(Κυρ. 30/03/14 - 15:20)
Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΟΥΔΑ*
Αφορμή για τις παρακάτω σκέψεις αποτέλεσε πρόσφατο άρθρο της ΚΟΜΕΠ(το οποίο δημοσιεύτηκε και στον Ριζοσπάστη την Κυριακή 23/3 με τίτλο: “Το Σχέδιο Β: αστική εναλλακτική λύση”) στο οποίο γίνεται κριτική στο Σχέδιο Β και τις θέσεις του.
Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι ο διάλογος και η αντιπαράθεση μεταξύ των αριστερών δυνάμεων, ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων των αριστερών δυνάμεων που τοποθετούνται/κινούνταισε τροχιά ρήξης και όχι ενσωμάτωσης στο σύστημα, είναι όρος αναγκαίος για τη συνάντηση, τη συμπόρευση και τη μετωπική τους σύμπραξη. Μετωπική σύμπραξη που είναι απαραίτητη όσο ποτέ για να ανασάνει ο τόπος και ο κόσμος από τη μέγγενη των ευρω-αφεντικών.
Φυσικά, θα ήταν πιο χρήσιμο και πιο εποικοδομητικό, η κριτική και ο διάλογος να γινόταν σε πιο “συντροφικό” κλίμα και με ζητούμενο μια συνεργασία – καταλύτη για την αλλαγή των συσχετισμών σε πολιτικό επίπεδο, το τσάκισμα των αστικών – μνημονιακών – ευρωπαϊστικών δυνάμεων και την ανάδυση ενός μετώπου διεξόδου της χώρας και της κοινωνίας από τη διάλυση των τελευταίων ετών, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Είναι προφανές ότι απέχουμε από μια τέτοια κατάσταση, από μια τέτοια συνειδητοποίηση και από ένα τέτοιο συντροφικό κλίμα.
Την ίδια στιγμή είναι αναμφίβολα θετικό το γεγονός ότι έστω και με τη μορφή της “πολεμικής” οι δύο χώροι (ΚΚΕ και Σχέδιο Β) συνομιλούν. Αυτό σημαίνει σε πρώτη φάση αναγνώριση του Σχεδίου Β από το ΚΚΕ ως σημαντικό πολιτικό παράγοντα, όχι τόσο λόγω μεγέθους και εμβέλειας, όσο κυρίως λόγω λαϊκού και μαζικού πολιτικού λόγου, μεταβατικού πολιτικού προγράμματος ρήξης που διατυπώνει, δυνατότητας για έκφραση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων που φαίνεται να παρουσιάζει.
Ιδιαίτερη αξία θα είχε σήμερα η αμοιβαία αναγνώριση, η ανοιχτή και ειλικρινής δημόσια συζήτηση, το πλησίασμα, του συνόλου της αντι-συστημικής αριστεράς, το ξεκίνημα μιας διαδικασίας μετωπικής σύμπραξης, συγκρότησης ενός μαχητικού πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ, το οποίο αφενός θα είχε τη “φιλοδοξία” και τη θέληση για την “ανάληψη ευθύνης” του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου θα είχε αντι-ευρωπαϊκή και αντι-συστημική συγκρότηση, αντίληψη και γραμμή. Θα συγκέντρωνε δυνάμεις σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα άμεσης διεξόδου από την κρίση, ερχόμενο σε σειρά ρήξεων και ανατροπών που θα απαιτηθούν σε κάθε του βήμα. Θα είχε σαν ορίζοντά του τη σοσιαλιστική προοπτική.
Παρά το καταρχήν θετικό γεγονός της έστω και “προβληματικής” συζήτησης, το άρθρο της ΚΟΜΕΠ έχει αρκετές ανακρίβειες. Πρώτα από όλα, προκύπτει ένα μεθοδολογικό-δεοντολογικό ζήτημα. Η “αναλυτική έκδοση του 2013” στην οποία παρουσιάζεται το “Σχέδιο Β” κατά την ΚΟΜΕΠ, αποτελεί συλλογή αρθρογραφίας, ιδιαίτερα σημαντικής στη διαδικασία συγκρότησης ενός μεταβατικού προγράμματος, με υλικό που μπορεί να φωτίσει σημαντικές πλευρές, να θέσει ή να συμβάλλει στην απάντηση μιας σειράς κομβικών ζητημάτων. Δεν αποτελεί όμως το “πρόγραμμα”, όπως λανθασμένα αναφέρει η ΚΟΜΕΠ. Η συγκρότηση μεταβατικού προγράμματος διεξόδου από την κρίση αφορά όλη την κοινωνία, αφορά επιστημονικό προσωπικό, αφορά πρώτα και κύρια όλη την αριστερά που αντιλαμβάνεται την ανάγκη για τη διατύπωση και την πάλη ενός τέτοιου προγράμματος.
Φυσικά το Σχέδιο Β κάνει – και θα κάνει – ό,τι είναι δυνατόν για να συνεισφέρει τα μέγιστα στο καθήκον αυτό, χωρίς τη λογική της ανάθεσης σε ανύπαρκτα υποκείμενα, συνεργασίες και φορείς. Θα τραβήξει μπροστά. Την ίδια στιγμή όμως θα σταθεί με σεμνότητα απέναντι στην πραγματικότητα, δε θα βαφτίσει εαυτόν μέτωπο διεξόδου, θα επιμείνει στο κάλεσμα και των υπόλοιπων δυνάμεων και συντρόφων των οποίων η συνεισφορά είναι αναντικατάστατη για την υπόθεσή αυτή.
Πιο δόκιμη θα ήταν η αναφορά και η κριτική στις αποφάσεις της Ιδρυτικής Πανελλαδικής Σύσκεψης του Σχεδίου Β΄, τον Μάιο του 2013. Οι οποίες μπορεί να μην είναι λεπτομερές πρόγραμμα, αποτελούν όμως κομβικές κατευθυντήριες γραμμές για το Σχέδιο Β΄ και ως εκ τούτου το Σχέδιο Β μπορεί να κριθεί θετικά ή αρνητικά για αυτές.
Σύμφωνα με την ΚΟΜΕΠ “Βασικοί άξονες του Σχεδίου Β΄ είναι η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, η κατάργηση του μνημονίου, η παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους και η νέα διαπραγμάτευσή του, ο δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, η εθνικοποίηση των τραπεζών και ο δημόσιος έλεγχος επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας”.
Ανακρίβεια πρώτη: το Σχέδιο Β δεν έχει ως κατευθυντήρια θέση την “παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους και τη νέα διαπραγμάτευσή του”, αλλά (αντιγράφω από τις αποφάσεις του Σχεδίου Β) “άμεση παύση πληρωμών προς τους ξένους δανειστές – μη αναγνώριση του χρέους, διαγραφή του μέρους που δεν ανήκει σε ασφαλιστικά ταμεία, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία και μικροομολογιούχους”. Φυσικά η θέση που αναφέρει η ΚΟΜΕΠ διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα με τη θέση του Σχεδίου Β.
Ανακρίβεια δεύτερη: Ξεχνιέται από την ΚΟΜΕΠ η ρητή αναφορά του Σχεδίου Β στις προϋποθέσεις και τις ρήξεις που θα απαιτήσει η υπηρέτηση των βασικών του πολιτικών αξόνων: “Οι αλλαγές αυτές θα μας φέρουν σε σύγκρουση με την Ε.Ε που είναι ένα ιμπεριαλιστικό σύστημα οικονομικής ολοκλήρωσης και φορτώνει την κρίση στους εργαζόμενους... Είναι προφανές ότι μια τέτοια πολιτική έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την ΕΕ – και με ό,τι αυτό συνεπάγεται – με πραγματικούς όρους κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης και με τον ευνοϊκότερο κατά το δυνατόν συσχετισμό δυνάμεων”.
Η ΚΟΜΕΠ συνεχίζει: “Η σημασία να ξανααποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν' αναδειχτεί σε «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων». Μάλιστα, ο στόχος συνοδεύεται με τη διευκρίνιση για το διαχωρισμό των επενδύσεων σε «ληστρικές, αποικιακές» και σε «αμοιβαία επωφελείς» Ο διαχωρισμός θέτει ως κριτήριο τον «πλήρη σεβασμό του ελληνικού κράτους». Θυμίζει τον κάλπικο διαχωρισμό του ΣΥΡΙΖΑ για τους επιχειρηματίες σε υγιείς και πειρατές, με κριτήριο το σεβασμό της ελληνικής νομοθεσίας. ”.
Ανακρίβεια πρώτη: Η σημασία του εθνικού νομίσματος είναι:
α. Πολιτική πράξη ρήξης με τον πιο σπουδαίο μηχανισμό της ΕΕ
β. Ανάκτηση μοχλών οικονομικής και νομισματικής πολιτικής (βασικό για μια χώρα υποτελή στον ιμπεριαλισμό, αλλά το ΚΚΕ δε συμμερίζεται αυτή την εκτίμηση), μοχλό οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας
γ. Η Ευρωζώνη ενσωματώνει, αναπαράγει και πολλαπλασιάζει την οικονομική ανισότητα των χωρών της ΕΕ. Όποιος μένει πίσω θα συμμορφώνεται με το βούρδουλα. Ή στοίχιση με τη γερμανική πολιτική, ή μέτρα. Η Ευρωζώνη δεν είναι ένα νόμισμα. Είναι κυρία ΕΕ και ύστερα νόμισμα. Ευρωζώνη σημαίνει και μηχανή χρέους.
δ. Δεν είναι τυχαίο που η πιο οξεία κρίση πλήττει χώρες του Ευρώ.
ε. Εθνικό νόμισμα και κάποια υποτίμηση θα σήμαινε καταρχήν προστασία της εσωτερικής αγοράς, εν συνεχεία πιθανή τόνωση των εξαγωγών. Θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να σημαίνει και αφετηρία ανάσχεσης της ύφεσης (αρκετοί αριστεροί οικονομολόγοι επιχειρηματολογούν πάνω στο σημείο αυτό). Τέτοιες πλευρές, παρόλο που αφορούν σε καπιταλιστικές λειτουργίες, έχουν νόημα σε χώρες βαθιά εξαρτημένες ιστορικά και με τέτοιο σύγχρονο ρυθμό αποικιοποίησης, όπως η Ελλάδα.
Ανακρίβεια δεύτερη: ο “πλήρης σεβασμός του ελληνικού κράτους” είναι εφεύρεση της ΚΟΜΕΠ. Και φυσικά η φράση «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων» δεν υπάρχει σε κάποιο πολιτικό κείμενο – απόφαση του Σχεδίου Β. Κάποιες φορές είναι βολικές οι μηδενιστικές λογικές. “Έλα μωρέ, τι είναι το Σχέδιο Β, κάτι σαν μικρός ΣΥΡΙΖΑ”. Και με τον αφορισμό αυτό ξεμπερδεύουμε. Οπότε και η συζήτηση για μέτωπα – συμμαχίες δεν έχει νόημα, αφού όλοι με σαφή ή καλυμμένο τρόπο κινούνται στη ρότα ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Από εκεί και έπειτα, για μια μεταβατική εξουσία – ένα μεταβατικό πρόγραμμα, που θα υπάρξει μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα – αποτελώντας ταυτόχρονα την άρνησή του και προπομπό μια νέα, σοσιαλιστική κοινωνία, φυσικά και έχει σημασία να συνυπολογιστεί και το ζήτημα των επενδύσεων, αν κάποιες επενδύσεις είναι καθαρά αποικιοκρατικές – ληστρικές ή είναι δυνατό να υπάρξουν κάποιες πιο “αξιοπρεπείς” επενδύσεις. Αυτή όμως είναι ούτως ή άλλως μια όχι πρωτεύουσα πλευρά, αφορά μια πρακτική διευθέτηση ζητημάτων που θα τεθούν αντικειμενικά. Δεν αποτελεί κατεύθυνση – στόχο. Το κύριο είναι να μη σχεδιάζεις στη βάση των επενδύσεων ξένων κεφαλαίων, αλλά στέκοντας στα πόδια σου, ορίζοντας εσύ τη μοίρα σου. Το ζήτημα αυτό αποτελεί τεχνική λεπτομέρεια, με περιορισμένο χρόνο εφαρμογής, καθώς μια “επιτυχής” πορεία πολιτικής υλοποίησης του “Σχεδίου Β” θα θέσει σύντομα ζήτημα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, όντας ασύμβατο με την καπιταλιστική λειτουργία στην εποχή της κρίσης.
[Δογματικές και γραμμικές αναγνώσεις θα έλεγαν πως το πρόγραμμα του Σχεδίου Β θα μπορούσε να αποτελεί μια αστική εναλλακτική λύση. Θεωρητικά θα μπορούσε να εφαρμοστεί από το σύστημα, να εκφράζει μερίδες της αστικής τάξης – ντόπιας και διεθνούς. Αν αφαιρεθεί ο χρόνος, η συγκυρία, η γενική κρίση του συστήματος, θα μπορούσε να στέκει ένας τέτοιος ισχυρισμός. Αν γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, εντοπίζοντας τη συζήτηση σε χώρο – χρόνο – συνθήκες, διαπιστώνουμε πως σήμερα μόνο αντι-συστημική λύση μπορεί να αποτελέσει].
Είναι δηλαδή τουλάχιστον διαστρέβλωση των θέσεων του Σχεδίου Β η διατύπωση της ΚΟΜΕΠ: “Η σημασία να ξανααποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν' αναδειχτεί σε «ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων»”.
¨Η ΚΟΜΕΠ συνεχίζει: “Παράλληλα, οι αναπτυξιακές δυνατότητες του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος θεμελιώνονται με τα διεθνή καπιταλιστικά παραδείγματα της πολιτικής των ΗΠΑ στην κρίση του '29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000, της νομισματικής πολιτικής της σημερινής Κίνας, καθώς και με την υποτίμηση Μαρκεζίνη της δεκαετίας του '50, με τη διευκρίνιση ότι στην τελευταία περίπτωση η ανάπτυξη ήταν προς όφελος των ισχυρών”.
Εδώ επιχειρείται μια αντιστροφή ιδιαίτερα παραπλανητική: η επιχειρηματολογία της αποχώρησης από τη ζώνη του Ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος δεν ξεκινάει από τα παραπάνω διεθνή παραδείγματα. Ενισχύεται διαβάζοντας τα από την ανάποδη: με καπιταλιστικούς όρους, καμία χώρα βουτηγμένη σε τέτοια οικονομική κρίση, δε μπόρεσε να βγει με σκληρό νόμισμα. Δηλαδή για τους θιασώτες του συστήματος, οι οποίοι θεωρούν πως όπως “στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”, έτσι και “στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν αδιέξοδα”, αποτελεί λογική και πολιτική χρεοκοπία η επιμονή στο μονόδρομο του Ευρώ. Κύριοι, θεωρείτε πως η χώρα μπορεί να βγει από την κρίση στα πλαίσια του συστήματος; Εμείς υποστηρίζουμε πως με βάση τα δικά σας εργαλεία και τη δική σας “πολιτική οικονομία”, είστε πολιτικοί απατεώνες. Μέσα στη φυλακή του Ευρώ, μόνο να βαθύνει μπορεί η κρίση για τη χώρα και το λαό.
Τα παραπάνω προφανώς δε μεταφράζονται στη θέση ότι το όραμα και ο στόχος για μας είναι «η πολιτική των ΗΠΑ στην κρίση του '29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000», η πολύ περισσότερο η σημερινή Κίνα, καθώς και η υποτίμηση Μαρκεζίνη της δεκαετίας του '50!!! Καταρχήν γιατί η κρίση αυτή δεν είναι “μια από τα ίδια” με τις κρίσεις που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Κατά δεύτερον, αν και η αριστερά πρέπει να μελετάει όλες τις πλευρές ακόμα κι αν προέρχονται από τον αντίπαλο, γιατί η υποτίμηση του νομίσματος αποτέλεσε όρο αναγκαίο αλλά όχι και ικανό για την “ανάκαμψη” σε σειρά από χώρες. Τρίτον, γιατί ένα πρόγραμμα ρήξεων όπως αυτό που διαμορφώνει το Σχέδιο Β, δεν προοιωνίζεται μια γραμμική και ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Θα ανοίξει το δρόμο, θα απαιτήσει και θα προετοιμάσει νέες ρήξεις και ανατροπές. Δεν αποτελεί μια στατική συνταγή διεξόδου από την κρίση. Τέταρτον, γιατί δεν οριζόμαστε στη βάση του σημερινού συστήματος οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, αλλά ορίζοντάς μας είναι ο σοσιαλισμός.
Στη συνέχεια. Επειδή η ΚΟΜΕΠ βιάζεται να προχωρήσει στην εξαγωγή των από τα πριν καταληγμένων συμπερασμάτων, δεν επιλέγει να χαιρετίσει τη φράση του Αλέκου Αλαβάνου «Έχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις» σχετικά με την ΕΕ, σαν πριν από όλα φράση που συνοψίζει την καθαρή αντίθεση στην ΕΕ, ως και το σημείο της αποχώρησης από αυτήν. Παράξενο για μια πολιτική δύναμη που σταθερά και για δεκαετίες έχει σημαία της την αντίθεση ως και αποδέσμευση από την ΕΕ. Θα περίμενε κανείς να χαιρετίσει την υιοθέτηση των θέσεών της από νέες δυνάμεις της αριστεράς. Αντίθετα νιώθει άβολα, οχυρώνεται πίσω από το «ολίσθημα» της πιθανής επιδίωξης “συναινετικού διαζυγίου”, βλέποντας το συναινετικό και αγνοώντας το διαζύγιο.
Το Σχέδιο Β για την ΚΟΜΕΠ δηλώνει ως τακτική του “τη συγκάλυψη του ριζοσπαστικού, επαναστατικού χαρακτήρα του προγράμματός του, τάχα για να διευκολυνθεί η προπαγανδιστική απήχησή του”. Ώστε η ΚΟΜΕΠ, μετά από δεκαετίες και αιώνες αγώνων, πολιτικής, αριστεράς, μετώπων και κομμουνιστικού κινήματος, γνωρίζει απλά την εξής πολιτική διαδικασία: διατυπώνω το πρόγραμμά μου και όσοι πιστοί προσέλθετε! Δεν υπάρχει λοιπόν ούτε πολιτική, ούτε διάκριση στρατηγικής με τακτική, ούτε αδύναμος κρίκος στον αντίπαλο, ούτε προσωρινές πολιτικές συμμαχίες, ούτε μέγιστη – πλατιά συγκέντρωση δυνάμεων για να δοθεί ένα ισχυρό χτύπημα στον εχθρό, ούτε μεταβατικά προγράμματα, ούτε μεταβατικές πολιτικές εξουσίες, ούτε πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα. Άραγε υπάρχει στην αντίληψη της ΚΟΜΕΠ και του ΚΚΕ διάκριση μεταξύ των εννοιών κόμμα και μέτωπο; Αν ναι, ποια είναι αυτή; Πως γίνεται συγκεκριμένη και πρακτική στις σημερινές συνθήκες; Γιατί αν ότι δεν ταυτίζεται με το πρόγραμμα του κόμματος είναι “συγκάλυψη για προπαγανδιστική απήχηση”, τότε μόνο το επίπεδο Κόμμα έχει νόημα, ενώ τα μέτωπα είναι κενό γράμμα. Το ΕΑΜ που δεν είχε το πρόγραμμα του ΚΚΕ στη δεκαετία του ΄40, δεν πάλευε για σοσιαλισμό, αλλά για εθνική ανεξαρτησία – λαϊκή κυριαρχία, μήπως και αυτό έκανε “συγκάλυψη του ριζοσπαστικού, επαναστατικού χαρακτήρα του προγράμματός του, τάχα για να διευκολυνθεί η προπαγανδιστική απήχησή του”;
Παρακάτω. “Ακόμα και αν υλοποιηθεί το Σχέδιο Β΄, σκοπός και κίνητρο της παραγωγής θα παραμείνει το κεφάλαιο και το κέρδος του, επομένως και οι διαμορφωμένες σχέσεις στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές (κι αυτής του χρήματος), ενώ ο δρόμος για να εκδηλωθούν νέες περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης θα παραμείνει ανοιχτός και σίγουρος”. Σωστά. Το Σχέδιο Β αν υλοποιηθεί δε θα είναι Σοσιαλισμός. Αλλά θα ανοίξει την πόρτα στο σοσιαλισμό, θα τον κάνει αναγκαίο, θα τον θέσει στην ημερήσια διάταξη, θα τον κάνει ρεαλιστική επιλογή.
“ Πέρα από τις όποιες φραστικές διακηρύξεις, η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής και συχνά απόλυτης εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους”. Δεν υποστηρίζουμε την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Η ρήξη με τις πολιτικές της κρίσης, καθώς βρίσκονται στον αντίποδα της στρατηγικής – μονοδρόμου το κεφαλαίου, πρακτικά αρνείται το κεφάλαιο και την αναπαραγωγή του, είναι αντι – καπιταλιστική. Δεν μπορεί να μακροημερεύσει εντός του καπιταλισμού, δε μπορεί να σταθεροποιήσει ή να γιατρέψει τον καπιταλισμό. Δε μπορεί να φέρει “καπιταλιστική ανάπτυξη”. Μπορεί αρνούμενη τους μονοδρόμους του, να αρνηθεί τη σημερινή ηγεμονική του έκφραση, το νεοφιλελευθερισμό, να οξύνει στο έπακρο την κρίση του, να στρατεύσει πλατιές μάζες στον αγώνα για την ανατροπή του.
Προσπερνώντας σειρά παρόμοιων ανακριβειών και τραβηγμένων από τα μαλλιά συμπερασμάτων, θα αναφερθούμε στο “ζήτημα εξουσίας” που βάζει η ΚΟΜΕΠ. Η παρατήρηση είναι σωστή. Κάθε πολιτικός φορέας, κάθε κόμμα ή μέτωπο, που αναφέρεται στην αριστερά, αν σέβεται τον εαυτό του και φιλοδοξεί να σφραγίσουν οι θέσεις και η πολιτική του τις εξελίξεις, θα πρέπει να αναμετριέται καθημερινά με τα πρακτικά εμπόδια που ορθόνωνται μπροστά του. Η παλιά, η υπάρχουσα, η αστική εξουσία δε θα επιτρέψει, ειδικά στο σημερινό περιβάλλον της κρίσης, καμία υποχώρηση από τα δόγματά της. Αν χτες μπορούσε να υποχρεωθεί έστω σε μικρο-παραχωρήσεις, σήμερα είναι πιο πιθανό να ρισκάρει την κυριαρχία της, παρά να κάνει έστω και ένα βήμα πίσω. Έχει επιλεχθεί η “σκληρή γραμμή”, από τις δυνάμεις του συστήματος, στη χώρα, την Ευρώπη και διεθνώς.
Για του λόγου το αληθές, μια σειρά κυβερνήσεις κρίθηκαν αναλώσιμες τα τελευταία χρόνια, στο βωμό της αταλάντευτης τήρησης των μνημονίων. Φυσικά η χρεοκοπία μιας αστικής κυβέρνησης δε σημαίνει και κατάρρευση της αστικής εξουσίας, η οποία είναι πιο βαθιά, με ρίζες, μηχανισμούς, στέρεα πολιτικά δόγματα (π.χ. Ευρωπαϊσμός ) να την υποστηρίζουν. Όμως, στο σημερινό περιβάλλον, που η οικονομική κρίση συνεπάγεται και σοβαρή πολιτική κρίση, το “κάψιμο” μιας αστικής κυβερνητικής εναλλακτικής δεν είναι χωρίς σημασία. Η διάλυση του ΠΑΣΟΚ που έβγαλε μεγάλη βρωμοδουλειά για δεκαετίες, αποτέλεσε πρώτης τάξεως πλήγμα για την αστική εξουσία. Έχει και άλλες εφεδρείες, πράγματι. Μόνο που οι εφεδρείες ολοένα και εξαντλούνται, ολοένα και γίνονται πιο αναιμικές και της “μιας χρήσης”. Ίσως ο Θεοδωράκης και το Ποτάμι συσπειρώσει κάποιες δυνάμεις σε συστημική κατεύθυνση. Δεν είναι όμως και ούτε πρόκειται να γίνει ΠΑΣΟΚ (του 40%, όχι του 3%).
Αβίαστο συμπέρασμα που απορρέει από εδώ είναι η ανάγκη να οξύνουμε στο έπακρο την κρίση τους. Συνεπώς, ένα ρωμαλέο κίνημα που μεταξύ άλλων θα απαιτούσε και θα επέβαλλε την πτώση της κυβέρνησης (άλλο πράγμα η ομαλή κυβερνητική εναλλαγή και άλλο το κινηματικό γκρεμοτσάκισμα μιας αστικής κυβέρνησης) θα πρόσφερε τις καλύτερες υπηρεσίες στην αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Ως τώρα είδαμε φθορά αστικών κυβερνήσεων από ένα μαζικό ρεύμα αγανάκτησης και τιμωρίας του λαού. Δεν είδαμε κυβέρνηση να πέφτει από το λαό, το κίνημα, την αριστερά.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα της “εξουσίας” (άλλο μια κυβέρνηση, άλλο μια εξουσία). Είναι πέρα για πέρα σωστό πως η όποια φθορά ή κυβερνητική ή πολιτική κρίση, για να μη μείνει μετέωρη είναι αναγκαίο να πλαισιωθεί – ολοκληρωθεί από συστημική κρίση εξουσίας και από οικοδόμηση και ανάδειξη μιας άλλης εξουσίας που θα διαδεχθεί την χρεοκοπημένη αστική εξουσία. Έχει πέρα για πέρα δίκιο η ΚΟΜΕΠ και το ΚΚΕ πως όποιος αδιαφορεί για το καθήκον αυτό, στην ουσία δρομολογεί το χύσιμο της καρδάρας με το γάλα, τη σπατάληση μιας ευκαιρίας για το λαό, τον αποπροσανατολισμό του, την αποτυχία της όποιας προσπάθειας διεξόδου από την κρίση, θα προετοιμάσει κάποια άλλη αστική εφεδρεία, θα φέρει απογοήτευση. Οριακά ότι παίζει το παιχνίδι του αντιπάλου (εκούσια ή ακούσια, μικρή σημασία έχει).
Ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της νέας εξουσίας; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να τοποθετηθούμε γύρω από τα ερωτήματα: “ποιος πλήττεται – διαλύεται από την κρίση”, ποιος έχει συμφέρον αντικειμενικά να στηρίξει μια νέα – όχι αστική – εξουσία, ποια κοινωνικά στρώματα και ποιες κοινωνικές τάξεις μπορούν να συμμαχήσουν υπέρ ενός μεταβατικού προγράμματος διεξόδου της χώρας από την κρίση; Σίγουρα όχι η αστική τάξη, σίγουρα όχι οι ξένοι πάτρωνές της.
Δίπλα όμως στην εργατική τάξη, είναι δυνατό να αναδυθούν μια σειρά σύμμαχοι, κοινωνικά στοιχεία που ασφυκτιούν από την κρίση, από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, από το ευρώ και τη ΕΕ, από τον ιμπεριαλισμό. Ο στρατός από μικρο – επιχειρηματίες που κλείνουν τα μαγαζιά τους και τις βιοτεχνίες τους, είναι εν δυνάμει σύμμαχοι της εργατικής τάξης ή θα εκφραστούν πολιτικά από τις τροϊκανές πολιτικές; Οι δημόσιοι υπάλληλοι που μπαίνουν στο χορό τον απολύσεων – πρόσφατα έσπασε το “άβατο” με τους απολυμένους καθηγητές – θα μπορούσαν να εκφραστούν από ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ρήξης με το ευρώ, την ΕΕ και τις πολιτικές της; Μια σειρά αγροτικά στρώματα που συνθλίβονται από τη για χρόνια πρόσδεση της χώρας στην ΚΑΠ; Η άνεργη νεολαία;
Προσοχή, όλα αυτά τα κοινωνικά στρώματα δεν είναι εργατική τάξη. Μπορεί να προλεταριοποιούνται και να φτωχοποιούνται βάναυσα και ραγδαία, δεν είναι όμως εργατική τάξη, δεν έχουν τέτοια θέση στην παραγωγή, δεν έχουν εργατικά χαρακτηριστικά.
Συνεπώς, η νέα εξουσία, την ίδια στιγμή που με σαφήνεια μπορεί να δηλωθεί πως δεν θα είναι αστική (θα είναι αντίθετα αντί – αστικη), δε μπορεί να ειπωθεί ούτε πως θα είναι εργατική. Θα είναι μια μεταβατική εξουσία, που θα συγκροτείται στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος ρήξεων και ανατροπών. Θα εκφράζει μια συμμαχία πλατιών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων με την εργατική τάξη, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση και ισχύ απέναντι σε τρόικα, μνημόνια, χρέος, Ευρώ, ΕΕ, ντόπια αστική τάξη, απέναντι στις συστημικές πολιτικές δεκαετιών.Το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα θα απηχεί την πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης στα πλαίσια της συμμαχίας αυτής.
Η στήριξη – υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος δε θα είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει συγκρούσεις και προετοιμασία για κόστος και θυσίες. Πάει κόντρα σε μια για δεκαετίες δρομολογημένη πορεία της χώρας στις ράγες του ευρωπαϊσμού, της εξάρτησης, της υποτέλειας. Θα συναντήσει λυσσασμένη αντίδραση. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει καμιά πολυτέλεια για σεχταρισμούς, περιχαράκωση, και αντι – μετωπικές λογικές. Όποιες πολιτικές δυνάμεις εννοούν να έρθουν σε κόντρα με τις συστημικές επιλογές και το ίδιο το σύστημα, άμεσα, όχι σαν υπόθεση εργασίας, πρέπει να ζορίζονται. Να μετράνε συμμάχους και αντιπάλους. Να έχουν πολιτική συμμαχιών, να συγκροτούν το στρατόπεδο της αριστεράς και του λαού.
Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος σημαίνει μια πρωτάκουστη επιτυχία για όλες τις δυνάμεις που θα συμμαχήσουν στους σκοπούς αυτούς, πρώτα και κύρια όμως για την εργατική τάξη. Επειδή ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι προς μια εργατική – αντισυστημική πολιτική ρήξεων και ανατροπών. Είναι η καλύτερη προετοιμασία, σε προγραμματικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο για την ευθεία αντιπαράθεση με το σύστημα και την αστική εξουσία στη χώρα, από τη σκοπιά του σοσιαλισμού.
Μπορεί να ξεκλειδώσει μια δυναμική που υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση για καιρό, που όλοι την οσμίζονται, που όλοι νιώθουν την ύπαρξή της. Δυναμική όμως που δε βρίσκει δίοδο για να εκφραστεί. Που τσακίζεται πολιτικά μεταξύ της συστημικής προσαρμογής της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και της αντι – μετωπικής, καθαρής - “εργατικής” αλλά και κάπως αόριστης και χρονικά απροσδιόριστης ρητορείας του ΚΚΕ. Που εκλογικά βολοδέρνει μεταξύ χλιαρής στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και της αποχής – απογοήτευσης. Που κινηματικά επιχειρεί κατά διαστήματα εφόδους, επιστρέφοντας κατόπιν πίσω, καταγράφοντας κάθε φορά μια νέα – πιο επώδυνη ήττα.
Μπορούμε να περάσουμε το “όριο”; Η πρόκληση απαιτεί ξεβόλεμα από συνήθειες, πρωτοβουλίες, πολιτική ζωντάνια. Πολιτικό λόγο – γραμμή ρήξης και όχι ενσωμάτωσης – οργάνωση του λαού.
* Ο Διονύσης Μαρούδας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Παρέμβασης και του Σχεδίου Β.
Κυριακή 30 Μαρτίου 2014
http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=15853:e-h-&catid=71:dr-kinitopoiisis&Itemid=278
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου