕ. Όχι, τη δεκαετία του ’70 όλοι στο ίδιο στρατόπεδο ήταν και όλοι μιλούσαν και είχαν άποψη, απλώς κάποιοι είχαν στενότερες και κάποιοι πιο περιορισμένες σχέσεις με την κομματική καθοδήγηση. Υπήρχε τότε μια έντονη πολιτικο-συναισθηματική αίσθηση ενότητας, κυρίαρχη και ουσιαστική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπήρχαν βέβαια και κάποιοι – πιστεύω ελάχιστοι - που είχαν τη δική τους προσωπική ατζέντα από την αρχή. Η πιο επιφανής τέτοια περίπτωση ήταν ο Μίμης Ανδρουλάκης, από τότε που προσχώρησε από τον «Μαχητή» στην ΚΝΕ, προς το τέλος της δικτατορίας.
Οι σχέσεις ΚΚΕ-ΠΑΣΟΚ
Στο 11ο Συνέδριο το 1982 η ηγεσία του ΚΚΕ είχε την πρόθεση να περάσει στα ντοκουμέντα του με όποιο τρόπο μπορούσε το ζήτημα της δυνατότητας κυβερνητικής συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, με τρόπο ώστε να κατοχυρωθεί ότι το κόμμα είναι «ανοιχτό» σε μια τέτοια προοπτική και να υπάρχει ετοιμότητα, εφόσον προέκυπτε κάτι σε μια τέτοια κατεύθυνση. Εξάλλου και ο εκλογικός στόχος του ΚΚΕ στις εκλογές του 1981 «ΚΚΕ-αλλαγή-δεύτερη κατανομή», μια τέτοια κατεύθυνση υπέκρυπτε: Αν το ΚΚΕ κατόρθωνε να μπει στη δεύτερη κατανομή, θα ήταν αδύνατο το ΠΑΣΟΚ να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή ή έστω την ανοχή του κόμματος. Το σύνθημα της «πραγματικής αλλαγής» του ΚΚΕ σε αντιπαράθεση με το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ για «αλλαγή» επίσης υπονοούσε ότι χωρίς το ΚΚΕ δε θα ήταν δυνατόν μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ να οδηγήσει τη χώρα στο βάθος των μετασχηματισμών που ήταν αναγκαίοι ώστε ν’ αλλάξουν με ουσιαστικό τρόπο τα πράγματα στη χώρα.
Ο Χαρίλαος τα πρώτα χρόνια μετά το ’81 συνέχιζε να επιζητεί σταθερά μια τέτοια συνεργασία. Απ’ τις τοποθετήσεις του που είχα παρακολουθήσει, πιστεύω ότι αυτό πρέπει να ήταν πριν απ’ όλα προσωπική πεποίθηση του Φλωράκη. Από πλευράς των σοβιετικών υπήρχε ανέκαθεν, βέβαια, ένα θετικό κλίμα για μια τέτοια προοπτική. Δε γνωρίζω αν τα πρώτα χρόνια υπήρξε κάποια ευθεία παρέμβαση εκ μέρους του ΚΚΣΕ στο ΚΚΕ να τα «βρούμε» με το ΠΑΣΟΚ, όλοι μας όμως διαπιστώναμε αυτό το κλίμα, που κράτησε μέχρι την κατάρρευση του «υπαρκτού» - όταν από χρόνια δεν υπήρχε πλέον τέτοιο θέμα από μεριάς ηγεσίας του ΚΚΕ, ίσα-ίσα υπήρχαν κινήσεις στην αντίθετη κατεύθυνση, που κατέληξαν το 1989 στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ. Για παράδειγμα, θυμάμαι να μου εξιστορεί ο Δήμος εικόνες κι εντυπώσεις από ένα ταξίδι του στην Ανατολική Γερμανία, μάλλον το 1987, ως Διευθυντής πλέον της ΚΟΜΕΠ. Στο πλαίσιο του προγράμματος που του είχαν ετοιμάσει, είχε διάφορες συναντήσεις με στελέχη του κόμματος. Όχι με ανώτατα, αλλά με μεσαία κυρίως στελέχη, μέλη της Κ.Ε. του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, επικεφαλής τμημάτων της και μέλη τους, κάποιους Γραμματείς και μέλη Γραφείων Περιοχών κλπ. Όπου πήγαινε ο Δήμος – τον γυρίσανε σ’ ολόκληρη τη Σαξωνία – του μιλούσανε όλοι για το ΠΑΣΟΚ με τα καλύτερα λόγια, σχεδόν το ίδιο καλά με τα λόγια που λέγανε για το ΚΚΕ. Η μόνιμη ερώτηση όλων προς τον Δήμο ήταν: Γιατί δε συνεργάζεστε με το ΠΑΣΟΚ; Ήταν μια γνήσια απορία τους. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, η ηγεσία του κόμματος να έπαιρνε τέτοια ξεκάθαρα μηνύματα και απ’ έξω. Αυτό παραμένει μέχρι σήμερα, ωστόσο, υπόθεση εργασίας.
Αυτό που είναι βέβαιο - ως συμπέρασμα απ’ ό,τι μας έλεγε ο Χαρίλαος στις συνεδριάσεις του Κ.Σ. της ΚΝΕ - είναι ότι ο Ανδρέας, που ήταν φοβερός ιντριγκαδόρος και «καλλιτέχνης» σε τέτοια ζητήματα, επανειλημμένα πρέπει να «διαβεβαίωνε» το Χαρίλαο ότι ο ίδιος είναι ανοικτός σε μια τέτοια προοπτική. Προφανώς αυτό αποτελούσε τεχνική παραπλάνησης. Δεν πίστευα και δεν πιστεύω ότι έστω και για ένα λεπτό μπορεί ο Ανδρέας να υπολόγιζε στα σοβαρά μια συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ ή έστω αποδοχή ψήφου ανοχής από μεριάς του ΚΚΕ. Για καιρό μέσω αυτής της σχέσης υπήρχε ένα είδος «χειραγώγησης» του ΚΚΕ, που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει ένα ιδιόμορφο «μορατόριουμ» εκείνη την περίοδο απέναντι στο ΠΑΣΟΚ από μεριάς του εργατικού-λαϊκού κινήματος: Μέχρι που τελικά συνειδητοποίησε πλήρως ο Χαρίλαος ότι όλα ήταν προσχηματικά και στην πραγματικότητα ο Ανδρέας τον περιέπαιζε. Μέχρι να το κατανοήσει αυτό, όμως, χάθηκε πολύτιμος χρόνος, το κίνημα είχε «κρατηθεί» λίγο- πολύ στο «ψυγείο» και το ΠΑΣΟΚ «σάρωνε» από άποψη επιρροής στον χώρο ενός ευρύτερου κόσμου που ιστορικά και κοινωνικά ανήκε στην Αριστερά.
Στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος κι ενώ οι σχετικές ψευδαισθήσεις στην ηγεσία του ΚΚΕ ήταν ακόμη ισχυρές, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1982 το 11ο Συνέδριο του κόμματος. Οι συνθήκες δεν έμοιαζαν με αυτές του 10ου, στο οποίο λίγο-πολύ υπήρχε ομοφωνία για την κεντρική κατεύθυνση της κομματικής πολιτικής και τα θέματα των ελάχιστων συγκρούσεων στις εργασίες του Συνέδριου, τα οποία οι νεώτεροι παρακολουθήσαμε με το στόμα ανοιχτό, περιορίζονταν στους κόλπους της «παλιάς φρουράς» κι αφορούσαν κυρίως παλιούς «λογαριασμούς», ακόμα τότε αλλά και σήμερα «ανοιχτούς», από τις συγκρούσεις των περιόδων της αναγκαστικής αυτοεξορίας στο εξωτερικό. Αντίθετα, παραμονές του 11ου Συνεδρίου έγιναν σοβαρές πολιτικές συγκρούσεις σε πολλές οργανώσεις του κόμματος και της ΚΝΕ, που κορυφώθηκαν σε μια σειρά προσυνεδριακές Συνδιασκέψεις Περιοχής - με επίκεντρο το ζήτημα της κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε η επίσημη «γραμμή» στην Εισήγηση της Κ.Ε. προς το Συνέδριο, η οποία άφηνε προσεχτικά ανοιχτό το ζήτημα μιας τέτοιας συνεργασίας. Υπήρξαν όμως και μέλη του κόμματος, που πάλεψαν υπέρ αυτής της γραμμής με μεγάλη ενεργητικότητα. Πιο ανοιχτά ίσως απ’ όλους στην ΚΟΠ την υπερασπίστηκε ο Νίκος Μπίστης, γνωστό «μαζικό» στέλεχος της ΑντιΕΦΕΕ-ΚΝΕ από τη δικτατορία, ο οποίος, όπως έγινε γνωστό μετά το Συνέδριο, είχε κατευθείαν επαφή με τον Λεωνίδα Κύρκο, επίσης θιασώτη, εκείνη την περίοδο, της συνεργασίας της Αριστεράς με το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ. Στο ΚΚΕ μετά την πολιτική αλλαγή δε διαγράφανε ποτέ – τουλάχιστον «επίσημα» - για την άποψή του κάποιον, μόνο για «ομαδοποίηση» (φραξιονισμό) ή αντικομματική «δράση». Όταν έγινε γνωστό πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας ότι ο Νίκος Μπίστης είχε ανοιχτή προσωπική γραμμή με το βασικότερο «αντίπαλο» στο πλαίσιο της Αριστεράς, μετά το 11ο Συνέδριο τον διέγραψαν με συνοπτικές διαδικασίες από την Οργάνωση Πειραιά.
Δε βοηθούσε επίσης για να καταλάβουμε όλοι τι παιζόταν σε όλη του την έκταση ότι ο Χαρίλαος, «κανόνιζε» τη γραμμή του κόμματος και καθόριζε το πολιτικό παιχνίδι πέρα απ’ τις θεσπισμένες διαδικασίες - «ενισχύοντας» πέρα απ’ τα εγκεκριμένα ή και παραλλάζοντας την κεντρική πολιτική κατεύθυνση με προφορικές παρεμβάσεις εκτός συνεδριάσεων της Κ.Ε. και διαδικασιών ψηφοφορίας, σε ομιλίες του σε ενδιάμεσα όργανα και συνδιασκέψεις και προπαντός σε δημόσιες συγκεντρώσεις, συνεντεύξεις τύπου κλ.π. Αυτό ο Χαρίλαος το έκανε με άνεση χάρη στο μεγάλο κύρος του, που οφειλόταν πριν απ’ όλα στην ιστορία του, αλλά βεβαίως επίσης στη χαρισματική προσωπικότητα του ως ηγέτη.
Από σχεδόν τυχαίους λόγους η σύγκρουση αυτή αποτυπώθηκε και στη διάρκεια των ίδιων των εργασιών του Συνέδριου. Στην Επιτροπή Σχεδίου Απόφασης βρέθηκε ως μέλος ο Δήμος, μετά από πρόταση μέσα στο Συνέδριο «από τα κάτω», χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση της απερχόμενης Κ.Ε. – κάτι απολύτως σπάνιο στο ΚΚΕ. Στις συζητήσεις της Επιτροπής Σχεδίου Απόφασης αρνήθηκε να δεχθεί τις διατυπώσεις που άφηναν «ανοιχτό» το θέμα της συνεργασίας με το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ, θέτοντας σε κίνδυνο την «ομοφωνία», που ήταν προαπαιτούμενο για οποιοδήποτε κεντρικό ντοκουμέντο. Για να βρεθεί λύση που θα εξασφάλιζε την «ομόφωνη έγκριση» του προτεινόμενου στο Συνέδριο Σχεδίου Απόφασης και μετά από άγριο παρασκήνιο, ο Χαρίλαος «υποχώρησε» στο να αφαιρεθούν οι σχετικές διατυπώσεις από το Σχέδιο – πράγμα που δεν αποτελούσε ουσιαστική υποχώρηση, καθώς ανάλογες διατυπώσεις υπήρχαν στην Εισήγηση της απερχόμενης ΚΕ στο Συνέδριο, η οποία Εισήγηση από άποψη διαδικασίας δε μπορούσε να τροποποιηθεί, μπορούσε μόνο να εγκριθεί ή να καταψηφιστεί ως ενιαίο ντοκουμέντο. Αν όμως καταψήφιζες την Εισήγηση, που αποτελούσε μαζί με την Απόφαση τα κεντρικά κατευθυντήρια ντοκουμέντα του ΚΚΕ μεταξύ δυο συνεδρίων, ουσιαστικά εμφανιζόσουν να διαφωνείς με την κεντρική πολιτική κατεύθυνση του ΚΚΕ και «έθετες εαυτόν εκτός κόμματος». Στο πλαίσιο της τελικής συζήτησης στην Επιτροπή ο Δήμος είχε αποσπάσει από τον Χαρίλαο τη «δέσμευση» ότι μέσα στο σώμα κατά τη διαδικασία των αποφάσεων θα δοθεί η δυνατότητα στον ίδιο – και, κατ’ επέκταση, και σε όσους άλλους είχαν παρεμφερή άποψη, πράγμα ολοφάνερο, που ωστόσο δε μπορούσε ν’ αναφερθεί – να κάνει μια δήλωση διαφωνίας για το συγκεκριμένο σημείο ώστε να μη μπει σε δίλημμα καταψήφισης της Εισήγησης. Παρ’ όλα αυτά, όταν έφτασε η αντίστοιχη ώρα το Προεδρείο του Συνέδριου επιχείρησε να περάσει απευθείας στην ψηφοφορία κι ο Δήμος άρχισε να διαμαρτύρεται «από κάτω». Όταν το Προεδρείο του έδωσε τελικά το λόγο, είπε ότι άλλα είχαν συμφωνήσει στην Επιτροπή να γίνουν κατά την ψήφιση κι άλλα γίνονται στο σώμα. Ζήτησε τον λόγο επί της διαδικασίας και ο Χαρίλαος και, προφανώς έντονα εκνευρισμένος, είπε σαρκαστικά κάτι όπως «όποιος λοιπόν επιμένει να τον γράψει η ιστορία, αυτό να το κάνει κανονικά, σηκώνοντας το χέρι του και δηλώνοντας τ’ όνομα του για να καταγραφεί στα πρακτικά». Ήταν ολοφάνερα απόπειρα τρομοκράτησης, επειδή άλλο ήταν να κάνει μια δήλωση διαφοροποίησης ο Δήμος και να καταγραφεί ο αριθμός των χεριών όσων συμφωνούσαν μ’ αυτή κι άλλο να σηκώνεται όρθιος ανάμεσα σε 2.000 ή 2.500 χιλιάδες συνέδρους ο καθένας απ’ αυτούς και να φωνάζει τ’ όνομα του για τη μαγνητοφώνηση των πρακτικών. Και όμως, η μεθόδευση αυτή γύρισε μπούμερανγκ. Γιατί αντί να σηκωθούν, όπως πιθανότατα υπολόγιζε ο Χαρίλαος, 3-4 σύνεδροι ακόμα, μετά απ’ τον Δήμο που άνοιξε τον «χορό» άρχισε πλέον να σηκώνεται κόσμος, ο ένας μετά τον άλλο, και να φωνάζει ο καθένας το δικό του όνομα. Όταν πλέον ο αριθμός των συνέδρων που είχαμε φωνάξει τ’ όνομα μας ξεπέρασε τους 100, ο ίδιος ο Χαρίλαος διέκοψε την διαδικασία «καταγραφής για την ιστορία», καθώς σηκωνόταν συνέχεια καινούργια χέρια. Είχε γίνει ολοφάνερο ότι σύνεδροι, που στην αρχή ήταν διστακτικοί, βλέποντας τους προηγούμενους αποφάσιζαν να σηκώσουν τελικά κι αυτοί το δικό τους χέρι. Διακόπτοντας τη διαδικασία ο Χαρίλαος είπε, απ’ ότι θυμάμαι, κάτι σαν ότι εντάξει, το πήρανε το μήνυμα, στους υπόλοιπους θα τους χαριστεί «η ιστορία». Φάνηκε έτσι μπροστά στα μάτια του βασικού στελεχικού απαράτ του κόμματος, που απάρτιζε το σώμα του 11ου Συνέδριου – κι αυτό είναι καταγραμμένο στα κομματικά αρχεία στον Περισσό – ότι υπήρχε μια σοβαρή διαφοροποίηση μέσα στο κόμμα, μια μειοψηφική άποψη που κανείς δεν έμαθε την έκταση της, καθώς δεν αφέθηκε να καταμετρηθεί σε όλη της την έκταση. Αυτές οι διαδικασίες υπονόμευσαν για πρώτη φορά την αίσθηση ενότητας που μέχρι τότε την αισθανόμασταν όλοι ως κυρίαρχη και συμπαγή μέσα στο κόμμα. Και ο Χαρίλαος δε συγχώρησε ποτέ τον Δήμο για το ρόλο που έπαιξε στην Επιτροπή του Σχεδίου Απόφασης και στο Συνέδριο, όπως έδειξαν κατοπινότερα γεγονότα.
Το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Στο 12ο Συνέδριο είχε διαμορφωθεί μια άλλη κατάσταση μέσα στο κόμμα και στη νεολαία, γινόταν άγριος και ανοιχτός φραξιονισμός απ’ όλες τις πλευρές, καθοριστικά βέβαια από τη μεριά της κεντρικής ηγετικής κομματικής ομάδας. Υπήρχε πλέον πλήρης διαχωρισμός σε, κατά κάποιο τρόπο, «δεξιούς» και «αριστερούς» - ή «πραγματιστές» και «αιθεροβάμονες», σύμφωνα με την ορολογία του αστικού τύπου της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι για μερικά χρόνια περίπου εξαλείφεται από τα ΜΜΕ ο χαρακτηρισμός «δογματικοί», που τον χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά μέχρι τότε αλλά και μετά το 1991 για την «παλιά φρουρά» και τους νεότερους που συντάσσονταν σε μόνιμη βάση μαζί τους. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που γίνεται χρήση του μέχρι και το 1989, αυτός αφορά συνήθως πλέον την ΚΝΕ(!)
Καμιά από τις δυο «κατηγοριοποιήσεις» δεν απηχεί «ομοιογενείς» στοιχήσεις, αλλά περισσότερο στοιχήσεις εν είδη συμμαχιών, «μετώπου». Το πλέον ανομοιογενές «μέτωπο» ήταν η «συμμαχία» «παλιάς φρουράς» και «ανανεωτικών» (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ευρωκομμουνιστών), που ήλεγχε κατά το μεγαλύτερο βαθμό το κόμμα. Στην ηγετική ομάδα και στις οργανώσεις της ΚΝΕ, ιδιαίτερα από το 1986 που ανέλαβε γραμματέας ο Γιώργος Γράψας, κυριαρχούσαν ανοιχτά οι «αριστεροί», με πολύ ισχυρή ωστόσο «αντιπολίτευση» στη Γραμματεία, το Γραφείο και το Κεντρικό Συμβούλιο από μεριάς μιας μειοψηφίας στελεχών, που καθοδηγούσε κατευθείαν το Π.Γ.: Τυπικά υπεύθυνος από μεριάς Π.Γ. για την ΚΝΕ ήταν ο Δημήτρης Γόντικας, ο ουσιαστικός «καθοδηγητής», ωστόσο, ήταν ο Μίμης Ανδρουλάκης. - Ο Γράψας ανήκε στην εργατική τάξη. Από τότε που είχε έρθει απ’ το χωριό του στη Λευκάδα στην Αθήνα σε ηλικία δεκατριών ετών για να μείνει σ’ ένα υπόγειο στο κέντρο με συγκάτοικο έναν άλλο δεκατριάχρονο οικοδόμο και νυχτερινό μαθητή, τον Γιώργο Σπαρτινό, δούλευε γυψαδόρος τη μέρα, ενώ το βράδυ ήταν νυχτερινός μαθητής. Ήταν στέλεχος της ΚΝΕ από τη δικτατορία, ένας ήρεμος, φιλικός και χαμηλών τόνων νέος άνθρωπος, που αναλαμβάνοντας την κορυφαία ευθύνη για την ΚΝΕ «άνθισε» ταχύτατα κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας κι αναδείχθηκε σ’ έναν απ’ τους χαρισματικότερους κομμουνιστές ηγέτες που έχω γνωρίσει. Το πώς έγινε δυνατό ν’ αναδειχτεί στη θέση του γραμματέα της ΚΝΕ ο Γιώργος, είναι μια ξεχωριστή ιστορία, στην οποία έπαιξα προσωπικά έναν ιδιαίτερο ρόλο. Γιατί η αρχική πρόταση που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους του Π.Γ. το 1986 για διάδοχο του Σπύρου Χαλβατζή ήταν για τον Δημήτρη Κοντοφάκα, επίσης αγωνιστή και στέλεχος της ΚΝΕ από τη δικτατορία, μέλος του πρώτου μεταδικτατορικού Γραφείου Σπουδάζουσας και της Γραμματείας του Κ.Σ. της ΚΝΕ εκείνη την περίοδο, που ανήκε στους «ανανεωτικούς».
Η «μοιραία» σύμπλευση, που είχε οδηγήσει σ’ αυτή την κατάσταση, ήταν αυτή μεταξύ του Χαρίλαου Φλωράκη, αδιαμφισβήτητου απ’ όλους μας ηγέτη και Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του κόμματος, και του Μίμη Ανδρουλάκη, επίσης «αδιαμφισβήτητου» (αλλά όχι και μοναδικού, ο Μίμης ήταν περισσότερο primus inter paribus) ηγέτη των «ανανεωτικών». – Ο Χαρίλαος ήταν όντως ο μοναδικός κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ο Γρηγόρης Φαράκος τον διαδέχθηκε ως Γενικός Γραμματέας της Κ.Ε. επειδή αυτό αποφάσισε ο ίδιος ο Χαρίλαος, ούτε καν η ηγετική ομάδα, όταν ο Χαρίλαος αιφνιδίασε αποφασίζοντας σε μια εξαιρετικά αποφασιστική στιγμή από την άποψη των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα, να φύγει από τη θέση του Γ.Γ. και να γίνει Πρόεδρος του κόμματος: Ένας τίτλος μέχρι τότε καθαρά «διακοσμητικός», που ο Χαρίλαος του έδωσε καινούργιο περιεχόμενο μετατρέποντας τον, τουλάχιστον για όσο διάστημα Γ.Γ. της Κ.Ε. ήταν ο Γρηγόρης, στον κατεξοχήν πολιτικό (και χωρίς τη «λάντζα» που έχει ο Γ.Γ.) ρόλο του πραγματικού «επικεφαλής» του ΚΚΕ.
Έτσι στο έδαφος του πραγματισμού από μεριάς της ηγεσίας του ΚΚΕ, όταν έγινε καθαρό ότι, κυρίως μ’ ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και του Αντρέα – κι όχι λόγω έλλειψης θέλησης από μεριάς της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ - είχε πάει στο βρόντο η περίπτωση συνεργασίας του ΚΚΕ με το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ, ο Μίμης Ανδρουλάκης κινήθηκε στην κατεύθυνση ενός επαναπροσανατολισμού. Είναι γνωστό – και ήταν γνωστό σε μας ήδη από τότε, ενώ αυτή η διαδικασία βρισκόταν σ’ εξέλιξη - ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Μίμης συνδέθηκε με τον Παύλο Μπακογιάννη και οργάνωσαν από κοινού τη στροφή του ΚΚΕ προς τον άλλο πόλο του δικομματισμού, προς τη ΝΔ.: Η συνεννόηση μεταξύ των ηγεσιών των δύο κομμάτων δε θα είχε γίνει δυνατή, αν δεν είχε προϋπάρξει η προσέγγιση και ο σχεδιασμός ανάμεσα στους δύο, ώστε να διαδραματίσουν ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στις δυο ηγετικές κομματικές ομάδες.
Η δεύτερη αυτή «στροφή» ήταν πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι εκείνη προς το ΠΑΣΟΚ. Ας σκεφτούμε τι εσωκομματική αντίδραση υπήρξε για ενδεχόμενη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ στην καλύτερη περίοδο του, όχι με το ΠΑΣΟΚ της παρακμής των τελευταίων χρόνων, του Κοσκωτά και των σκανδάλων, αλλά με το ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων, πριν δρομολογηθούν από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 οι θεωρίες περί «ρετιρέ» και η λιτότητα. Άρα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί: Για να γίνει αποδεκτή μια στροφή του ΚΚΕ προς τη Ν.Δ., το ΚΚΕ χρειαζόταν φοβερή πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία. Γι’ αυτό και οι μεγάλες «ίντριγκες» δε γίνανε κατά την επιχείρηση σύγκλισης με το ΠΑΣΟΚ, αλλά σε αυτή τη δεύτερη φάση. Η κρίσιμη στροφή που άνοιξε το δρόμο για το συνοικέσιο με τον ιστορικό συμβιβασμό αλά ελληνικά, επήλθε στις δημοτικές εκλογές του ’86. Εκεί διαμορφώθηκε ως γνωστόν για πρώτη φορά στο ΚΚΕ η γραμμή που έλεγε ότι στο β΄ γύρο, εφόσον δεν υπάρχει δικός μας υποψήφιος, «ψηφίζουμε κατά συνείδηση». Απ’ ό,τι φάνηκε μετά, υπήρξε μια άτυπη συμφωνία κεντρικά ανάμεσα σε ΚΚΕ και Ν.Δ. να στηρίζονται στο β’ γύρο από τους μεν ή τους δε οι εκάστοτε υποψήφιοι του άλλου μέρους, όπου βέβαια η εκλογική μάχη δε δινόταν ανάμεσα σε υποψηφίους δημάρχους των δύο κομμάτων. Επειδή τότε ήταν εξαιρετικά τεταμένη η κατάσταση με το ΠΑΣΟΚ και είχε φτάσει στα άκρα, οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ δεν υποπτεύονταν ότι αυτό μπορεί να έκρυβε μια σύγκλιση με τη Ν.Δ.: Πιο εύκολα περνούσε άτυπα ως γραμμή ότι «για να χτυπήσουμε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν πειράζει, ρίξε μια ψήφο στον Δεξιό υποψήφιο». Ήταν μια «γραμμή», που απ’ ό,τι φάνηκε κι από τα εκλογικά αποτελέσματα, είχε πέραση και ανταπόκριση και σε αριστερό κόσμο που είχε πλέον διαφοροποιηθεί και ήθελε να «τιμωρήσει» το ΠΑΣΟΚ. Τα μέλη κι οι φίλοι του ΚΚΕ δεν καταλάβαιναν ότι μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες οικοδομούνταν στο όνομα ενός «αντιΠΑΣΟΚ» μετώπου χωρίς αρχές, στην πραγματικότητα μια ελληνική εκδοχή του «ιστορικού συμβιβασμού». Γιατί αν θελήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε κάποια συνάφεια με διεθνή ρεύματα ιδεών, θα σκοντάψουμε εύκολα μάλλον πάνω στην ευρωκομμουνιστική πολιτική του λεγόμενου «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη – άρα και στους πολιτικούς εκπροσώπους τους -, «καταδικασμένες» τελικά να συμπορεύονται εσαεί και άρα υποχρεωμένες να βρουν κάποιο αμοιβαία επωφελές modus vivendi - με κύριο φορέα το μεγαλύτερο Κ.Κ. της Δυτικής Ευρώπης, το Ιταλικό.
Κάποιοι είχαμε εκφράσει τότε τους φόβους και τις διαφωνίες μας για τη γραμμή στο δεύτερο γύρο των δημοτικών, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα.
Σημαντικό ρόλο ώστε να διαμορφωθεί, να εκφραστεί πολιτικά και ιδεολογικά και να προπαγανδιστεί η στροφή του ΚΚΕ προς τον ιστορικό συμβιβασμό αλά ελληνικά κι η σύγκλιση με τη Ν.Δ., που οδήγησε τελικά στη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη, έπαιξε η εφημερίδα «Πρώτη», ιδιοκτησίας Χρήστου Καλογρίτσα, στην πραγματικότητα όμως ιδιοκτησίας ΚΚΕ, ως «ευρύτερο» όργανο (σύγκλισης) σε σχέση με τον «Ριζοσπάστη». Ο πρώτος διευθυντής της, ο Λυκούργος Κομίνης, ήταν ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος, όχι μέλος του ΚΚΕ αλλά στον άμεσο πολιτικό του περίγυρο – και ριζοσπαστικό στοιχείο. Γρήγορα τον έκαναν πέρα για να μπορέσει η εφημερίδα να διαδραματίσει με μεγαλύτερη άνεση τον ρόλο της.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν ο Ανδρουλάκης με την ομάδα των «ανανεωτικών» επεξεργάστηκαν μαζί τη γραμμή για συνεργασία ΚΚΕ (μέσω του ενιαίου Συνασπισμού)-Ν.Δ. ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και, χάρη στη στήριξη αυτής της γραμμής από τον Χαρίλαο, «κέρδισαν» - με πολλές απώλειες, βέβαια - την πλειοψηφία του κόμματος σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά που η κομμουνιστική Αριστερά τάσσεται απροκάλυπτα και με πρακτικό τρόπο με τον ένα πόλο του δικομματισμού ενάντια στον άλλο βοηθώντας τη Ν.Δ. να κερδίσει την εναλλαγή. Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη περίπτωση κυβερνητισμού έξω από αρχές και πρόγραμμα (τι πρόγραμμα δηλ. θα μπορούσε να έχει μια τέτοιας σύνθεσης συγκυβέρνηση;), εξ ου και η «τριλογία» του κυβερνητικού «προγράμματος» της Κυβέρνησης Τζαννετάκη: «Κάθαρση των σκανδάλων (του ΠΑΣΟΚ)» με παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο των κυβερνητικών υπεύθυνων για το «σκάνδαλο Κοσκωτά», «εθνική συμφιλίωση» (που οδήγησε στο έγκλημα απέναντι στην ιστορική έρευνα και την ιστορία με το κάψιμο εκατομμυρίων αστυνομικών «φακέλων» στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής) και καθιέρωση της «ελεύθερης ραδιοτηλεόρασης» - δηλ. της ιδιωτικής-εμπορικής και θεωρητικά ακόμη πλήρως ανεξέλεγκτης ραδιοτηλεόρασης! Η ψήφιση της απλής και άδολης αναλογικής, που προβαλλόταν ως «καρότο» στο εσωτερικό του κόμματος, ουδέποτε διατυπώθηκε στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος.
Το «άδηλο» μέρος του προγράμματος ήταν, από την πλευρά της Ν.Δ., η προετοιμασία της επανόδου της στην εξουσία έστω και με οριακή αυτοδυναμία και - για πρώτη φορά στην Ελλάδα - με φουλ νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Πράγμα που για να το πετύχει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρειάστηκε στη συνέχεια και μια δεύτερη συγκυβέρνηση με το ΚΚΕ/ενιαίο Συνασπισμό, αυτή τη φορά όμως μαζί και με το ΠΑΣΟΚ, τη λεγόμενη «Οικουμενική» - κίνηση με την οποία κατάρρευσαν όλες οι «ηθικοπολιτικές» δικαιολογίες για τη συγκρότηση της Κυβέρνησης Τζαννετάκη – και μια ακόμα εκλογική μάχη, τον Απρίλιο 1990. Το «άδηλο» μέρος του προγράμματος από μεριάς ΚΚΕ ήταν η μεγάλη ψευδαίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ είναι «δρυς πεσούσα» και «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται» - σύμφωνα με την ακριβή ορολογία που χρησιμοποιούσαν εκείνη την περίοδο μέσα στο ΚΚΕ για να πείσουν για τη συγκυβέρνηση οι «ανανεωτικοί».
Από αυτή τη χωρίς αρχές υποστήριξη του ενός πόλου του δικομματισμού, που κυοφορήθηκε στο 12ο Συνέδριο, η μόνη που βγήκε κερδισμένη ήταν η Ν.Δ. και οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούσε (τα «παλιά» έναντι των «νέων τζακιών» της οικονομικής ολιγαρχίας), που μετά από μια δεκαετία ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να επανέλθουν στην κυβερνητική εξουσία. Χωρίς τη συγκυβέρνηση με το ΚΚΕ μέσω του ενιαίου Συνασπισμού, αυτό θα ήταν αδύνατο να γίνει. Το ΚΚΕ και ο ενιαίος Συνασπισμός όχι μόνο δεν «ξύλευσαν» από την επιρροή του ΠΑΣΟΚ μέσα στο λαό, αλλά «κατάφεραν» μια επανασυσπείρωση αριστερού κόσμου με αντιδεξιά αντανακλαστικά γύρω απ’ το «πεσμένο» ΠΑΣΟΚ, επιτρέποντας στο τελευταίο ν’ ανακάμψει και να ξαναστηθεί στα πόδια του. Οι δυο διαδοχικές εκλογικές μάχες του 1989, του Ιουνίου και του Νοεμβρίου, δείχνουν εύγλωττα αυτό που ήταν λογικό ν’ αναμένει κανείς και είχε επανειλημμένα αποδειχτεί ιστορικά: Και οι δυο πόλοι του δικομματισμού αύξησαν τα ποσοστά τους μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου. O ενιαίος Συνασπισμός ήταν ο μόνος χαμένος απ’ αυτή τη στρατηγική - από το 13,3% του Ιουνίου (χωρίς προεκλογικά διακηρυγμένο πρόγραμμα συγκυβέρνησης με τη Ν.Δ.) κατρακύλησε μέσα στο πεντάμηνο της Κυβέρνησης Τζαννετάκη στο 10,9%. Το ΚΚΕ έχασε για πρώτη φορά σ’ αυτή τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση μέρος της εκλογικής του δύναμης, το οποίο δεν ανέκτησε ποτέ.
Κατά τ’ άλλα, το 12ο Συνέδριο του 1988 θ’ αποφασίσει υπέρ μιας πολιτικής για τη δημιουργία «του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού των δυνάμεων της αλλαγής», που θα έχει ως συστατικό της «μια νέου τύπου ανάπτυξη με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», η οποία θα προχωρά με «ρήξεις με το σύστημα της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας»: Με άλλα λόγια, θα κάνει την «πολιτικοψυχολογική» προετοιμασία για γίνει αποδεκτό το λεγόμενο «Κοινό πόρισμα ΕΑΡ-ΚΚΕ» και η συνακόλουθη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού την ίδια χρονιά. Και, βέβαια, για την επίσης συνακόλουθη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ενιαίου Συνασπισμού στο πλαίσιο της κυβέρνησης Τζαννετάκη.
Το αποκορύφωμα της διαπάλης σ’ αυτό το Συνέδριο δεν επήλθε κατά τις διαδικασίες παρσίματος των αποφάσεων, όπως έγινε στο 11ο, αλλά κατά τις διαδικασίες εκλογής της νέας Κ.Ε., που θα καλούνταν να υλοποιήσει τις αποφάσεις του Συνεδρίου. Εδώ δόθηκε ένας αγώνας κυριολεκτικά χωρίς αρχές για το ποιοι θα γίνουν μέλη και ποιοι θ’ αποκλειστούν από την Κ.Ε. στο πλαίσιο της διαμόρφωσης «κρίσιμων» μελλοντικών συσχετισμών. Ο Δήμος κι εγώ βρεθήκαμε αναπληρωματικά μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ στο τέλος του 12ου Συνέδριου, αφού απέτυχε ένα «συναρπαστικό» παρασκήνιο, με συμμετοχή «ανανεωτικών» και Π.Γ., για ν’ αποκλειστούμε κι οι δυο - για διαφορετικούς ο καθένας μας λόγους - πριν η πρόταση της απερχόμενης Κ.Ε., η οποία συμπεριλάμβανε και τους δυο μας, «φθάσει» στους συνέδρους του 12ου.
«Το 1989» και οι διακριτές ομάδες
Τη σημασία του «παγκόσμιου ’89» τη συνειδητοποιήσαμε – τουλάχιστον εγώ, για να μη μιλώ εκ μέρους και άλλων - αφού φύγαμε από το ΚΚΕ. Ήμασταν τόσο απορροφημένοι από τη σύγκρουση στο εσωτερικό του κόμματος με κύριο πεδίο αναφοράς τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΚΚΕ, που για μας το «’89» ήταν πριν απ’ όλα «ελληνικό», κι όχι διεθνές. Μπήκε το 1990 για να συνειδητοποιήσουμε πλήρως ότι το «παγκόσμιο ’89» θα είχε πολύ καταλυτικότερες επιπτώσεις από όσες είχε το «ελληνικό». Κατά τη διάρκεια της διαπάλης επί κυβέρνησης Τζαννετάκη ελάχιστα μας απασχολούσε ο παράγοντας ΕΣΣΔ.
Μέχρι το ’89 που φύγαμε εμείς, δεν έζησα τον διαχωρισμό σε εκπροσώπους της «παλιάς γενιάς» του ΚΚΕ και του τμήματος της νεότερης γενιάς του κόμματος που ήταν του «κλίματος Ανδρουλάκη». Αυτό που ζήσαμε μέχρι που φύγαμε, ήταν μια χωρίς αρχές - γιατί κατά βάση πολιτικοϊδεολογικά τους χώριζε «άβυσσος» - συμμαχία των δυο πλευρών εναντίον μας. Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα τους και ο καταλυτικότερος ρόλος για να υπάρξει αυτή η «συμμαχία», ανήκε στον Χαρίλαο Φλωράκη. Χωρίς τον Χαρίλαο θα ήταν αδύνατο να έχει υπάρξει μια τέτοια «συμμαχία», γιατί όντως ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα η «παλιά φρουρά» και ο τρόπος που τα έβλεπε ένα σεβαστό κομμάτι της «νεότερης» ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος.
Θεωρώ ότι υπήρχαν μεν ριζικές διαφοροποιήσεις σε επίπεδο απόψεων, αλλά σαν οργανωμένα μπλοκ κάτι τέτοιο δεν το συναντούσες, για τον λόγο ότι ο ρόλος του Χαρίλαου ήταν καταλυτικός. Και οι δυο πλευρές λειτουργούσαν σαν κοινή δεξαμενή στελεχών, υπό την ηγεσία του Φλωράκη, με ένα μέρος αυτής τη «δεξαμενής», που ήταν η «παλιά φρουρά» και κάποια νεότερα στελέχη που συντάσσονταν με τις ιδέες της, να παίζει «αμυντικά» και μια δεύτερη πλευρά, με αρκετούς «αρχηγούς» και «γενικό επικεφαλής» τον Μίμη, να παίζει «επιθετικά» και να καθορίζει στην ουσία της την πολιτική ατζέντα ολόκληρης της «δεξαμενής» και κατ’ επέκταση του ίδιου του κόμματος.
Κατά τη γνώμη μου εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από το 1982 και το 11ο Συνέδριο – κι ας μην το είχαμε συνειδητοποιήσει πλήρως τότε ή τουλάχιστον στην έκταση που αυτό είχε γίνει πραγματικότητα - το ΚΚΕ δεν ήταν πια ενιαίο. Όσοι είχαμε διατυπώσει διαφορετική άποψη γύρω από το ΠΑΣΟΚ στο 11ο Συνέδριο, βρεθήκαμε εξοβελισμένοι. Ήδη από το ’84 και παρότι μέλος της Γραμματείας του Κ.Σ. της ΚΝΕ, αισθανόμουν στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων που διαμορφώνονταν μέσα κι έξω από το κόμμα. Αυτό σημαίνει ότι τα στρατόπεδα ήταν πια διαμορφωμένα. Παρ’ όλα αυτά, και κόντρα σε ό,τι διαδίδονταν, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Κ.Ε., του Κ.Σ. της ΚΝΕ και πολλών άλλων στελεχών που φύγαμε το ’89, με εξαίρεση τους ιδιαίτερα αξιόλογους ανθρώπους που συναπάρτιζαν την «ομάδα» που είχε ως άτυπο και χαρισματικό επικεφαλής της τον Κώστα Τζιαντζή, δε μετείχαμε σε ομαδοποιήσεις.
Η «ομάδα» του Κώστα κυριαρχούσε, μεταξύ άλλων, στην ΚΝΕ και σε κάποιες οργανώσεις του κόμματος. Προσωπικά δεν ανήκα στην «ομάδα» του Τζιαντζή, ήμουν πάντα «ανεξάρτητη» ή «ανένταχτη», με όποιο περιεχόμενο μπορούν να έχουν αυτοί οι όροι όταν αναφέρονται σε μέλος του ΚΚΕ. Το ίδιο ίσχυε και για τον Δήμο. Στο Γραφείο του Κ.Σ. και στη Γραμματεία υποστήριζα πάντα ό,τι η ίδια θεωρούσα σωστό – και το ίδιο έκανα επίσης κατά τη δίχρονη «θητεία» μου στην Κ.Ε. του ΚΚΕ, μ’ εξαίρεση τους τελευταίους μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο της Κυβέρνησης Τζαννετάκη. Αυτό συχνά «μπέρδευε» όλους για το τι ρόλο έπαιζα – τόσο την «ομάδα» του Κώστα όσο και το «μικτό κλιμάκιο» («παλιά φρουρά»/»ανανεωτικοί») που μας καθοδηγούσε από μεριάς κόμματος. Στις βασικές μάχες στην ΚΝΕ στήριζα την «ομάδα» του Κώστα, όχι για λόγους «αλληλεγγύης στην ομάδα», αλλά επειδή συμφωνούσα μαζί τους. Αντίθετα, όταν δε συμφωνούσα, τοποθετιόμουν ανοιχτά στις συνεδριάσεις του Γραφείου του Κ.Σ. ενάντια στην όποια πρωτοβουλία τους, με την οποία είχα πρόβλημα. Όποτε συνέβαινε αυτό, εμφανίζονταν αιφνιδιασμένοι και οι μεν και οι δε. Τα μέλη του Γραφείου του Κ.Σ. που ανήκαν στην «ομάδα» – πραγματικά αξιόλογοι άνθρωποι - λειτουργούσαν σταθερά ως «μέλη» της: Ακόμη και αν κάποιος δε συμφωνούσε για το τι έπρεπε να κάνουν, «ακολουθούσε» χωρίς πολλά-πολλά - επειδή «έτσι» είχε αποφασίσει η «ομάδα». Η «ομάδα» με επικεφαλής τον Κώστα Τζιαντζή πρέπει να λειτουργούσε συγκροτημένα μέσα στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ από χρόνια, τηρώντας όλους τους «κανόνες συνωμοτικότητας». Αντίθετα, η ομάδα των λεγόμενων «ανανεωτικών», επειδή βρισκόταν υπό την αιγίδα του Χαρίλαου, λειτουργούσε περίπου «ανοιχτά» και απροκάλυπτα.
Σε ό,τι αφορά το «ελληνικό ’89», οι ιδέες του «ιστορικού συμβιβασμού» ήταν στην πραγματικότητα αυτές που οδήγησαν τους «ανανεωτικούς» και τελικά ολόκληρο το κόμμα στην συγκυβέρνηση του ’89. Φυσικά δεν εκφραζόταν κανείς με τέτοιους όρους και όλες οι θεωρητικές διεργασίες κι επεξεργασίες αυτού του κλίματος γινόταν αποκλειστικά υπόγεια, καθώς ανάμεσα στα μέλη του κόμματος υπήρχαν διαμορφωμένα αντανακλαστικά ενάντια στον ευρωκομμουνισμό. Αν εμφανίζονταν ανοικτά με την πραγματική τους ταυτότητα αυτές οι ιδέες, θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με σφοδρές αντιδράσεις από τα περισσότερα μέλη του ΚΚΕ.
Στο σημείο αυτό ήρθε κι «έδεσε» και ο σοβιετικός παράγοντας. Η ΕΣΣΔ είχε βρει ένα modus vivendi με το ΠΑΣΟΚ, καθώς το ΠΑΣΟΚ είχε καταφέρει να πατάει σε δύο βάρκες, στην πλευρά της Δύσης από την μια - με βάσεις, ΝΑΤΟ, ΕΟΚ κ.λπ., παρά τη ρητορική του προς την αντίθετη κατεύθυνση - και από την άλλη μεριά, στο κίνημα των Αδεσμεύτων. Πρόκειται για μια σχετικά σπάνια θέση, μια «τραμπάλα» επί των διαφορετικής φύσης και προέλευσης γεωπολιτικών συμφερόντων κι αναγκών, η «ουδετερότητα» της οποίας σε σημαντικά γεγονότα προφανώς βόλευε τους Σοβιετικούς. Στο σύνολο των Λαϊκών Δημοκρατιών και στην ΕΣΣΔ στα κυβερνώντα κόμματα κυριαρχούσε η άποψη ότι έπρεπε να τα βρούμε με το ΠΑΣΟΚ, όχι με την απροκάλυπτα φιλοδυτική Ν.Δ.
Αν επέδρασαν κάπου οι Σοβιετικοί, κατά τη γνώμη μου, αυτό θα έγινε κατά την πρώτη περίοδο του ΠΑΣΟΚ. Επί Αντρόποφ και Τσερνιένκο. Όσον αφορά τις υπόγειες ζυμώσεις γύρω από τα θέματα του ιστορικού συμβιβασμού, αυτό δεν αποτελούσε βέβαια θέμα των σοβιετικών, είχε να κάνει με την επίδραση των ιδεών κυρίως του Κ.Κ. Ιταλίας, που η αίγλη τους ήταν ιδιαίτερα ισχυρή μεταξύ των «ανανεωτικών». Όχι μόνο οι «ανανεωτικοί», αλλά και ο Χαρίλαος ήθελαν συμμετοχή στην κυβέρνηση, στο πλαίσιο ενός κυβερνητισμού που ξέφευγε από αρχές. Άλλωστε ο Χαρίλαος επεδίωκε επί χρόνια την αναγνώρισή του προσωπικού του ρόλου από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, πολύ πέρα από την κομμουνιστική αριστερά. Το φθινόπωρο του 1988, όταν μετά το 4ο Συνέδριο της ΚΝΕ, πέρασα στο κόμμα και πιο συγκεκριμένα στο Γραφείο Τύπου της Κ.Ε., απ’ όπου ο Χαρίλαος περνούσε νωρίς κάθε πρωί, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πόσο πολύ τον απασχολούσε η υστεροφημία του, πόσο συχνά αποφάσιζε τις κινήσεις του υπ’ αυτό το πρίσμα.
Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνάμε ότι ολόκληρη η δεκαετία του ’80 ήταν μια κινούμενη άμμος από την άποψη των ανακατατάξεων στους κόλπους της οικονομικής ελίτ, του κρατικοδίαιτου ελληνικού και διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου. Το πρώτο μισό της δεκαετίας χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση των «νέων» με τα «παλιά» τζάκια, προκειμένου τα πρώτα - που εμφανίζονταν ως «αυτοδημιούργητα», σαν να προέρχονταν μέσα από ένα δεύτερο κύμα «πρωταρχικής συσσώρευσης» πριμοδοτούμενης κατευθείαν απ’ την οικονομική στρατηγική της νέας πολιτικής ελίτ, της συνδεδεμένης με το ΠΑΣΟΚ - ν’ «απελευθερώσουν» και να καταλάβουν χώρο για τον εαυτό τους στη διαπάλη για μια «πίττα», που αν και δε φαινόταν τότε, είχε ήδη αρχίσει να συρρικνώνεται. Ήταν μια μεταβατική περίοδος, που γινόταν ακόμα πιο ρευστή και ασταθής: Στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80 η προϊούσα χρηματιστικοποίηση της οικονομίας μπορεί να έσερνε ακόμα το χορό των «ολοκληρωμένων μεσογειακών προγραμμάτων», ήδη ήγειρε όμως κι εδώ ισχυρές απαιτήσεις νεοφιλελεύθερης «ανασυγκρότησης» - ανάλογες με αυτές που προβάλλονταν «πανευρωπαϊκά» από μια ΕΟΚ που είχε πάρει τις αποφάσεις της για το 1992, για το «Μάαστριχτ», για τη μετατροπή της σε Ευρωπαϊκή ΄Ενωση-νεοφιλελεύθερη «φυλακή των λαών». Με τον Ανδρέα πλέον βαριά άρρωστο και βουτηγμένο στα σκάνδαλα, το κεφάλαιο ή μάλλον κάποια τμήματα του είχαν ανάγκη για πρώτη φορά από τον Εμφύλιο να κλείνουν το μάτι και στο ΚΚΕ: Όπως έκαναν πολύ αργότερα και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος και να «τσιμπούσε», γι’ αυτούς κέρδος ήτανε. Αυτό, βέβαια, το άνοιγμα «διαύλων επικοινωνίας» με τα στελέχη του ΚΚΕ και του ενιαίου Συνασπισμού επιταχύνθηκε απίθανα κι επιτελέστηκε με πολύ πυκνό και συστηματικό τρόπο, όταν αυτά βρέθηκαν ξαφνικά τον Ιούλιο του 1989 στην κυβέρνηση και στους κυβερνητικούς μηχανισμούς παρέα με τους Νεοδημοκράτες. Δεν είναι λοιπόν άξιος απορίας αυτός ο ιδιόρρυθμος πολιτικός «αυτισμός» που είχαμε αναπτύξει, με τα μάτια τόσο πολύ καρφωμένα στις εξελίξεις μέσα στην Ελλάδα, ώστε να χάνουμε απ’ το οπτικό μας πεδίο τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμη και στα σύνορα μας.
Οι αλλαγές στην ΕΣΣΔ
Θυμάμαι την περίοδο αμέσως πριν την άνοδο του Γκορμπατσόφ, όταν βρέθηκα επί Τσερνιένκο για ένα μήνα, τον Αύγουστο του 1984, σε ένα νοσοκομείο στη Μόσχα. Στις συζητήσεις μου με τις επτά άλλες γυναίκες που μοιραζόμασταν τον ίδιο θάλαμο, οι οποίες προέρχονταν από τις πιο μακρινές γωνιές της ΕΣΣΔ και πλην μιας εργάτριας, που ήταν Κομσομόλα, δεν ήταν οργανωμένες, αντιλήφθηκα πως όταν ο Αντρόποφ είχε γίνει Γ.Γ. της Κ.Ε. του ΚΣΣΕ θα πρέπει να γεννήθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της Σοβιετικής Ένωσης μια φοβερή ελπίδα. Όπως κουβέντιαζα με τα κορίτσια στο νοσοκομείο - με διερμηνέα τη μοναδική κοπέλα ανάμεσα τους που μιλούσε αγγλικά, μια Εβραία μεταφράστρια απ’ το Περμ - σχημάτισα την εικόνα ότι ο Αντρόποφ είχε τη φήμη του αποτελεσματικού και προπαντός τη φήμη του αδιάφθορου. Για την ΕΣΣΔ αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Θυμάμαι αξέχαστα μια ασθενή από άλλο θάλαμο, μια κοπέλα ελληνοπόντια από το Καζακστάν, να μου λέει χαρακτηριστικά στα ελληνικά: «Δεν έχουμε προβλήματα στην κοινωνία μας, εκτός από ένα. Σχεδόν όλοι κλέβουν.» Αυτό απηχούσε ταυτόχρονα μια αντίληψη αλλά και μια πραγματικότητα. Πιθανόν οι ελπίδες να ήταν βάσιμες, ο Αντρόποφ να είχε όντως σχέδια ανακοπής αυτής της παρακμής, δεν κατάφερε όμως να τα υλοποιήσει. Όταν πέθανε σχεδόν μέσα σ’ ένα χρόνο από τότε που ανέλαβε καθήκοντα και στη θέση του αναδείχθηκε ο Τσερνιένκο, που ήταν του κλίματος της «στασιμότητας», του κλίματος Μπρέζνιεφ, το αίσθημα της ελπίδας απ’ ό,τι φαίνεται διαδέχθηκε μια πολύ μεγάλη απογοήτευση.
Για τους ίδιους λόγους η άνοδος του Γκορμπατσόφ γέννησε αρχικά πολλές ελπίδες στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Τα συνθήματα της πρώτης περιόδου, που είχαν να κάνουν με την διαφάνεια, το χτύπημα της διαφθοράς, το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της οικονομίας, την επέκταση των νέων τεχνολογιών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας πέρα από την πολεμική βιομηχανία και την αεροδιαστημική όπου μέχρι τότε αναπτύσσονταν κι εύρισκαν εφαρμογή, η μετατροπή της οικονομίας από εκτατική σε εντατική, από έντασης εργασίας σε έντασης τεχνολογιών αιχμής και βέβαια το θεμελιώδες θέμα του εκδημοκρατισμού της κομματικής και κοινωνικής ζωής, απαντούσαν σε πραγματικές ανάγκες. Έτσι αρχικά διαμορφώθηκε η προσδοκία ότι θα υπάρξει μια αναγέννηση, η οποία στο επίπεδο της οικονομίας θα κατάφερνε να την τραβήξει προς τα εμπρός, ενώ παράλληλα θα υπήρχε μια νέα επαναπροσέγγιση της πραγματικότητας, ανάλογη με αυτή που υπήρξε την πρώτη περίοδο της επανάστασης. Συνεπώς έχω την εντύπωση ότι στην πρώτη του περίοδο ο Γκορμπατσόφ έτυχε θερμής υποδοχής τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και στο εξωτερικό. Σχετικά γρήγορα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται ότι αλλού οδηγούσαν τα λόγια κι αλλού - στην αντίθετη κατεύθυνση, στον καπιταλισμό - οι αλλαγές στη σφαίρα της πραγματικότητας. Ότι θα οδηγούσαν, όμως, και μάλιστα με τέτοια ταχύτητα, τη Σοβιετική Ένωση στην κατάρρευση και το γενικό πλιάτσικο του πλούτου της και της δημόσιας περιουσίας, την καταστροφή και τον καθολικό εξανδραποδισμό δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, πριν απ’ όλα νεαρών κοριτσιών κατά τη δεκαετία του ’90, συν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με ΝΑΤΟϊκό πόλεμο και τη γενικότερη και περίπου απρόσκοπτη αποσταθεροποίηση μέχρι σήμερα της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου μέσα από εισβολές και πολέμους «κλασσικά» ιμπεριαλιστικούς, αυτό πιστεύω ότι κανείς ακόμα τότε δεν μπορούσε να το «διαβάσει» στα σημάδια των καιρών.
Οι αναταράξεις σε ΚΚΕ και ΚΝΕ
Στην ΚΝΕ, κατά πρώτο λόγο λόγω της δράσης της «ομάδας» του Κώστα Τζιαντζή, και κατά δεύτερο λόγο επειδή υπήρχε αρκετός «ανένταχτος» κόσμος που έβαζε το κεφάλι του να σκέφτεται, είχε διαμορφωθεί μια συγκροτημένη αριστερή αντιπολίτευση στις κεντρικές επιλογές της ηγεσίας του κόμματος.
Το 1988, που είχε αρχίσει ήδη η προσέγγιση του ΚΚΕ με την ΕΑΡ σε κεντρικό επίπεδο και οι συζητήσεις για βήματα προς ένα ιστορικό συμβιβασμό, η ΚΝΕ επεξεργάστηκε τη γραμμή του ενιαίου μετώπου πάλης της νεολαίας. Αυτό σήμαινε πριν απ’ όλα δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών συσπειρώνοντας σε σχήματα «βάσης» ευρύτερα απ’ αυτά της «Πανσπουδαστικής», νέους ανθρώπους με αγωνιστικές διαθέσεις, οργανωμένους κι ανένταχτους, στη βάση μιας ανατρεπτικής στρατηγικής. Η επεξεργασία μιας τέτοιας κατεύθυνσης είχε ξεκινήσει από το 1987 και την 8η Συνδιάσκεψη της ΚΝΕ κι επικυρώθηκε από το 4ο Συνέδριο της το 1988. Άνθρωποι όπως ήμουν κι εγώ, που δε μετείχαμε στον άτυπο κεντρικό πυρήνα που επεξεργαζόταν αυτή την κατεύθυνση, καθώς δεν ανήκαμε στην «ομάδα» του Κώστα, είχαμε όμως την ευθύνη των προγραμματικών επεξεργασιών από μεριάς των οργάνων της ΚΝΕ, συμμετείχαμε σ’ αυτές τις επεξεργασίες κατά βούληση: Άλλοτε στηρίζαμε κι επεξεργαζόμαστε παραπέρα κι άλλοτε απορρίπταμε τη λογική και τις μορφές όσων με οργανωμένο τρόπο εισηγούνταν σχετικά στην ΚΝΕ από μεριάς της «ομάδας».
Το 4ο Συνέδριο της ΚΝΕ αποτέλεσε πράγματι σταθμό. Ξεκινώντας απ’ τις «Θέσεις» για το Συνέδριο, όλα έγιναν με τον πιο δύσκολο τρόπο. Την ιδιαίτερη μήνι της συμμαχίας «“παλιά φρουρά”-“ανανεωτές”» συγκέντρωσε καταρχήν το κεντρικό σύνθημα στο πρωτοσέλιδο των «Θέσεων», «Η σημαία της αλήθειας και του δίκιου είναι κόκκινη» – μια παράφραση των στίχων από τη «Μάνα» του Μπρεχτ, «Η σημαία του λογικού κόκκινη είναι». Εγώ μπορεί να είχα από το Γραφείο του Κ.Σ. την ευθύνη για τις «Θέσεις», εμπνευστής όμως του κεντρικού συνθήματος του 4ου Συνέδριου ήταν ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, που ήταν ο επικεφαλής της Επιτροπής του Κ.Σ. για τις «Θέσεις» και αυτός που συνεισέφερε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο ή άλλη στη συγγραφή τους. Δεν ξέρω αν η μήνι για το κεντρικό σύνθημα – που προσωπικά το εύρισκα πιο «φορτισμένο» απ’ την ψύχραιμη διαπίστωση των αρχικών στίχων του Μπρεχτ - προερχόταν απ’ το ότι το κόκκινο στη σημαία ενός ΚΚΕ που όδευε προς κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ είχε μάλλον ξεβάψει, άρα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το σύνθημα βρισκόταν σε αποκαλυπτική αντίθεση με μια τέτοια κεντρική πολιτική κατεύθυνση. Ως μεταφράστρια των στίχων της «Μάνας», που συμπεριλαμβάνονταν στα «Ποιήματα» του Μπρεχτ που είχα μεταφράσει κι είχε εκδώσει το 1987 η «Σ.Ε.» και ταυτόχρονα υπεύθυνη από μεριάς Γραφείου του Κ.Σ. για τις «Θέσεις», όλοι με θεωρούσαν ως τη «δράστη» του συνθήματος και μου συμπεριφέρονταν ανάλογα. Η αλήθεια είναι ότι λέχθηκαν τόσες ανοησίες από «επίσημα» χείλη όλων των ηλικιών ενάντια στο σύνθημα, που αν τις είχα σημειώσει, μαζί και τις απαντήσεις που ήμουν αναγκασμένη να δίνω δεξιά κι αριστερά, θα είχα εκδώσει ένα ιδιαίτερα χιουμοριστικό βιβλίο.
Η ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία, βεβαίως, αφορούσε τις ίδιες τις «Θέσεις», που διαπερνιούνταν από την ιδέα του «ενιαίου μετώπου πάλης» της νεολαίας, την οποία η κομματική καθοδήγηση θεωρούσε ως ευθέως ανταγωνιστική στην γραμμή δημιουργίας του Συνασπισμού και της σύγκλισης με τη ΝΔ. Καθοδήγηση της ΚΝΕ από μεριάς του Π.Γ. ήταν τότε ο Δημήτρης Γόντικας, ο οποίος όμως κατά τη συζήτηση των «Θέσεων» σε σειρά συνεδριάσεων του Γραφείου του ΚΣ δεν ήταν σε θέση να πείσει πολιτικά την πλειοψηφία ούτε να ενισχύσει αποτελεσματικά ενάντια στις «Θέσεις» την «ανανεωτική αντιπολίτευση» μέσα στο ίδιο το Γραφείο και το Κ.Σ. Μετά από κάθε συνεδρίαση κάναμε αναγκαστικά αλλαγές στο κείμενο, ποτέ όμως αυτό δεν ευθυγραμμίστηκε με την εκδοχή των «Θέσεων» που επιχειρούσε να περάσει ο Γόντικας εγχειρίζοντας μου κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε συνεδρίαση κείμενα των «Θέσεων» με διαγραφές και αναδιατυπώσεις πάνω απ’ τις γραμμές και στο περιθώριο με το γραφικό χαρακτήρα και, κάποιες φορές, και με την υπογραφή του Μίμη Ανδρουλάκη, που ήταν πλέον μέλος του Π.Γ.: Γιατί γι’ αυτό αγωνιζόταν μάταια ο Δημήτρης, να γίνει δεκτή μια «μεταγραφή» τους δια χειρός Μίμη.
Διάφορα σχέδια της επιτροπής «Θέσεων» πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σε μας και στο Π.Γ. Πριν κυκλοφορήσει η τελική εκδοχή τους – δε θυμάμαι αν ήταν πριν ή μετά τη συνεδρίαση του Κ.Σ. για τις «Θέσεις» - μας φώναξαν τους πέντε της Γραμματείας του Κ.Σ. στο Π.Γ., όπου μας απείλησαν σχεδόν όλους ανοιχτά, και πριν απ’ όλα τον Γράψα. Στη συνεδρίαση του Π.Γ. βρεθήκαμε απέναντι σε έναν ανοιχτό πολιτικό εκβιασμό για διάλυση της ΚΝΕ, αν επιμείνουμε στις «Θέσεις». Πρωταγωνιστές της επίθεσης ήταν ο Φαράκος και ο Τσολάκης, ενώ ο Χαρίλαος και ο Μίμης επεμβαίνανε πιο προσεκτικά. Αυτό που θυμάμαι πιο καθαρά είναι ότι απευθυνόμενοι σε μένα, καθώς είχα την κύρια πολιτική ευθύνη για τις «Θέσεις», οι δύο πρώτοι μου είπαν, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, ότι το σύνθημα των «Θέσεων» σημαίνει ότι ενώ το ΚΚΕ έχει αποφασίσει στα συνέδρια του ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της Ελλάδας θα πραγματοποιηθεί σε δύο στάδια, ένα αντιμονοπωλιακό-αντιιμπεριαλιστικό και ένα σοσιαλιστικό, η ΚΝΕ μέσω του κεντρικού συνθήματος των «Θέσεων» διαγράφει το πρώτο στάδιο και δίνει το σύνθημα κατευθείαν για σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό ήταν ένα βασικό επιχείρημα ενάντια στο σύνθημα και τις «Θέσεις», στο οποίο πέρα από προφορικές απαντήσεις αναγκάστηκα ν’ απαντάω και γραπτά σε διάφορες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα κάποιες απ’ αυτές τις γραπτές απαντήσεις μου να υπάρχουν σίγουρα στ’ αρχεία του ΚΚΕ στον Περισσό (στις συνεδριάσεις του Π.Γ. και της Κ.Ε. του ΚΚΕ τηρούνταν ακριβή πρακτικά μέσω μαγνητοφώνησης). Προς το τέλος της συνεδρίασης ο Χαρίλαος μίλησε – και για τα πρακτικά - για την ιδιαίτερη, «ιστορική» σχέση που είχε μαζί μου (αναφερόταν στο γεγονός ότι πρωτοσυναντηθήκαμε το 1974 στην πίστα του αεροδρομίου του Ελληνικού, όπου τον περίμενα να κατεβεί από το αεροπλάνο με το οποίο επέστρεφε, για πρώτη φορά ως ηγέτης του ΚΚΕ, στην Ελλάδα προκειμένου να κάνω χρέη διερμηνέα στην impromptu συνέντευξη τύπου που έδωσε πατώντας στο ελληνικό έδαφος σε ομάδα εκπροσώπων ξένων μαζικών μέσων ενημέρωσης). Αλλά και για την εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπο μου - επιχειρώντας να με κάνει να διαχωρίσω τη θέση μου από την πλειοψηφία που υποστήριζε τις «Θέσεις» στη Γραμματεία και στο Γραφείο. Δεν κάναμε πίσω και οι «Θέσεις» τελικά δόθηκαν στη δημοσιότητα και στον δημόσιο προεκλογικό διάλογο για το Συνέδριο με μικρές αλλαγές.
Παρ’ όλο που δε μου ανήκει η έμπνευση της σύλληψης για «ενιαίο μέτωπο πάλης της νεολαίας», παρέμεινα στην πρώτη γραμμή της διαπάλης όντας, πρώτα, υπεύθυνη για την Επιτροπή για τον Δημόσιο Προσυνεδριακό Διάλογο - στην οποία συνεχίστηκαν οι πιέσεις απ’ το Π.Γ. και στην οποία δεχόμασταν και δημοσιεύσαμε κείμενα ανοιχτής επίθεσης στην τότε ηγεσία της ΚΝΕ, και προσωπικών επιθέσεων ενάντια σε διάφορα μέλη της – και, στη συνέχεια, υπεύθυνη της Επιτροπής Απόφασης μέσα στο ίδιο το 4ο Συνέδριο, πράγμα που αποτέλεσε μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, καθώς μέχρι τότε σε μεγάλο βαθμό η διαπάλη στο ΚΚΕ μπορεί να γινόταν με μεγάλη ένταση, αλλά κατά κανόνα στο πλαίσιο των κομματικών οργάνων – αυτό τουλάχιστον φαινόταν «απέξω». Στις διαδικασίες του 4ου Συνέδριου της ΚΝΕ, η διαπάλη έγινε ανοικτά και η ηγεσία της ΚΝΕ κατηγορηθήκαμε με τον πιο δημόσιο τρόπο για ό,τι σοβαρότερο μπορεί να κατηγορηθεί κανείς σε μια οργάνωση κομμουνιστικής νεολαίας: Για «αντικομματική γραμμή» και «υποκατάσταση του κόμματος».
Στη συζήτηση για τις «Θέσεις», πριν, μέσα ή μετά το 4ο Συνέδριο, αυτοί που αποκλήθηκαν μετά τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού ως «δογματικοί», δεν εκφράζονταν με τις δικές τους απόψεις παρά ως «μεταφορείς» της γραμμής των «ανανεωτικών»: Μιας γραμμής που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα εγχείρημα σύνδεσης μιας αδύναμης δόσης Περεστρόικας με μια γερή δόση ιταλικού ιστορικού συμβιβασμού στο «έδαφος» μιας μάλλον αφελούς – στην καλύτερη περίπτωση - ανάγνωσης της ελληνικής πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και οι μεν και οι δε είχαν «δίκιο» ως προς την κεντρική κατηγορία που απηύθυναν: Το 4ο Συνέδριο της ΚΝΕ όντως «απαντούσε» στο 12ο Συνέδριο του κόμματος ένα χρόνο πριν. «Απαντούσε» στην πραγματιστική στροφή του ΚΚΕ, η οποία προετοίμαζε για το ΚΚΕ έναν ρόλο μπαλαντέρ σε διαδοχικές διακυβερνήσεις της μιας ή άλλης κυβέρνησης του δικομματισμού, οι οποίες δε θα έβγαζαν αυτοδύναμες πλειοψηφίες – εκεί στηρίζονταν οι πραγματιστικοί υπολογισμοί - ξεκινώντας από κυβερνήσεις της Ν.Δ.
Το 4ο Συνέδριο επιβεβαίωσε την ουσιαστικά «αυτοτελή» πορεία της ΚΝΕ κατά τον επόμενο χρόνο μέχρι το εγχείρημα διάλυσης της από το Π.Γ. το Σεπτέμβριο του 1989, που προκάλεσε την αποχώρηση της μεγάλης πλειοψηφίας των οργανώσεων και μελών της με επικεφαλής τον, πρόωρα χαμένο στα 47 του, Γιώργο Γράψα. Είναι γνωστή η, κατ’ ουσία «ιστορική», φράση του Γιώργου στη συνεδρίαση της Κ.Ε. για την ΚΝΕ στις 21 Σεπτεμβρίου 1989: «Και βέβαια δε θα υπακούσω». Είχε προηγηθεί μια τεράστια πίεση μέσα στη συνεδρίαση προς όλους μας – ένα χρόνο μετά το 4ο Συνέδριο κι ενώ ήμουν μέλος του Γραφείου Τύπου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εξακολουθούσαν να μου συμπεριφέρονται σαν να ήμουν μέλος της ηγεσίας της ΚΝΕ -, αλλά πριν απ’ όλα απέναντι στον ίδιο τον Γράψα ως Γραμματέα της ΚΝΕ, μέχρι να βγει ο τελικός «άσσος» από το μανίκι: Η αναγγελία της συλλογικής καθαίρεσης του Κ.Σ. της ΚΝΕ, εκλεγμένου μόλις ένα χρόνο πριν από το 4ο Συνέδριο, με απόφαση της συνεδρίασης της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Και η αντικατάσταση του από μια προσωρινή, ολιγομελή Επιτροπή, διορισμένη από τη «συμμαχία» «“παλιάς φρουράς/“ανανεωτικών”» στην Κ.Ε., μια συμμαχία στην οποία κυριαρχούσαν πλήρως οι «ανανεωτικοί». Η Επιτροπή θα ήταν προσωρινή, επειδή το ΚΚΕ – κόντρα στο Καταστατικό της ΚΝΕ – θ’ αναλάμβανε να οργανώσει το ίδιο ένα νέο συνέδριο της. Νέος Γραμματέας της ΚΝΕ στη θέση του Γιώργου Γράψα ανέλαβε με απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ ο Τάκης Θεοδωρικάκος, σήμερα «στρατηγικός σύμβουλος» του Προέδρου της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τον Ιούλιο του 1988, αμέσως μετά το τέλος του 4ου Συνέδριου και πριν το πέρασμα μου, που ακολούθησε αμέσως μετά, στο ΚΚΕ και στο Γραφείο Τύπου της Κ.Ε., πήγα με την οικογένεια μου 10 μέρες διακοπές – μια μακρόχρονη άδεια για τα δεδομένα του ΚΚΕ – στην Πάτμο. Ο γιος μου ήταν τότε τριών χρονών, η κόρη μου δέκα μηνών κι ο Δήμος ασχολιόταν περισσότερο από μένα με τα παιδιά προκειμένου να μπορέσω να κάνω αυτό που ήθελα: Να γράψω ένα κύκλο ποιημάτων, που στο μυαλό μου αλλά όχι και στο χαρτί είναι χαρακτηρισμένα ως «κύκλος της Πάτμου», που πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1991 στην πρώτη ατομική ποιητική μου συλλογή «Τέλος εποχής», εκδόσεις Καστανιώτη, ενώ κάποια απ’ αυτά αναδημοσιεύτηκαν στην αναδρομική ποιητική συλλογή «Η μεγάλη εποχή», 2008, εκδόσεις Ταξιδευτής. Κεντρικό σ’ αυτόν τον κύκλο είναι ένα μακρύ ποίημα με τίτλο «4ο Συνέδριο», που αποτελεί τον αποχαιρετισμό μου στην ΚΝΕ μετά από μιάμιση δεκαετία δράσης στους κόλπους της. Νομίζω ότι αυτό το ποίημα αντανακλούσε την αγωνία πολλών ανθρώπων για το τι επρόκειτο να γίνει και βέβαια την ατμόσφαιρα του Συνεδρίου και της «εποχής» πολύ καλύτερα απ’ οποιαδήποτε σημερινή περιγραφή!
Το Κοινό Πόρισμα ΚΚΕ- ΕΑΡ
Το Κοινό Πόρισμα ήταν ένα σοκ για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόμματος. Σε αυτό υπήρχαν μια σειρά ζητήματα και παραδοχές, που ήταν πολύ πέρα από τα εσκαμμένα της πολιτικής του ΚΚΕ. Με το Πόρισμα, για παράδειγμα, γινόταν για πρώτη φορά αποδεκτή από το ΚΚΕ η άποψη της ΕΑΡ, που όριζε τη δημοκρατία ως «μέσο και σκοπό» της πάλης για τον σοσιαλισμό. Η πολιτική δημοκρατία, ωστόσο, είναι κρατική μορφή οργάνωσης. Θέτοντας την ως τελικό σκοπό της πάλης για το σοσιαλισμό σημαίνει ότι παραιτείσαι από την πάλη για τελική εξαφάνιση του κράτους. Η διατύπωση «μέσο και σκοπός» δεν είναι απάντηση στην καταφανή έλλειψη δημοκρατίας στους μετασχηματισμούς που επιχειρήθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του ‘30 πρώτα στην ΕΣΣΔ και μεταπολεμικά στον κόσμο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τεράστια ευθύνη για την τελική τους κατάρρευση. Αφορά το βασικότερο ίσως πρόταγμα του ευρωκομμουνισμού και απευθύνεται πριν απ΄ όλα «καθησυχαστικά» στα αστικά κόμματα και στους μηχανισμούς του αστικού κράτους: Μετά τα γεγονότα της Χιλής και το στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του Αλιέντε και τις δυο φορές δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας, που οργάνωσαν οι αμερικάνικες πολυεθνικές, το State Department και οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, η χιλιάνικη ολιγαρχία και οι λοιποί ντόπιοι συνεργάτες τους προκειμένου να εφαρμόσουν στη συνέχεια πειραματικά την πρώτη νεοφιλελεύθερη μορφή καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στην ιστορία του κόσμου, αναπτυσσόταν μια έντονη συζήτηση για το θέμα. Είναι σωστό ότι δεν μπορείς να αποκλείσεις εκ των προτέρων την ύπαρξη μιας ποικιλίας μορφών «ειρηνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό», που γεννά η ίδια η ζωή, και άρα οφείλεις να στηρίξεις με όλες σου τις δυνάμεις «πειράματα» σαν αυτό της Χιλής. Άλλο όμως η ολόπλευρη υποστήριξη κι άλλο η αναγωγή της δημοκρατίας ως «μέσο» και «σκοπό» σε μια περίπτωση σαν της Χιλής, όπου ένα λαϊκό μέτωπο όπως η Unidad Popular βρέθηκε στην εξουσία με εκλογές. Το τελευταίο σημαίνει στην πράξη αυτοαφοπλισμό, άρνηση έγκαιρης και όχι μόνο ηρωικά μεν, αλλά κατόπιν εορτής δε, υπεράσπισης της νόμιμης κυβέρνησης με όλα τα μέσα και μέχρι τέλους, σημαίνει αποτροπή λήψης μέτρων που θ’ αποτρέψουν το σφαγιασμό που ερχόταν όσο είναι ακόμα καιρός και με όσο γίνεται μεγαλύτερη λαϊκή στήριξη. Κάτι βέβαια που δεν έγινε στην Χιλή, όπου η περίοδος Αλιέντε κατέληξε σε ένα λουτρό αίματος με θύματα τους «κάτω», τους εργάτες, τους αριστερούς και κομμουνιστές και βέβαια τον ίδιο τον Πρόεδρο, που έπεσε μαχόμενος, υπερασπιζόμενος με τ’ όπλο στο χέρι το προεδρικό Μέγαρο από τα τανκς και τ’ αεροπλάνα που το βομβάρδιζαν.
Το Κοινό Πόρισμα, επίσημοι συγγραφείς του οποίου υπήρξαν από μεριάς ΚΚΕ οι Μίμης Ανδρουλάκης και Γιάννης Δραγασάκης και από μεριάς ΕΑΡ οι Γρηγόρης Γιάνναρος και Δημήτρης Παπαδημούλης, είχε αρχικά χαρακτηριστεί ως κείμενο εργασίας, ως πρώτη και υπό διαμόρφωση προσέγγιση. Με τις διαδικασίες όμως που μεθοδεύτηκαν, ξεκινώντας από τη «διαρροή» του κειμένου στη δημοσιότητα πριν αυτό συζητηθεί στην Κ.Ε. του ΚΚΕ, εξασφαλίστηκε ότι το δήθεν «αρχικό» θα γινόταν και «τελικό» κείμενο. Το κείμενο έφερε την υπογραφή του ΚΚΕ και της ΕΑΡ, σε αυτό συμπεριλαμβανόταν ωστόσο η συμφωνία ότι θα έμενε ανοιχτή η πόρτα και για άλλες, μικρότερες, δυνάμεις της Αριστεράς, να συμμετάσχουν σε μια δεύτερη φάση κι εφόσον συμφωνούν με το Κοινό Πόρισμα, σε αυτές τις διεργασίες.
Η «διαρροή» του κειμένου πριν τη συνεδρίαση της Κ.Ε. έκανε τη συζήτηση προσχηματική. - Η μέθοδος είναι γενικότερα γνωστή, πρώτα «διαρρέουν» στη δημοσιότητα ένα κείμενο και μετά αυτό δεν μπορεί πλέον να αλλάξει προκειμένου να μην εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι άλλαξε, εξαπολύοντας επίθεση τα ΜΜΕ και τα άλλα κόμματα. - Σήμερα δεν έχει νόημα, νομίζω, να κάνει κάποιος μια λεπτομερειακή αξιολόγηση του Κοινού Πορίσματος, όπως κάναμε τότε, μπορούμε ωστόσο να εντοπίσουμε κάποια βασικά, κατά τη γνώμη μου, προβλήματα σε αυτό.
Ένα τέτοιο προβληματικό σημείο είναι η επίκληση της «κυβερνώσας Αριστεράς στο κατώφλι του 2000». Με δεδομένο ότι το ΚΚΕ μέχρι τότε συγκέντρωνε ποσοστά γύρω στο 11% και το ΚΚΕ εσωτερικού περίπου 1,8%, αυτή δε θα μπορούσε να υπάρξει παρά μονάχα συμπληρωματικά ως προς το ένα ή το άλλο από τα κόμματα του δικομματισμού. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για σχεδιασμό μιας πορείας, ώστε να μπορέσει να είναι η Αριστερά αυτή που θα γίνει ικανή να σχηματίσει κυβέρνηση και να κυβερνήσει. Ο όρος «κυβερνώσα Αριστερά» επεφύλασσε για τον ενιαίο Συνασπισμό έναν ρόλο μπαλαντέρ είτε ως προς την Ν.Δ. είτε ως προς το ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερο προβληματικό σημείο ήταν ότι έθετε ως βασικό στόχο τη διέξοδο της χώρας από την ηθική χρεοκοπία που, όπως έλεγε, παίρνει διαστάσεις σήψης και απειλεί να συμπαρασύρει τους θεσμούς και να αποσυνθέσει τη δημόσια ζωή. Με άλλα λόγια, έθετε ως κεντρικά τα θέματα της «κάθαρσης» και της «ομαλότητας», οργανώνοντας την στρατηγική και την τακτική της Αριστεράς με κεντρικό και μοναδικό, όπως εξελίχθηκε με την κυβέρνηση Τζαννετάκη αλλά και στη συνέχεια, άξονα της πολιτικής της αυτά τα πεδία. Αφηνόταν μάλιστα να εννοηθεί ότι αν αντιμετωπιστεί το σκάνδαλο Κοσκωτά με στιβαρό τρόπο, θα υπάρξει μια πραγματική ηθική αναγέννηση της χώρας, ανεξάρτητα αν δεν άλλαζε κάτι ουσιαστικότερο: Ως γνωστόν, ωστόσο, ο καπιταλισμός, κοινώς «οικονομία της αγοράς», γεννά καθημερινά απ’ την ίδια του τη φύση την «κάθαρση» ως μόνιμη και διαρκή ανάγκη. Η θεσμολαγνεία του κειμένου φέρει τη σφραγίδα της ΕΑΡ, μιας και παραδοσιακά το ΚΚΕ είχε μια πιο «βλάσφημη» στάση απέναντι στους θεσμούς. Ωστόσο, φέρει και τη δική του υπογραφή.
Τρίτο σοβαρό ζήτημα ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και κυρίως της τηλεόρασης. Έμπαινε ως το «δικαίωμα στην πολυφωνική πληροφόρηση με εκδημοκρατισμό των ΜΜΕ». Δηλαδή η «άδεια» στο πολύ μεγάλο κεφάλαιο – γιατί μόνο τέτοιοι μπορεί να είναι οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών καναλιών - να έχει τα «δικά» του τηλεοπτικά μέσα, απόλυτα ελεγχόμενα από τις ιδιαίτερες πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις του εκάστοτε ολιγάρχη, ταυτιζόταν με την κοινωνική ελευθερία. Σήμερα, και με όσα έχουμε δει, ακούσει και ζήσει τόσα χρόνια με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα του 2015, ξέρουμε πολύ καλά βέβαια το τι είδους «πολυφωνία» κυριαρχεί στον χώρο των «ελεύθερων» ΜΜΕ και τίνος τα «δικαιώματα» αυτή εξυπηρετεί.
Σημαντικό επίσης ήταν το ζήτημα που έθετε περί Αριστεράς και Ευρώπης. Σε αυτό, ηγεμόνευσε η θέση του ΚΚΕ εσωτ. για την «Ευρώπη των λαών». Πρόκειται για ολοκληρωτική στροφή. Η θέση του ΚΚΕ μέχρι τότε έθετε ταυτόχρονα έναν άμεσο κι έναν πιο μακροπρόθεσμο στόχο: «Πάλη ενάντια στις συνέπειες από την ένταξη, στην προοπτική της αποδέσμευσης». Προφανώς την περίοδο εκείνη η γραμμή του ΚΚΕ στο ζήτημα μιας ΕΟΚ, που είχε ήδη αποφασίσει το νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της, χρειαζόταν αναπροσαρμογή. Τι είδους όμως αναπροσαρμογή; Να προσεγγίσει και ν’ αναλύσει όσο γίνεται ακριβέστερα – για να είναι σε θέση να τις αντιπαλέψει πιο συγκεκριμένα κι αποτελεσματικά από ό,τι μπορεί να κάνει η απλή συνθηματολογία – τις αλλαγές που πραγματοποιούνταν στο πεδίο της πραγματικότητας. Αυτή ήταν, αντίθετα, η πιο άκαιρη περίοδος για να γίνει οποιουδήποτε είδους «προσαρμογή αποδοχής» μιας πραγματικότητας που θα έφερε πλέον τη νεοφιλελεύθερη σφραγίδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ακριβώς τη χρονιά του Κοινού Πορίσματος που ολοκληρώθηκαν, μετά από «συζητήσεις» χρόνων στους κόλπους των ευρωπαϊκών ελίτ, οι αποφάσεις για το ορόσημο της θεσμικής νεοφιλελευθεροποίησης της ΕΟΚ, για την εφαρμογή το 1992 της συνθήκης του Μάαστριχτ, που θα τη μετέτρεπε στη σημερινή Ε.Ε. Έτσι η «αναπροσαρμογή» μια τέτοια στιγμή της γραμμής του ΚΚΕ για την ΕΟΚ το έθετε σε τροχιά ουσιαστικά αποδοχής του Μάαστριχτ.
Το ΚΚΕ γνώριζε τι εστί «Μάαστριχτ» χρόνια πριν το 1992 - και πολύ έγκαιρα. Ήταν το μόνο κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα και από τα ελάχιστα στην Ευρώπη που πολύ νωρίς, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στο πλαίσιο των ιδεολογικών του μηχανισμών είχε μελετήσει και διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη για το φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ως συστημική απάντηση στη δομική καπιταλιστική κρίση του 1972-’74 - με πεδία μελέτης τους ήδη πραγματοποιημένους τρεις θεμελιακούς της σταθμούς, τη Χιλή του Πινοτσέτ, τη Βρετανία της Θάτσερ και τις ΗΠΑ του Ρήγκαν, που περίπου μια δεκαετία αργότερα θα συμπληρωνόταν με τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», που αφορούσε κυρίως τη Λατινική Αμερική. Ο τέταρτος τέτοιος θεμελιακός σταθμός θα ήταν η, αποφασισμένη ήδη από το 1988, εφαρμογή στην ΕΟΚ το 1992 της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Το Κοινό Πόρισμα «αγνοούσε» επιδεικτικά όλη αυτή τη δουλειά που είχε γίνει το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80, και της οποίας είχε άμεση γνώση ο δεύτερος από τους δύο «συγγραφείς» του από μεριάς ΚΚΕ. Αντί να την πάρει υπόψη του, εκτιμούσε αντίθετα ότι οι αριστερές δυνάμεις στην Ευρώπη θα μπορούν μέσα στα επόμενα χρόνια να επηρεάσουν σε θετικότερη κατεύθυνση τους προσανατολισμούς της ΕΟΚ - που σύντομα θα γινόταν η μετά Μάαστριχτ Ε.Ε… Αρκεί μια ματιά στη σημερινή «Ευρώπη», για να καταλάβει κανείς τι σχέση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα είχαν οι κατευθύνσεις κι εκτιμήσεις του Κοινού Πορίσματος, αλλά και του Ευρωκομμουνισμού.
Στο πλαίσιο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ καταγράφηκε - και μάλιστα κι εδώ ονομαστικά - μια ευρύτατη αντίθεση απέναντι στο Κοινό Πόρισμα. Η καταγραφή έγινε περίπου από σπόντα. Ενώ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης για τη συζήτηση του είχαν γίνει πολλές ομιλίες στις οποίες εκφραζόταν είτε ολοκληρωτική αντίθεση είτε λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις απέναντι σε βασικά σημεία του κειμένου, ο Χαρίλαος στο κλείσιμο της συνεδρίασης ανέφερε ότι διαφωνίες εξέφρασαν 3-4 σύντροφοι, κατονομάζοντας τους (με πρώτο, όπως πάντα, τον Δήμο, μια συνήθεια που κράτησε σε όλα τα «κλεισίματα» συνεδριάσεων της Κ.Ε. μεταξύ 12ου Συνεδρίου κι αποχώρησης μας). Κι επιχείρησε να κλείσει το θέμα του Κοινού Πορίσματος απαντώντας σε κάποιες από τις απόψεις που αυτοί εξέφρασαν – και, προπαντός, χωρίς ψηφοφορία. Χρειάστηκε να υπάρξει γενικός ξεσηκωμός για ν’ αναγκαστεί το Προεδρείο να καταγράψει (αυτή τη φορά) όλα τα ονόματα – ήταν δεκάδες – όσων εξέφρασαν «επιφυλάξεις» σε ένα κρίσιμο κείμενο που είχε από την αρχή δηλωθεί ότι, λόγω «διαρροής», δεν είναι δυνατόν ν’ αλλάξει στο παραμικρό μέσω της συζήτησης του…
Οι συγκροτημένες κινήσεις και η ρήξη
Η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε όλοι όσοι, στο πλαίσιο της Κ.Ε., βρισκόμασταν στην Αθήνα και ήμαστε σε καθολική αντίθεση με την πορεία που βάδιζε το ΚΚΕ, ήταν μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989. Αν θυμάμαι καλά, ήταν αμέσως μετά την απόφαση στις 30 Ιουνίου, σε μια πρόχειρη κι υποβαθμισμένη «σύσκεψη» των μελών της Κ.Ε. που βρίσκονταν στην Αθήνα στα γραφεία της ΚΟΑ στην οδό Μπουμπουλίνας, για συμμετοχή του ενιαίου Συνασπισμού σε μια «μεταβατική» - ουσιαστικά προς την αυτοδυναμία της Ν.Δ.! - συγκυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Η απόφαση πάρθηκε με την αρνητική ψήφο όσων από μας διαφωνούσαμε και παραβρεθήκαμε, καθώς όλα τα εκτός Αθήνας μέλη της Κ.Ε. και όσοι «Αθηναίοι» έλειπαν σε κομματικές δουλειές εκτός Λεκανοπέδιου απουσίαζαν…
Είχε προηγηθεί, την ίδια μέρα, ένα έντονο παρασκήνιο μέχρι να αποφασιστεί αυτό για το οποίο ψηφίσαμε: Φαίνεται ότι υπήρξε κάποιου είδους πλειοδοσία μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ για το ποιος απ’ τους δυο θα είναι ο εταίρος μας στην κυβέρνηση - απ’ την οποία βγήκε νικήτρια η Δεξιά. Πιστεύω ωστόσο ότι όλο αυτό ήταν περισσότερο πρόσχημα για τα μάτια του κόμματος και παραπέρα του κόσμου, καθώς ο σταθερά ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας που υπήρχε ήδη επί τρία χρόνια ήταν αποκλειστικά μεταξύ κεντρικών στελεχών του ΚΚΕ και της Ν.Δ.
Ήταν φανερό ότι η κατάσταση είχε ξεπεράσει πια τον καθένα από μας. Έπρεπε να συζητήσουμε για πρώτη φορά όλοι μαζί, ώστε ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Περίπου 15 άτομα, οι περισσότεροι αλλά όχι όλοι μέλη της Κ.Ε. που μέναμε στην Αθήνα, οι υπόλοιποι κεντρικά στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, βρεθήκαμε σ’ ένα σπίτι σε μια ερημιά της Πεντέλης, που «κλείστηκε» όπως κλείναμε τα ραντεβού στη δικτατορία. Μέχρι τότε αυτό που υπήρχε ως «ομάδα», ήταν η ομάδα του Κώστα Τζιαντζή που είχε τη δική της εσωτερική ζωή. Στη συζήτηση που έγινε, διαπιστώθηκε από την αρχή ότι όλοι συμφωνούσαμε για το τι σήμαινε η πορεία που ακολουθούσε το κόμμα και θεωρούσαμε ότι, μετά τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, η υπόθεση με το ΚΚΕ που ξέραμε κι ήταν το κόμμα μας είχε τελειώσει. Διαπιστώσαμε όμως επίσης ότι δεν υπήρχε ενιαία άποψη για το τι πρέπει να κάνουμε. Κάποιοι από μας – ανάμεσα τους ο Δήμος κι εγώ - πιέζαμε να διαχωρίσουμε άμεσα δημόσια τη θέση μας και ν’ αποχωρήσουμε από το ΚΚΕ, καθώς αισθανόμασταν ότι μόνο ψευδαισθήσεις θα εξυπηρετούσε η παραπέρα παραμονή μας. Προσωπικά βρισκόμουν επίσης σε μεγάλο ηθικό δίλημμα: Δεν άντεχα άλλο από τη μια πλευρά επί δύο χρόνια να έχω καταψηφίσει όλες τις αποφάσεις της Κ.Ε. κι από την άλλη μεριά να υποχρεώνομαι να τις υποστηρίζω στις παρακάτω οργανώσεις, στις οποίες μ’ έστελναν «εκ μέρους της Κ.Ε.», πολύ περισσότερο στην ΚΟΒ της Οργάνωσης Καλλιθέας στην οποία ήμουν μέλος - «κατακεραυνώνοντας» απόψεις μελών και στελεχών παρεμφερείς ή και ταυτόσημες με τις δικές μου. Αυτό «έπαιζε» στα όρια της σχιζοφρένειας και, με την τροπή που είχαν πάρει από τέλος Ιουνίου – με την «απόφαση» για συγκυβέρνηση - τα πράγματα, έθετε ταυτόχρονα ένα μεγάλο θέμα πολιτικής ηθικής. Η άλλη άποψη που εκφράστηκε στη συνάντηση ήταν πιο διστακτική και συνοψίζονταν στ’ ότι βεβαίως όχι προοπτικά, αλλά προς το παρόν, καλό θα ήταν να μη βγούμε δημόσια και να παραμείνουμε στο κόμμα. Ιδιαίτερα ο Κώστας Τζιαντζής είχε την άποψη ότι για να φύγουμε κι αυτό να δίνει προοπτική, θα έπρεπε να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες ώστε ν’ ακολουθήσει ένα σοβαρό μέρος του κόμματος και της ΚΝΕ. Σε εκείνη τη φάση θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν ακόμα οι συνθήκες αυτές. Καταλήξαμε να το ξανασυζητήσουμε.
Μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τζαννετάκη, που έγινε στις 2 Ιουλίου, και πριν τη συζήτηση στη Βουλή για τις Προγραμματικές Θέσεις, μαζευτήκαμε για δεύτερη φορά και πάλι όλοι μαζί σ’ ένα διαμέρισμα στου Γκύζη. Αυτή τη φορά συμφωνήσαμε για το τι πρέπει να γίνει άμεσα: Αποφασίστηκε να εκδηλωθούν δημόσια – πράγμα που ισοδυναμούσε βέβαια με αποχώρηση, γιατί το ΚΚΕ θα έθετε σε λειτουργία κατευθείαν διαδικασίες καθαίρεσης και διαγραφής - σε πρώτη φάση τρία μέλη της Κ.Ε., που θα δίνανε ένα ξεχωριστό στίγμα ο καθένα και για τους υπόλοιπους. Οι τρεις επιλέχθηκαν ανάμεσα σε όσους ήθελαν να διαχωρίσουν άμεσα και δημόσια τη θέση τους. Θυμάμαι τον Κώστα Κάππο, τότε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΚΚΕ, που αφού είχε κάνει πολλές κατ’ ιδίαν συζητήσεις με διαφόρους από μας, σ’ αυτή τη δεύτερη συνάντηση δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ψηφίσει τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης. Οπότε μαζί με τον Κάππο αποφασίστηκε να εκδηλωθούν άμεσα επίσης ο Κώστας Μπατίκας, που ασχολούνταν χρόνια με πρωτοπόρο τρόπο με τα ζητήματα συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης κι ήταν ο άνθρωπος που είχε επιχειρήσει να μεταφυτεύσει την εμπειρία του ενιαίου συνδικάτου από τη Γερμανία στην Ελλάδα, κι ο Νίκος Κοτζιάς, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο οποίος είχε συμβάλλει μέχρι τότε καταλυτικά σε μια «αναγέννηση» της έρευνας, της αυτομόρφωσης με βάση τους «κλασικούς» του μαρξισμού και της ιδεολογικής δουλειάς στο ΚΚΕ.
Στις 5 Ιουλίου ο Κάππος τοποθετήθηκε δημόσια στη Βουλή με δήλωση του, στην οποία μεταξύ άλλων ξεκαθάριζε ότι θεωρεί τη συνεργασία στο πλαίσιο της κυβέρνησης Τζαννετάκη «ολέθρια για το ΚΚΕ», καθώς μέσα απ’ αυτήν οδηγείται στην υποταγή «σε μικροαστικές και αστικές εκσυγχρονιστικές θέσεις». Η δήλωση του Κώστα έπεσε κυριολεκτικά σαν κεραυνός: Όχι μόνο γιατί το κύρος του ήταν τεράστιο, αλλά - το πιθανότερο -, επειδή δεν πίστευαν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ο Κάππος, πιο «κομματικός» από οποιονδήποτε άλλον είτε «από δω» είτε «από κει» μέσα στο ΚΚΕ, να διαφοροποιηθεί δημόσια από το κόμμα του. Ο Κώστας στη συνέχεια ψήφισε «λευκό» στην ψηφοφορία για τις Προγραμματικές Θέσεις της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Μετά από λίγες μέρες τέθηκε στην Κ.Ε. με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να είναι ο ίδιος «παρών» και χωρίς να προηγηθεί η οποιαδήποτε συζήτηση, θέμα ψηφοφορίας για καθαίρεση του και πρόταση διαγραφής του από την ΚΟΒ, στην οποία ανήκε. Ήμουν ανάμεσα στους ελάχιστους παρόντες που καταψήφισαν την καθαίρεση και διαγραφή του και η μόνη που απαίτησα να μιλήσω για να δικαιολογήσω την ψήφο μου – όπως και έγινε.
Οι Κοτζιάς και Μπατίκας απευθύνθηκαν με επιστολή τους στην Κ.Ε. διαχωρίζοντας τη θέση τους. Έγραψαν από κοινού, στη συνέχεια, μια μπροσούρα με τίτλο «Μια συζήτηση που δεν έγινε», η οποία αν θυμάμαι καλά κυκλοφόρησε αργά ώστε να έχει κάποια επίδραση στις εξελίξεις, το Σεπτέμβριο του 1989, όταν όλα ήταν πλέον δρομολογημένα. Καθαιρέθηκαν κι αυτοί από την Κ.Ε. και η υπόθεση τους πήρε το δρόμο διαγραφής από τις ΚΟΒ τους με εξίσου συνοπτικές διαδικασίες – αν θυμάμαι καλά, τέλος Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου 1989. Έτυχε να λείπω στην Κρήτη με καλοκαιρινή «άδεια» μιας βδομάδας και δεν ήμουν παρούσα στη συνεδρίαση για την καθαίρεση τους. Ο Κοτζιάς κατάφερε με την παρέμβαση του στη συνέλευση της εργατικής κλαδικής Κομματικής Οργάνωσης Βάσης, στην οποία ανήκε, να καταψηφίσει η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της την πρόταση της Κ.Ε. για τη διαγραφή του. Έτσι έμεινε κάμποσο καιρό ακόμα μέλος του ΚΚΕ. Η δεύτερη προσπάθεια διαγραφής του έγινε αργότερα, αυτή τη φορά χωρίς να είναι ο ίδιος παρών, και εκεί η απόφαση της Κ.Ε. «πέρασε». Οι υπόλοιποι αποφασίσαμε, περισσότερο λόγω της επιμονής του Κώστα Τζιαντζή που ανησυχούσε για την κατάσταση με την ΚΝΕ, προς το παρόν να περιμένουμε.
Θαύμαζα την υπομονή του Κώστα Τζιαντζή, τον οποίο χωρίς να έχει διατυπωθεί οποτεδήποτε «επίσημη» κατηγορία, αντιμετώπιζαν ως «αρχηγό φράξιας»: Όταν εγώ μιλούσα σε συνεδρίαση της Κ.Ε., γινόταν σιωπή και άκουγαν τι είχα να πω. Από μήνες, όμως, μόλις το Προεδρείο έδινε στον Τζιαντζή τον λόγο στην Κ.Ε., δεν μπορούσε καλά-καλά ν’ ακουστεί, καθώς αυτό λειτουργούσε ως σύνθημα για λεκτικές επιθέσεις εναντίον του με φωνές από διάφορες γωνιές της αίθουσας – κυρίως, αλλά όχι μόνο από μεριάς των «ανανεωτικών». Παρακολουθούσαμε λοιπόν από κοντά τις εξελίξεις και μαζευτήκαμε αρκετές φορές εκείνο το καλοκαίρι για να δούμε πως θα πορευτούμε παραπέρα.
Την περίοδο εκείνη σε επίπεδο Πολιτικού Γραφείου, αλλά και Γραφείων Περιοχής, προεξάρχοντος του Γραφείου της Θεσσαλονίκης και, κατά δεύτερο λόγο, της Αθήνας, υπήρξε πολύ επιθετική πολιτική απέναντι στην ΚΝΕ. Θεωρούσαν, σωστά, ότι η επιρροή που είχαν οι δικές μας απόψεις ήταν μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι η επιρροή της επίσημης κομματικής γραμμής. Οπότε αν δινόταν ένα συντριπτικό «χτύπημα» στο πεδίο δράσης της ΚΝΕ, μετά θα ήταν πιο εύκολο για την κεντρική ηγετική κομματική ομάδα να «συμμαζέψει» την κατάσταση μέσα στο ΚΚΕ.
Τα γεγονότα είναι γνωστά - η απαγόρευση των προφεστιβαλικών εκδηλώσεων της ΚΝΕ το καλοκαίρι του 1989 από τις Οργανώσεις Περιοχής του Κόμματος και όσα ακολούθησαν, με το Π.Γ. να υιοθετεί αυτές τις αποφάσεις. Είναι γνωστή, επίσης, η απόφαση του Κ.Σ. της ΚΝΕ να προχωρήσει, παρ’ όλα αυτά, στην διοργάνωσή τους. Οι αποφάσεις αυτές των Γραφείων Περιοχής του ΚΚΕ έκρυβαν μια ανυπομονησία, ένα κλίμα «να τελειώνουμε επιτέλους με την ΚΝΕ», που βέβαια ο τόνος του δινόταν απ’ το ίδιο το Π.Γ. Πηγαίνοντας μάλιστα προς τον Σεπτέμβριο του ’89 θυμάμαι ότι μας είχαν συγκεντρώσει – τα μέλη της Κ.Ε. που ζούσαμε στην Αθήνα – κατά ομάδες στο Περισσό σε περιφρουρημένα δωμάτια και μας είχαν δώσει να διαβάσουμε επιτόπου «εκθέσεις» με καταγγελίες για φραξιονισμό ενάντια σε διάφορα μέλη του Γραφείου του Κ.Σ. της ΚΝΕ, που είχε αναδειχτεί από το 4ο Συνέδριο. Θυμάμαι ότι με είχαν καλέσει από μεριάς Π.Γ. να διαβάσω και να διατυπώσω γραπτά την άποψη μου ειδικότερα για καταγγελίες για φραξιονισμό ενάντια στον Πέτρο Παπακωνσταντίνου, μέλος του Γραφείου του Κ.Σ., που αφορούσαν ωστόσο την περυσινή περίοδο, όταν ακόμα ήμουν στην ΚΝΕ και δουλεύαμε μαζί για τις «Θέσεις». Κάπου στα Αρχεία του ΚΚΕ θα υπάρχει η γραπτή μου απάντηση, με την οποία απέρριπτα κατηγορηματικά κάθε τέτοια καταγγελία. Γενικά προετοιμαζόταν «κλίμα» για ένα μεγάλο «χτύπημα». Γνωστά είναι επίσης τα γεγονότα που επακολούθησαν το Σεπτέμβρη του 1989, με τις ομιλίες Γράψα και Φαράκου στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Καισαριανή και η κρίσιμη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την ΚΝΕ, που επέβαλλε το τέλος της ΚΝΕ όπως την ξέραμε από τη δικτατορία μέχρι τότε.
Η ολοήμερη συνεδρίαση της Κ.Ε. για την ΚΝΕ έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου 1989. Η πίεση που ασκήθηκε και η ένταση στην ατμόσφαιρα ήταν αφόρητη. Στον Γράψα δε μιλούσε κανένας, όπου εμφανιζόταν έκαναν όλοι ότι κοίταζαν αλλού, του φέρονταν σαν να μην υπήρχε ή σαν να ήταν λεπρός. Έκανα λοιπόν αυτό που μου υπαγόρευε η συνείδηση μου: Στα διαλείμματα πήγαινα κατευθείαν και τον εύρισκα και περνούσαμε ολόκληρο το διάλειμμα βολτάροντας δίπλα-δίπλα στους διαδρόμους διαφόρων ορόφων του κτηρίου στον Περισσό, μέχρι να επιστρέψουμε στην αίθουσα. Σ’ αυτούς τους περιπάτους μέναμε σιωπηλοί, δε λέγαμε τίποτα γιατί δε χρειαζόταν. Μόνο ένα διάλειμμα περάσαμε χωριστά, επειδή με ειδοποίησε ο Πολυχρόνης Βάης – ο δήθεν «σφαγέας» στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη, προσωπικός φίλος του Χαρίλαου - ότι με ήθελε. Πήγαμε μαζί απ’ την αίθουσα συνεδριάσεων της Κ.Ε. στο γραφείο του – είχαμε πολύ καλές σχέσεις, εκτιμούσαμε κι αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο – κι εκεί μου την «έφερε» θέτοντας μου ένα ερώτημα: Ποιος κατά τη γνώμη μου είναι πιο επικίνδυνος για το κόμμα, ο δεξιός ή ο αριστερός οπορτουνισμός; Σκέφτηκα αρκετά πριν του απαντήσω: «Ο δεξιός.» Χαμογέλασε με το πονηρό χαμογελάκι του και μου είπε: «Λάθος απάντηση. Η σωστή απάντηση είναι: “Και οι δύο.”» Δεν είπαμε τίποτα άλλο, δε χρειαζόταν, καταλαβαινόμασταν. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απάντησα στην ομιλία μου σε ένα-ένα απ’ ό,τι καταλογιζόταν στην ΚΝΕ χωρίς φυσικά αυτό να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στα γεγονότα που ακολούθησαν. Όταν ο Γράψας μετά τη γνωστή απάντησή του εγκατέλειψε το κτήριο της Κ.Ε., όπου συνεχιζόταν η συνεδρίαση και πήγε στη Φερρών, στα γραφεία της ΚΝΕ, εκεί τον περίμεναν εκατοντάδες νέοι άνθρωποι που είχαν μάθει στο μεταξύ τα νέα. Δε χρειαζόταν πια τη συντροφιά κανενός από μας. Έτσι τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α Σεπτεμβρίου 1989 η ΚΝΕ έφυγε από το ΚΚΕ και πήρε χρόνια στο ΚΚΕ για να μπορέσει να την ξανακτίσει – στο όνομα η ίδια, στην πραγματικότητα μια άλλη οργάνωση απ’ αυτή που ιδρύθηκε το 1968.
Την επαύριο της συνεδρίασης της Κ.Ε. για την ΚΝΕ, που έληξε με την αποχώρηση της ΚΝΕ από το ΚΚΕ - ή, για την ακρίβεια, της αποχώρησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της οργάνωσης και των εκλεγμένων οργάνων της και της «ανασυγκρότησης», από μεριάς του κόμματος, των υπολειμμάτων της με διορισμένο από το Πολιτικό Γραφείο Γραμματέα τον Τάκη Θεοδωρικάκο - βγήκα κατευθείαν κι έδωσα συνέντευξη στο ραδιοφωνικό σταθμό «top fm». Στη συνέντευξη ξεκαθάρισα τη δική μου θέση, δηλώνοντας για πρώτη φορά δημόσια ότι έχω σοβαρές διαφωνίες με την πολιτική του ΚΚΕ ως προς τρία κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο ήταν η θεμελιακή αντίθεσή μου στη συμμετοχή του ΚΚΕ μέσω του (ενιαίου) Συνασπισμού στην Κυβέρνηση Τζαννετάκη, το δεύτερο αφορούσε την εσωκομματική δημοκρατία και το τρίτο τις αποφάσεις και τα γεγονότα σε σχέση με την ΚΝΕ. Την ίδια μέρα ο Γιώργος Μανιάτης, μέχρι τότε Πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, στο οποίο είχε κάνει μια εξαιρετική δουλειά, συμπεριλαμβανομένων και των επεξεργασιών για τη νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, απέστειλε επιστολή παραίτησης από αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Μετά τη συνέντευξη στον top fm σταμάτησα να πηγαίνω στο Γραφείο Τύπου στον Περισσό. Η έκπληξή μου ήταν πραγματικά μεγάλη, όταν καμιά 10ριά μέρες μετά απ’ όλα αυτά, μ’ ενημέρωσαν τηλεφωνικά από τον Περισσό ότι στην επόμενη συνεδρίαση της Κ.Ε., που θα γινόταν στις 4 Οκτωβρίου, το πρώτο θέμα που θα συζητούσαν θα ήταν η καθαίρεσή μου. Ρώτησα αν μπορούσα να παραβρεθώ κατά τη συζήτηση του θέματος και μου απάντησαν ότι βεβαίως, αν αυτό ήθελα, μπορούσα να το κάνω. Και το έκανα: Η διαδικασία αυτή σήμαινε, βεβαίως, μια από τις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου. Για να μην αισθάνομαι ολομόναχη, έδωσα ραντεβού με τον Άγγελο Χάγιο έξω από τον Περισσό για να μπούμε μαζί μέσα στο κτήριο και να με συνοδέψει μέχρι το 3ο ή 4ο υπόγειο, στο οποίο βρισκόταν η αίθουσα συνεδριάσεων της Κ.Ε. Ήταν σαν να μου ανταπέδιδε κάποιος άλλος ό,τι είχα κάνει εγώ με τον Γράψα. Από τότε σκέφτομαι τον Άγγελο πάντα με ευγνωμοσύνη.
Το θέμα των καθαίρεσης μου τέθηκε πρώτο στη συνεδρίαση σε μια εντελώς «δωρική» εισήγηση κυριολεκτικά δευτερολέπτων του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ, από τον Ιούνιο, Γρηγόρη Φαράκου - για «αντικομματική συμπεριφορά», από κοινού με την καθαίρεση του Γιώργου Γράψα με την ίδια αιτιολογία και με αποδοχή της παραίτησης του Γιώργου Μανιάτη, επίσης αναπληρωματικού μέλους της Κ.Ε. από το 12ο Συνέδριο και Προέδρου του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο. Η Πρόεδρος της συνόδου ανακοίνωσε αμέσως μετά ότι προχωρούμε στην ψηφοφορία – όπως ακριβώς είχε γίνει και για τους Κάππο, Μπατίκα και Κοτζιά. Οι διαμαρτυρίες μου «από κάτω» ότι αφού δε με αφήνουν να μιλήσω, γιατί με κάλεσαν στη συνεδρίαση της Κ.Ε., καλύπτονταν από φωνές από διάφορα μέρη της αίθουσας «τα ξέρουμε!» ή «μας τα είπες! μας τα είπες!» (εννοώντας τη συνέντευξη στον top fm) και δεν είχαν οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Το Προεδρείο ξεκινούσε και πάλι τη διαδικασία της ψηφοφορίας ενώ εγώ εξακολουθούσα να διαμαρτύρομαι, όταν ζήτησε το λόγο ο Χαρίλαος. Ο οποίος ρώτησε σαν να είχε μείνει κατάπληκτος την Πρόεδρο: «Μα γιατί δεν αφήνετε τη Νάντια να μιλήσει;» Και πρότεινε να μου δώσουν χρόνο ομιλίας 3 λεπτά. Ο Χαρίλαος ήταν «φυσικός» ηγέτης, ένα κεφάλι πάνω απ’ όλους τους υπόλοιπους. Καταλάβαινε ότι αν με καθαιρούσαν παρουσία μου χωρίς να μου έχουν δώσει έστω και τυπικά το λόγο, την επομένη θα είχα καταγγείλει ότι ενώ με κάλεσαν και πήγα, δε με είχαν αφήσει να μιλήσω – και αυτό θα έκανε ζημιά στη δημόσια εικόνα του ΚΚΕ. Και ακριβώς επειδή καταλάβαινε πολύ περισσότερα απ’ όλους τους άλλους, ήξερε επίσης ότι δεν είχαν να χάσουν τίποτα αν μιλούσα: Μήπως θα επηρέαζα ή θ’ άλλαζα το αποτέλεσμα; Κι έτσι έγινε ό,τι πρότεινε ο Φλωράκης. Μίλησα για 5 λεπτά χωρίς να με διακόπτουν «από κάτω», και συνόψισα με «εσωκομματικούς όρους» τις πιο θεμελιακές διαφωνίες μου με την ακολουθούμενη πολιτική.
Όταν κάθισα, ωστόσο, πήρε το λόγο χωρίς να προβλέπεται να τον έχει ζητήσει από το Προεδρείο ένα μέλος της Κ.Ε., εκείνα τα χρόνια βουλευτής, που ανήκε στους νεότερους που συντάσσονταν από την αρχή με την «παλιά φρουρά». Ζήτησε από την Πρόεδρο να μη με αφήσουν να φύγω απ’ την αίθουσα χωρίς να μου κάνουν σωματική έρευνα και να «κατάσχουν» ό,τι σημειώσεις είχα μαζί μου, καθώς πάντα με έβλεπε να γράφω κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων, όπως έκανα και σήμερα, και άρα τώρα λύθηκε το μυστήριο που απασχολούσε όλους αυτούς τους μήνες τους πάντες: Ποιος είναι αυτός που «δίνει» στον αστικό τύπο ό,τι συζητείται στην Κ.Ε. Προφανώς είμαι εγώ, από το Γραφείο Τύπου. Δεν ήξερα πραγματικά εκείνη τη στιγμή αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω. Όλοι όσοι ήταν έστω και λίγο «μέσα στα πράγματα», όπως ήμουν κι εγώ, ήξεραν πολύ καλά και ονομαστικά ποιοι έκαναν τις καθημερινές «διαρροές» για τα εσωκομματικά του ΚΚΕ: Ήταν όντως από το Γραφείο Τύπου, τα κορυφαία στελέχη των «ανανεωτικών» και με την προφανή έγκριση του Χαρίλαου. Εγώ δεν είχα κάνει ποτέ «διαρροή» στη ζωή μου – ούτε έκανα ποτέ μέχρι σήμερα - και η πρώτη φορά που είχα μιλήσει σε αστικό ΜΜΕ χωρίς έγκριση του ΚΚΕ ήταν η συνέντευξη στον top fm. Δε ρώτησα ποτέ, τα τελευταία χρόνια που είχα την ευκαιρία, τον Αλέκο Αλαβάνο γι’ αυτό το επεισόδιο. Με τον Αλέκο, με τον οποίο δεν είχα οποιαδήποτε άλλη σχέση εκείνη την κρίσιμη περίοδο πέρα από ένα «γεια-χαρά», καθόμασταν πλάι-πλάι επί ένα χρόνο στις συνεδριάσεις της Κ.Ε. κι έβλεπε ό,τι έγραφα - όντως, συνέχεια: Ή σημειώσεις απ’ ό,τι άκουγα και μ’ ενδιέφερε πιο πολύ ή ποιήματα. Γιατί τα περισσότερα από τα ποιήματα μου, που εκδόθηκαν αργότερα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη και προέρχονται απ’ αυτή την περίοδο, γράφτηκαν στη διάρκεια συνεδριάσεων της Κ.Ε.: Καθώς δούλευα όλες τις μέρες της βδομάδας, μαζί και τα Σαββατοκύριακα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, πέρα απ’ τις ολιγοήμερες διακοπές το καλοκαίρι ήταν οι συχνές και ολοήμερες συνεδριάσεις της Κ.Ε. που μου έδιναν τη χρονική δυνατότητα ν’ αποτυπώνω στο χαρτί την ποίηση που τριγυρνούσε στο κεφάλι μου. Η Πρόεδρος έκανε ότι δεν άκουσε την πρόταση για σωματική έρευνα, προχώρησε κανονικά στην ψηφοφορία κι έτσι ολοκληρώθηκε στην Κ.Ε. του ΚΚΕ η διαδικασία των δύο καθαιρέσεων και της αποδοχής της παραίτησης από την Κ.Ε. του Γιώργου Μανιάτη.
Από τα υπόλοιπα μέλη της Κ.Ε. ο Μιχάλης Τερζίδης, βιομηχανικός εργάτης και μέλος του Κ.Σ. της δικτατορίας στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, που ζούσε μετά την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, αποχώρησε από το ΚΚΕ τον Οκτώβρη του '89. Τον επόμενο μήνα, στις 21 Νοεμβρίου 1989, μετά τις δεύτερες εκλογές και το σχηματισμό «Οικουμενικής Κυβέρνησης» με Πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα και συμμετοχή ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ενιαίου Συνασπισμού, έφυγαν και οι τελευταίοι οκτώ: Οι Κώστας Τζιαντζής, Άγγελος Χάγιος, Θανάσης Σκαμνάκης, Χρήστος Καυκιάς, Σήφης Καυκαλάς, Δημήτρης Τσουραμάνης, Γιώργος Σταματάκης και ο Δήμος - υπογράφοντας μια κοινή δήλωση. Οι ίδιοι οκτώ έδωσαν και τη μοναδική κοινή συνέντευξη Τύπου όλης αυτής της περιόδου. Μαζί τους συντάχθηκε κι ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Δημήτρης Δεσύλλας. Τις επόμενες μέρες, μαζί με εκατοντάδες μέλη και στελέχη που είχαν αποχωρήσει από τις οργανώσεις και τις επιτροπές της Κ.Ε. του ΚΚΕ όλο αυτό το διάστημα, από το καλοκαίρι μέχρι το Νοέμβρη του 1989, συγκροτήσαμε το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ), στον τίτλο του οποίου στάθηκα κατά ένα μέρος η νονά του: Σε μια συνεδρίαση στο Γραφείο του Γράψα στο κτήριο της ΚΝΕ στην Οδό Φερρών του συνόλου των μελών της Κ.Ε. που είχαν αποχωρήσει, πρότεινα να προστεθεί η λέξη «Αριστερό» στην αρχική σκέψη-πρόταση του Κώστα Τζιαντζή για «Νέο Ρεύμα». Η «θητεία» μας στο ΝΑΡ υπήρξε σύντομη: Ο Δήμος, ο Μανιάτης κι εγώ αποχωρήσαμε από το ΝΑΡ πρώτοι, κατά την Α’ Συνδιάσκεψη του, τον Φλεβάρη του 1990, αφού πήραμε το λόγο για να εξηγήσουμε τα γιατί. Η πραγματικότητα ήταν ότι ενώ μας ένωνε όλους χωρίς εξαίρεση μια εξαιρετικά ουσιαστική κοινή θέση για το τι ΔΕΝ θέλαμε να γίνει το ΚΚΕ, υπήρχαν πολλές και διαφορετικές απόψεις για τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα και την πολιτική ενός φορές μετά το ΚΚΕ. Μέχρι το καλοκαίρι του 1990 θ’ αποχωρούσαν απ’ το ΝΑΡ και όλα τα υπόλοιπα πρώην μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ που δεν ανήκαν στην «ομάδα» του Κώστα. Από τον Φλεβάρη του 1990 και πέρα παραμείναμε - για περισσότερο από μιάμιση δεκαετία εγώ, καθώς έγινα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ το 2007 - «ανένταχτοι» στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Για τον Δήμο και μένα η αποχώρηση μας από το ΚΚΕ σήμανε το τέλος μιας εποχής, της καλύτερης εποχής της ζωής μας - όχι μόνο επειδή ήταν τα νιάτα μας, αλλά πριν από όλα επειδή είχαμε την καθημερινή αίσθηση ότι η ζωή μας είχε νόημα, περιεχόμενο κι αξία.
Ο Δήμος ανήκε στην μικρή ομάδα ανθρώπων προερχόμενων από διαφορετικά ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς που συγκρότησαν το Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς το 1999 μετά τις κινητοποιήσεις ενάντια στον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (στις πρώτες συναντήσεις της οποίας συμμετείχε και το ΚΚΕ με τον Λέοντα Αυδή, τον οποίο γρήγορα απέσυρε), μέσω του οποίου συγκροτήθηκε το 2004 ο ΣΥΡΙΖΑ, και ήταν μέλος σε όλες τις Πολιτικές Γραμματείες του μέχρι τη μετατροπή του, το καλοκαίρι του 2013, σε ενιαίο κόμμα.
Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή Κυριακή βράδυ, στις 2 Νοεμβρίου 2014. Μέσα στα 2-3 τελευταία 24ωρα της ζωής του – τις αμέσως προηγούμενες μέρες ήμουνα στα τουρκικά σύνορα με το Κομπάνι, όπου οι Κούρδοι του YPG πολεμούσαν σε οδομαχίες με τον ISIS – τις λίγες ώρες που βρεθήκαμε μαζί τον είχε πιάσει για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του μια μανία να μου δίνει οδηγίες για το μέλλον πρακτικά για τα πάντα (ίσως δεν αισθανόταν καλά και δεν ήθελε να μου το πει). Ανάμεσα σε όλα όσα μου είπε, που τα θυμάμαι ξεκάθαρα ακριβώς λόγω του θανάτου του, ήταν αυτολεξεί η φράση: «Να θυμάσαι πάντα ότι το κόμμα σου δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα σου ήταν το ΚΚΕ» (ήμουν τότε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνη για την Εξωτερική Πολιτική από μεριάς της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του και πηγαίναμε ολοταχώς για κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας-χειραφέτησης από το μνημονιακό ζυγό και την «επιτήρηση» των δανειστών).
Το καλοκαίρι του 2015 σκεφτόμουνα συνέχεια τα λόγια του. Είχε δίκιο και στις δυο διαπιστώσεις - και, βεβαίως, επίσης στο δεύτερο κατηγορηματικό «ήταν» όσον αφορά το ΚΚΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου