Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου


των Κ. Busch, G. Grunert και W. Tobergte
μετάφραση Μπάμπης Αντωνίου

Μέχρι τώρα προσεγγίσαμε τους δομικούς νόμους της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς, στο Ιο τμήμα της εργασίας, στη βάση της σχέσης πολιτικής και οικονομίας στην παγκόσμια αγορά και τους νόμους του διεθνούς εμπορίου στο 2ο τμήμα της εργασίας.

Σ'αυτό το κομμάτι θα αναλύσουμε το ζήτημα σχετικά με τις κινητήριες δυνάμεις της εξαγωγής κεφαλαίων υπό τη μορφή των άμεσων επενδύσεων.

Σύμφωνα με τη θεωρία της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, οι επενδύσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό είναι προ πάντων ένα προϊόν των ειδικών νόμων του διεθνούς εμπορίου. Όταν το εθνικό κεφάλαιο φθάνει μια συγκεκριμένη βαθμίδα ολοκλήρωσης στην παγκόσμια αγορά τότε παράγουν οι νομοτέλειες, που κυβερνούν τη διεθνή ανταλλαγή των εμπορευματικών κεφαλαίων, από μόνες τους μία τάση για εξαγωγή κεφαλαίων.

Στο σημείο 1 θα αιτιολογήσουμε, γιατί αυτή η ερμηνευτική πρόταση παρουσιάζει κατά τη γνώμη μας την πιο αποτελεσματική θεωρία για το πρόβλημα της εξαγωγής κεφαλαίων, ακόμη και αν η ερμηνευτική ικανότητα αυτής της θεωρίας περιορισμένα μόνο μπορεί να εξηγήσει τις μετατοπίσεις της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες.



1. Οι αιτίες της εξαγωγής κεφαλαίων υπό τη μορφή άμεσων επενδύσεων (η θεωρία της τροποποίησης ως μοντέλο για την «ιεράρχηση» της παραγωγικότητας - τη δομή των συναλλαγματικών ισοτιμιών - την ανταλλαγή εμπορευμάτων στη βάση του καταμερισμού εργασίας - των κινήσεων κεφαλαίου).

Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου στις διαφορετικές ιστορικές περιόδους, αλλά και Οι διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται είναι αποτέλεσμα διαφοροποιημένων ρυθμών αξιοποίησης.

Το ποσοστό κέρδους, που λειτουργεί σαν βαρόμετρο της αξιοποίησης του κεφαλαίου, αποτελεί μ' αυτό τον τρόπο το εννοιολογικό σημείο αφετηρίας της ανάλυσης για τα αίτια των άμεσων επενδύσεων.

Η αξιοποίηση της αξίας, ως κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής συσσώρευσης, απαιτεί μια διαρκή διεύρυνση του κύκλου της κυκλοφορίας και οδηγεί από κάποιο σημείο και μετά στην αναγκαιότητα του «σπασίματος» της εθνικής αγοράς και στη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς. Το κεφάλαιο, στο κυνηγητό του για την αξιοποίηση της επενδεδυμένης αξίας, υπερβαίνει τη συγκρότηση του σε εθνικό κράτος πρωταρχικά υπό τη μορφή της εξαγωγής εμπορευμάτων. Η τάση εξίσωσης των διεθνώς αποκλινόντων ποσοστών κέρδους έχει ιστορικά το σημείο αφετηρίας της σ' αυτή τη μορφή.

Πέρα απ' αυτά πρέπει να εξηγηθεί, γιατί η διαδικασία προσέγγισης των ποσοστών κέρδους πραγματοποιείται με μεγαλύτερη ένταση μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων. Οι νομοτέλειες της εξαγωγής εμπορευμάτων αυτή είναι η κεντρική μας θέση παράγουν σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα της ολοκλήρωσης της παγκόσμιας αγοράς (εμπόριο), από μόνες τους, μία τάση για εξαγωγή κεφαλαίων από τις περισσότερο στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Υπό την προϋπόθεση των διεθνών διαφορών ανάμεσα στα ποσοστά κέρδους και του τροποποιημένου διεθνούς ανταγωνισμού του κεφαλαίου, παίρνουν οι νομοτελειακές σχέσεις μεταξύ της εξαγωγής εμπορευμάτων και της εξαγωγής κεφαλαίου, στα πλαίσια της κίνησης του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά στην τυπικά ιδανική περίπτωση την παρακάτω μορφή:

Πρώτη φάση: Οι περισσότερο αναπτυγμένες χώρες πραγματοποιούν στις εξαγωγές εμπορευμάτων πρόσθετα κέρδη και αυξάνουν μ' αυτόν τον τρόπο το μέσο εθνικό ποσοστό κέρδους τους. Η διεθνής διαφορά μεταξύ των ποσοστών κέρδους μικραίνει, γιατί αντίστροφα οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες χάνουν στο διεθνές εμπόριο.

Δεύτερη φάση: Οι προσαρμογές των συναλλαγματικών ισοτιμιών σταματούν τη διαδικασία καταστροφής των κεφαλαίων των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, από τα κεφάλαια των καπιταλιστικών κέντρων. Τόσο τα πλεονάσματα όσο επίσης και τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των εθνικών κεφαλαίων, που συμμετέχουν στην παγκόσμια αγορά, συμψηφίζονται. Οι διαδικασίες εξίσωσης των εθνικών ποσοστών κέρδους παραμερίζονται καθόσον τα παραγωγικότερα όπως και τα λιγότερο παραγωγικά έθνη πραγματοποιούν στο διεθνές εμπόριο μέσα κέρδη.

Τρίτη φάση: Τα κεφάλαια της παγκόσμιας αγοράς των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών αντικαθιστούν την εξαγωγή εμπορευμάτων μέσα από τη μετατόπιση των παραγωγικών μονάδων στις κατά το παρελθόν εξαγωγικές αγορές τους. Μ' αυτόν τον τρόπο καταργούν την προστασία, μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών, για τα λιγότερο παραγωγικά εθνικά κεφάλαια και καρπούνται εκ νέου προσθετά κέρδη. Αυτή η εξαγωγή κεφαλαίων, που διεξάγεται κατά περιοχές σε μονή κατεύθυνση, παράγει εκ νέου την τάση για την εξίσωση των εθνικών ποσοστών κέρδους1.

Πέρα απ' αυτή την αιτία εξαγωγής κεφαλαίων δηλ. την εξάλλειψη του πρόσθετου κέρδους μέσα από τις αλλαγές των ισοτιμιών πηγάζει από το μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών ακόμη μια επιπλέον τάση για παραγωγή στο εξωτερικό. Επειδή οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αντικατοπτρίζουν το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας ενός έθνους, δεν προστατεύονται οι κάτω από το μέσο όρο παραγωγικοί κλάδοι επαρκώς από τη συναλλαγματική ισοτιμία και κινδυνεύουν να καταστραφούν από τον ανταγωνισμό εκ του εξωτερικού. Εάν τα κεφάλαια αυτών των κλάδων θέλουν να διατηρήσουν παραπέρα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους, τότε είναι αναγκασμένα, είτε να μειώσουν τα κόστη παραγωγής τους με αύξηση της παραγωγικότητας ή και πτώση των πραγματικών μισθών, είτε να καθιερώσουν ένα εθνικό κλαδικό προστατευτισμό ή και επιδοτήσεις. Μια άλλη δυνατότητα για την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά συνιστά η μετατόπιση της παραγωγής σε οικονομικά λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, γιατί έτσι το αντίστοιχο κλαδικό κεφάλαιο απολαμβάνει πάλι την προστασία των συναλλαγματικών ισοτιμιών και πέραν τούτου μπορεί να εγγράψει στο ενεργητικό του το προνόμιο του χαμηλότερου κόστους για μισθούς ανά παραγόμενο προϊόν.

Ο μηχανισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως μπορούμε να πούμε με βάση τη μέχρι τώρα ανάλυση, παράγει σε διπλή κατεύθυνση την τάση για εξαγωγή κεφαλαίων:

α) Από τη μια προκαλεί η προστατευτική λειτουργία των συναλλαγματικών ισοτιμιών το αποτέλεσμα, ότι αφαιρείται μακροπρόθεσμα από τα παραγωγικότερα εθνικά κεφάλαια η θέση του πρόσθετου κέρδους στο διεθνές εμπόριο.

Με την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τη μετατόπιση της παραγωγής στις παλιές τους εξαγωγικές αγορές, μπορούν αυτά τα κεφάλαια να καρπωθούν εκ νέου πρόσθετα κέρδη.

β) Από την άλλη δεν προστατεύονται επαρκώς οι κάτω του μέσου όρου παραγωγικοί κλάδοι μιας χώρας από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και έτσι απειλείται η ανταγωνιστικότητα τους και μεταθέτουν την παραγωγή τους σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.

Αν και βάσει αυτού του θεωρητικού σχήματος μπορεί να ερμηνευθεί η κεφαλαιακή ροή ανάμεσα στα έθνη με διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας, εντούτοις παραμένει ανοικτό το θέμα γιατί τα κεφάλαια αντικαθιστούν την εξαγωγή εμπορευμάτων τους, με επενδύσεις στο εξωτερικό, όταν σ' αυτά τα έθνη κυριαρχεί ένα ταυτόσημο επίπεδο παραγωγικότητας. Σε μια τέτοια κατάσταση μπορούν προστατευτικοί δασμοί, εμπορικοί φραγμοί, έξοδα μεταφοράς, μέθοδοι παραγωγής προσανατολισμένες στο σέρβις και στην επισκευή κ.τ.λ., να αποτελέσουν αφορμή για άμεσες επενδύσεις, γιατί όλα αυτά δυσχεραίνουν εξίσου το διεθνές εμπόριο.

Σύμφωνα με τη βασική μας θεωρητική θέση σχετικά με την εξαγωγή κεφαλαίων, οι επενδύσεις στο εξωτερικό θα έπρεπε να επιδεικνύουν την παρακάτω εμπειρική δομή:

α) Τα κεφάλαια των παραγωγικότερων κλάδων των περισσότερο αναπτυγμένων εθνών θα έπρεπε να κυριαρχούν στην εξαγωγή κεφαλαίων. Απ' αυτό προκύπτει, ότι η κεφαλαιακή ροή κατευθύνεται κυρίαρχα από τις οικονομικά περισσότερο αναπτυγμένες χώρες στα λιγότερο παραγωγικά κράτη.

β) Πρέπει να ληφθεί υπ'όψη, ότι η συσχέτιση μεταξύ εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων έχει την τάση να αυξάνει. Επειδή οι νόμοι του διεθνούς εμπορίου πρέπει να ιδωθούν σαν αποφασιστική κινητήρια δύναμη για μετατοπίσεις της παραγωγής, θα μπορούσαν οι χώρες μ' ένα ψηλό μερίδιο εξαγωγών στο ακαθάριστο κοινωνικό προϊόν να καταγράφουν επίσης ένα ψηλό ποσοστό εξαγωγής κεφαλαίων.

γ) Μετατοπίσεις στη διεθνή ιεράρχηση της παραγωγικότητας θα προκαλέσουν μέσα από αναδιατάξεις στο διεθνές εμπόριο και από κινήσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, που είναι συνδεδεμένες μ' αυτές, αλλαγές της περιφερειακής κατανομής των άμεσων επενδύσεων.

2. Σχετικά με τον ειδικό χαρακτήρα της εξαγωγής κεφαλαίων στις υπανάπτυκτες χώρες Οι γενικές σχέσεις μεταξύ του διεθνούς εμπορίου και των άμεσων επενδύσεων, που μόλις παρουσιάσαμε, έχουν για τις υπανάπτυκτες χώρες μόνο περιορισμένη ισχύ.

Η εξήγηση γι' αυτό βρίσκεται στο ότι το θεώρημα της τροποποίησης είναι συνυφασμένο με συγκεκριμένες προϋποθέσεις που στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι ακόμη ή είναι μόνο μερικά δεδομένες. Το θεώρημα της τροποποίησης προϋποθέτει από τη μια την ύπαρξη κυρίαρχων εθνικών κρατών, από την άλλη πραγματικές συνθήκες ανταγωνισμού για τα εμπορεύματα του εξωτερικού εμπορίου (εισαγωγές και εξαγωγές) μιας χώρας. Η πρώτη προϋπόθεση δεν τηρείται π.χ. τότε, όταν οι αναπτυσσόμενες χώρες παρά την τυπική ανεξαρτησία τους παραμένουν εξαρτημένες όσον αφορά την πολιτική της κεντρικής τράπεζας από την παλιά αποικιακή δύναμη. Έτσι αποκλείει η ενσωμάτωση του τραπεζικού συστήματος των χωρών μελών της ζώνης του φράγκου στο γαλλικό κεντρικό τραπεζικό σύστημα, τη δυνατότητα για μια αυτόνομη πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μη ισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών αυτών των αναπτυσσομένων χωρών εξισώνονται από τη γαλλική κεντρική τράπεζα και δεν δημιουργούν αλλαγές στη σταθερή ισοτιμία των νομισμάτων τους με το γαλλικό φράγκο. Η ανάπτυξη της ανταγωνιστικής θέσης αυτών των χωρών στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, εκφράζεται γι' αυτό το λόγο παραμορφωμένα μέσα από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Διαφορετική είναι η περίπτωση των χωρών της ονομαζόμενης ζώνης του δολλαρίου. Πολυάριθμες αναπτυσσόμενες χώρες συνέδεσαν και μετά την κατάρρευση του συστήματος BrettonWoods τα νομίσματα τους στο αμερικάνικο δολλάριο. Η ισοτιμία των νομισμάτων τους ακολουθεί τις κινήσεις ισοτιμίας του αμερικάνικου δολλαρίου στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος. Σε θεμελιακές περιπτώσεις μη ισορροπίας μπορούν όμως αυτές οι αναπτυσσόμενες χώρες να αλλάζουν κάθε στιγμή την ισοτιμία προς το αμερικανικό δολάριο, έτσι ώστε σ' αυτή την περίπτωση να τηρείται ο πρώτος όρος του θεωρήματος της τροποποίησης.

Η ύπαρξη πραγματικών συνθηκών ανταγωνισμού για τα εμπορεύματα εξωτερικού εμπορίου, η δεύτερη προϋπόθεση του θεωρήματος, ισχύει περιορισμένα για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Έτσι π.χ. δεν μπορεί να λεχθεί για τα περισσότερα κράτη του ΟΠΕΚ ούτε όσον αφορά την πλευρά των εξαγωγών (ολιγοπωλιακή δομή προσφοράς στις αγορές πετρελαίων) ούτε την πλευρά των εισαγωγών (χαμηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης) ότι έχουμε μια κατάσταση ανταγωνισμού των εμπορευμάτων εξωτερικού εμπορίου, με την έννοια που περιγράψαμε παραπάνω. Σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ η συνθήκη ανταγωνισμού τηρείται στην εξαγωγική πλευρά, δεν υπάρχει στις εισαγωγές αυτών των χωρών, λόγω της ανομοιογενούς οικονομικής τους δομής, κανένα αντίστοιχο αντίβαρο, όσον αφορά την εσωτερική προσφορά εμπορευμάτων. Ακόμη και σ' αυτές τις περιπτώσεις η σχέση μεταξύ της ανταγωνιστικής θέσης αυτών των χωρών στις παγκόσμιες αγορές και των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Το θεώρημα της τροποποίησης κερδίζει αντίθετα συνεχώς έδαφος για τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της περιφέρειας, τις «ενδιάμεσες χώρες». Η επιτυχία τους στον τομέα της εκβιομηχάνισης επεξέτεινε τόσο τις προσφορές τους σε διεθνώς ανταγωνιστικά βιομηχανικά εμπορεύματα, όσο και την κατά τομείς παραγωγική δομή τους, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να μιλάει κανείς σε πολλές περιπτώσεις για την πραγματοποίηση πραγματικών συνθηκών ανταγωνισμού στο εξωτερικό.

Η ειδική προβληματική των υπανάπτυκτων χωρών επιτρέπει να φανεί λογική η διαφοροποίηση κατά τύπους επενδύσεων όπως αναπτύχθηκε από τον Schweers2 που στηρίχθηκε στον Reuber3. Διαχωρίζονται ο τύπος των επενδύσεων υποκατάστασης των εισαγωγών, της μετατόπισης της εκβιομηχάνισης και των επενδύσεων σε πρώτες ύλες, των οποίων τα χαρακτηριστικά θα παρουσιασθούν σύντομα παρακάτω.




2.1. Άμεσες επενδύσεις στα πλαίσια της υποκατάστασης των εισαγωγών
Ακόμη κι αν οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν φθάσει ήδη ένα συγκεκριμένο επίπεδο εκβιομηχάνισης, υπάρχει δηλ. μια δομή της παραγωγής που να αντιστοιχεί στις βιομηχανικές χώρες, πρέπει να λάβει κανείς υπ' όψη του, ότι σ' αυτές τις χώρες οι συναλλαγματικές ισοτιμίες καθορίζονται μερικά από ένα ή δύο εξαγωγικούς κλάδους, που παράγουν πάνω από το εθνικό επίπεδο παραγωγικότητας. Εδώ αντικατοπτρίζουν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες βέβαια τις πραγματικές συνθήκες ανταγωνισμού για εξαγωγικά εμπορεύματα, δεν προσφέρουν όμως επαρκή προστασία για το ντόπιο κεφάλαιο απέναντι στον καταστρεπτικό ανταγωνισμό των ξένων επιχειρήσεων που παράγουν με υπέρτερη παραγωγική δύναμη. Εάν οι κυβερνήσεις αυτών των αναπτυσσόμενων χωρών θέλουν να αποτρέψουν αυτή την καταστροφή, τότε δεν έχουν άλλη δυνατότητα παρά να συμπληρώσουν τη μη επαρκή προστασία των συναλλαγματικών ισοτιμιών με μια περιοριστική εμπορική πολιτική. Μόνο μια τέτοια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών από την πλευρά των αναπτυσσόμενων χωρών αναγκάζει τις επιχειρήσεις από τις βιομηχανικές χώρες να αντικαταστήσουν την όχι πια αποδοτική εξαγωγή εμπορευμάτων με επενδύσεις στο εξωτερικό. Μόνο έτσι μπορούν τα κεφάλαια να διατηρήσουν παραπέρα τα μερίδια τους στις αγορές αυτών των χωρών. Η περιοριστική εμπορική πολιτική που εφαρμόζεται κυρίως από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής πρέπει να θεωρηθεί έτσι σαν μια σημαντική κινητήρια δύναμη της εξαγωγής κεφαλαίων υπό τη μορφή άμεσων επενδύσεων.

Σ' αυτή τη σχέση έχει βέβαια σημασία, «ότι μια πολιτική της υποκατάστασης των εισαγωγών μέσω ξένων κεφαλαίων προϋποθέτει ένα ελάχιστο μέγεθος της εσωτερικής αγοράς, που δεν είναι δοσμένο σε πολλές χώρες»4. Παράδειγμα γι' αυτό αποτελούν οι πολλές μικρές και φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες, που είναι ελάχιστα ελκυστικές για το ξένο κεφάλαιο.

Κι αυτό γιατί: «Μόνο εκεί, που είναι ευνοϊκές οι οριακές συνθήκες, το μέγεθος της αγοράς και το κόστος των παραγόντων παραγωγής, θα εγκατασταθεί το διεθνές κεφάλαιο και θα παράγει για μια τοπική αγορά»5.

Σ' αυτή τη μορφή βέβαια των επενδύσεων στο εξωτερικό πρέπει να τονισθεί, ότι η σημασία των κοστών των παραγόντων της παραγωγής περνάει ξεκάθαρα σε δεύτερη μοίρα6 σε σχέση με τα κίνητρα της αγοράς και των ρυθμών ανάπτυξης της.




2.2. Άμεσες επενδύσεις στο πλαίσιο της μετατόπισης της εκβιομηχάνισης
Σε αντίθεση προς τον τύπο των επενδύσεων που αναφέραμε προηγούμενα, οι άμεσες επενδύσεις στο πλαίσιο της μετατόπισης δεν αποσκοπούν στις τοπικές αγορές διάθεσης, αλλά προορίζονται για την επανεξαγωγή ή για τρίτες αγορές. «Κυρίαρχο κίνητρο γι' αυτό τον τύπο των. επενδύσεων είναι βασικά η φθηνότερη εργατική δύναμη (πέρα από τις άλλες ευνοϊκές οριακές συνθήκες, που παρέχουν οι φιλοξενούσες χώρες)... Επιπλέον πρέπει βέβαια να συνυπολογισθεί η επίδραση των συναλλαγματικών ισοτιμιών σαν μέσο για το μετασχηματισμό των σχετικών κοστών σε απόλυτες διαφορές κοστών, ιδιαίτερα μετά τη σημαντική μετατόπιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών τα τελευταία 10 χρόνια»7. Σ' αυτό τον τύπο των επενδύσεων οι παραγωγικοί κλάδοι έντασης της εργασίας παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο, επειδή σ' αυτή την περίπτωση οι χαμηλοί μισθοί επιφέρουν ενεργά πλεονεκτήματα κόστους.

Αλλά μόνο μια σύνθετη κατάσταση εξαιρετικά χαμηλής οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ίσης παραγωγικότητας και έντασης εργασίας, όπως επίσης και περιορισμένων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργατών στις αναπτυσσόμενες χώρες, έχει σαν αποτέλεσμα να γίνουν οι μισθοί αποφασιστικός παράγοντας για εξωτερικές επενδύσεις σ' αυτές τις χώρες.

Το ότι στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης μέσω της μετατόπισης πρόκειται πράγματι για μια παραγωγή έντασης της εργασίας, μπορεί να αναγνωρισθεί από την εξαιρετικά χαμηλή οργανική σύνθση των κεφαλαίων των επιχειρήσεων, που παράγουν σ' αυτό τον τομέα8.




2.3. Άμεσες επενδύσεις στον τομέα των πρώτων υλών.
Η συγκριτικά ψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και οι πάνω του μέσου όρου ψηλοί μισθοί σ' αυτό τον τομέα, καταδείχνουν τον ασήμαντο ρόλο του παράγοντα φθηνή εργατική δύναμη. «Το κυρίαρχο κίνητρο για άμεσες επενδύσεις στον τομέα των πρώτων υλών στις υπανάπτυκτες χώρες... είναι λιγότερο η εκμετάλλευση του χαμηλού επίπεδου μισθών και μάλλον περισσότερο οι ευνοϊκοί όροι εξόρυξης, που είναι ταυτόχρονα φυσικού και κοινωνικού τύπου»9.

Ενώ οι ευνοϊκοί όροι εξόρυξης φυσικού τύπου υποδεικνύουν τα σε περιφερειακό επίπεδο διαφορετικά κόστα παραγωγής (από φυσική τεχνική σκοπιά), αναφέρονται οι όροι εξόρυξης κοινωνικού τύπου στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κοντσέρν πρώτων υλών και της ιδιοκτησίας της γης.

Ενώ οι ευνοϊκοί όροι εξόρυξης από φυσική - τεχνική σκοπιά (διαφορική γεοπρόσοδος Ι και Π) αυτό ισχύει τουλάχιστον για την παραγωγή πετρελαίου στη Μέση Ανατολή οδηγούν ήδη σε ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους αξιοποίησης, μπορούν τα μέχρι πριν λίγα χρόνια εμφανώς ψηλά κέρδη των κοντσέρν πρώτων υλών να εξηγηθούν τελικά μόνο, αν λάβει κανείς υπόψη του, τις κοινωνικές προϋποθέσεις. Με την προϋπόθεση του ειδικού σχηματισμού της αξίας10 και της αδυναμίας της ιδιοκτησίας της γης, προέκυψαν σύμφωνα με το Schweers τα πάνω του μέσου όρου κέρδη των κοντσέρν πρώτων υλών από το «ότι αυτά ήταν στην πράξη τα ίδια ιδιοκτήτες ή αναγκαζόντουσαν να δώσουν στις τοπικές κυβερνήσεις μόνο ένα μέρος του γαιοπροσόδου σαν φόρο»11.







Σημειώσεις
* Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος του τρίτου κεφαλαίου του βιβλίου των Busch, Grunert και Tobergte, «Strukturen der kapitalistischen Weltökonomie» (Δομές της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας), Breitenbach Publishers, Saarbrücken - Fort Lauterdale, 1984.

1.. Βλ. Κ. Busch, «Die Krise der Europäischcen Gemeinschaft», Frankfurt M, 1978 σελ. 49. K. Busch, «Die multinationalen Konzerne», Frankfurt M, 1974.

2. R. Schweers, «Kapitalistische Entwicklung und Unterentwicklung», Frankfurt M, 1980.

3. G.L. Reuber, «Foreign Investment in Development», Oxford, 1973.

4. Κ. Schweers, όπ.π., σελ. 151 κ.ε.

5. R. Schweers, όπ.π, σελ. 152.

6.. Ο προσανατολισμός των αλλοδαπών επενδυτών σε μεγενθυνόμενες εσωτερικές αγορές δικαιολογείται από το γεγονός, κατά πρώτον ότι οι νέοι επενδυτές πρέπει να υπολογίζουν σε χαμηλότερα ποσοστά κέρδους απ1 ότι οι ξένες επιχειρήσεις που λειτουργούν ήδη εκεί και από την άλλη ότι τα κόστα παραγωγής είναι υψηλότερα σε σύγκριση με τις χώρες προέλευσης των διεθνών κοντσέρν. Αυτές οι επενδύσεις στο εξωτερικό αποτελούν προφανώς μια προσανατολισμένη μακροπρόθεσμα στρατηγική αξιοποίησης του κεφαλαίου. Πρβλ. R. Schweers όπ.π. σελ. 153 και 154 ε.

7.R.Schweers, όπ.π.σελ.169 ε.

8.R.Schweers, όπ.π.σελ.172.

9.R.Schweers, όπ.π.σελ.143

10.. Πρβλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 765 ε., εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978. Επίσης Μ. Massarat, «Weltenergieproduktion und die Neuordnung der kapitalistischen Weltwirtschaft», Frankfurt M 1980, σελ. 24 ε.

11. R. Schweers, όπ.π. σελ. 145.






Πηγή: περιοδικό Θέσεις, τεύχος 12, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1985

http://wwwpraxisred.blogspot.com/2012/03/blog-post_3141.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου