Μάιος του 1936. Πρωθυπουργός της Ελλάδας είναι ο Ιωάννης Μεταξάς που είχε πάρει τη θέση του αποβιώσαντος Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Το καθεστώς του, δείχνει το απολυταρχικό πρόσωπο του στην πορεία που πραγματοποιείται από τους καπνεργάτες οι οποίοι ζητούν την επαναφορά των μισθών τους και την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης, κλιμακώνοντας τον αγώνα τους.
Οι αρχές απαγορεύουν στους εργάτες να πλησιάσουν το κτίριο διοίκησης της πόλης και ξεσπούν επεισόδια με την αστυνομία να προχωρά σε βίαιη καταστολή.
Η αστυνομία για να διαλύσει τους διαδηλωτές, αρχίζει να πυροβολεί αδιακρίτως. Πολλοί πέφτουν νεκροί, άλλοι τραυματίζονται, άλλοι συλλαμβάνονται. Ανάμεσα στους νεκρούς είναι ο 25χρονος Τάσος Τούσης, αυτοκινητιστής που βρέθηκε στον δρόμο για να συμπαρασταθεί στους καπνεργάτες.
Την επόμενη ημέρα, 10η Μαΐου του '36, ο Ριζοσπάστης κυκλοφορεί με εξώφυλλο του τη φωτογραφία της μάνας του Τούση να θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιου της.
Ο Γιάννης Ρίτσος, βλέπει το συγκλονιστικό καρέ και εμπνέεται για να γράψει ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα που έχουν δημιουργηθεί ποτέ, τον "Επιτάφιο". Ο Ρίτσος μέσα σε τρεις μόλις ημέρες ολοκληρώνει τα αποσπάσματα του σπαρακτικού έργου του.
Όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης για τα γεγονότα της εποχής: "Πρωτομαγιά του '36. Η εργατιά της Θεσσαλονίκης κλιμακώνει τους απεργιακούς αγώνες, που ξεκίνησαν το Μάρτη. Οι καπνεργάτες κάνουν απεργία πείνας. Συμπαραστεκόμενοι στους καπνεργάτες, απεργούν και πολλοί άλλοι κλάδοι. Εργατοϋπάλληλοι, υφαντουργοί, τσαγκαράδες, αυτοκινητιστές, χαρτεργάτες, τυπογράφοι και άλλοι. Καθημερινά, τις πρώτες ημέρες του Μάη, οι δρόμοι πλημμυρίζουν εργατιά. Στις 8 του Μάη η Χωροφυλακή στήνει παντού πολυβολεία. Και στις 9 του Μάη (Σάββατο ήταν) η Χωροφυλακή χτυπά τον άοπλο λαό. Πρώτος νεκρός ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Σύντροφοί του, ξηλώνουν μια πόρτα και μεταφέρουν πάνω της το νεκρό κορμί του. Ένα τανκ τους σταματά. Νεκροί άλλοι οχτώ εργάτες και μια εργάτρια. Εκατοντάδες οι τραυματίες. Η μάνα του Τάσου Τούση, μέσα στο χαλασμό, ψάχνει τις εργάτριες κόρες της. Ξάφνου, μπρος της, ο σκοτωμένος γιος της. Σωριάζεται. Σπαράζει. Θρηνεί το γλυκύ της έαρ, το γλυκύτατό της τέκνο. Ένας φωτογράφος αποτυπώνει την εικόνα".
Ο "Επιτάφιος" κυκλοφόρησε στις 9 Ιουνίου του 1936 και έγινε ένα σύμβολο αντίστασης, πουλώντας 10.000 αντίτυπα μέσα σε λίγες ημέρες, κάτι που αποτέλεσε αριθμό ρεκόρ για την εποχή.
Σε 14 σελίδες, διαστάσεων 23,5x16 εκατοστά, περιλήφθηκαν με λατινική αρίθμηση I-XΙV, τα δεκατέσσερα άσματα που έγραψε και ολοκλήρωσε ο Γ. Ρίτσος στο διάστημα 10-12 του Μάη.
Η δεύτερη έκδοση του με ακόμη έξι ματαιώθηκε με την επίσημη επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά την 4η Αυγούστου. Το έργο λογοκρίθηκε και κατασχέθηκαν τα τελευταία 250 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του "Επιταφίου" από το "Λαϊκό Βιβλιοπωλείο" και κάηκαν δημόσια. Μαζί, κάηκαν βιβλία του Μαρξ, του Μαξίμ Γκόρκι, του Ανατόλ Φρανς.
Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936 (μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960).
Σήμερα, εν έτει 2017, η διαχρονικότητα του "Επιταφίου" του Ρίτσου είναι αδιαμφισβήτητη μιας και ο σκοταδισμός υπάρχει ακόμα (και θα υπάρχει) στην ελληνική κοινωνία.
Η κόρη του Γιάννη Ρίτσου, Έρη, συμπαρίσταται στη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου Παύλου, ενθυμούμενη τον σπαραγμό της μάνας του Τάσου Τούση.
""Πού είναι ο Παύλος σου τώρα;" λέει το απόβρασμα στη μάνα του Φύσσα. Και ο δήμαρχος Πάτρας, ο Πελετίδης, σέρνεται σε δίκη επειδή έκανε πράξη το "χτυπάτε τους φασίστες σε κάθε γειτονιά". Αποθρασύνονται οι υπάνθρωποι; Ναι. Και ποιός φταίει γι' αυτό; Ρωτάω.....", έγραψε αρχικά στη σελίδα της στο Facebook η συγγραφέας Έρη Ρίτσου, και στη συνέχεια αφιέρωσε τους στίχους του εικοστού ποιήματος του "Επιταφίου" (της δεύτερης έκδοσης), στη Μάγδα Φύσσα.
Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.
Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.
Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους
Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.
Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.
Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.
Η Έρη Ρίτσου γεννήθηκε το 1955 στο Bαθύ και μεγάλωσε στο Kαρλόβασι της Σάμου. Είναι κόρη της γιατρού Γαρυφαλλιώς Γεωργιάδου-Pίτσου και του ποιητή Γιάννη Pίτσου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και εργάστηκε στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδας. Συνταξιούχος πια, μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Σάμο και στην Αθήνα. Έχει μια κόρη, τη Λητώ, και πολλούς καλούς φίλους.
Βιβλία της για μεγάλους: Γιατρός επαρχίας, Κέδρος, 2004, Μυστικά και αποκαλύψεις, Κέδρος, 2006, Ο νεκρός δολοφονήθηκε, Κέδρος, 2016.
Βιβλία της για παιδιά: Οι τρεις βασιλοπούλες, Κέδρος, 2001, Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία, Κέδρος, 2002, Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της, Κέδρος, 2010, Η μαύρη πεταλούδα, Κέδρος, 2015, Μπαλού, Γκαλού, Νταλού: τρεις φίλοι παχουλοί που αλλάξανε βιολί, Κέδρος 2016.
http://news247.gr/eidiseis/koinonia/h-sygklonistikh-apanthsh-ths-erhs-ritsoy-gia-thn-epithesh-sth-magda-fussa.4530673.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου