Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Η ΧΟΥΝΤΑ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ Ασφαλίτες με τήβεννο


Τότε που ο αρχιεπίσκοπος μελετούσε, κάποιοι... δίδασκαν. Και, ταυτόχρονα, ορκίζονταν υπουργοί, υμνούσαν τη χούντα σε πανηγυρικούς και δεξιώσεις, αλλά και κάρφωναν τους «απείθαρχους» συναδέλφους και φοιτητές τους. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να το παίζουν και σήμερα πνευματικοί ταγοί του έθνους.

 

Τρεις σχεδόν δεκαετίες μετά την πτώση της χούντας, πολλά από τα γεγονότα που σφράγισαν τη μετάβαση στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα παραμένουν στο ημίφως, δυσχεραίνοντας, εν πολλοίς, την κατανόηση των μηχανισμών που εμπόδισαν τη σαφή ρήξη με το χουντικό παρελθόν και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την περίπου ανεμπόδιστη επιβίωση ανθρώπων και δομών που συνδέθηκαν στενά με τη σκοτεινή επταετία.

Στην καρδιά αυτής της συνειδητής συσκότισης -που συχνά παρουσιάστηκε ως δημοκρατική μεγαθυμία- παραμένει η άρνηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας να προχωρήσει σε μια κίνηση αποτελεσματικής αυτοκάθαρσης, να αποτολμήσει δηλαδή μια θαρραλέα τομή με τη χούντα που μόνο μέσα από τη διαδικασία της λεγόμενης τότε «αποχουντοποίησης» ήταν δυνατό να επιτευχθεί.

Οι πολιτικοί, με άλλα λόγια, συμβιβασμοί της εποχής, επικουρούμενοι από το περιβόητο «στιγμιαίο», έμελλε σύντομα να απογοητεύσουν εκείνους που θεωρούσαν αυτονόητη την ανάγκη ριζικής αποστασιοποίησης της μεταπολιτευτικής κοινωνίας από τα πανταχού ακόμη τότε παρόντα χουντικά υπολείμματα. Στο κλίμα αυτό, η «αποχουντοποίηση» των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων διαφημίστηκε από πολλές πλευρές ως υποδειγματική περίπτωση κάθαρσης ενός ιδιαίτερα ευαίσθητου χώρου από τους πολλούς και δραστήριους συνεργάτες των συνταγματαρχών.

Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική: η -έστω και περιορισμένη- εκδίωξη των χουντικών από τα πανεπιστήμια πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός ισχυρού φοιτητικού κινήματος που καθιστούσε αδύνατη την επιβίωσή τους στις συνθήκες των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων. Και πάλι, η μεθόδευση της υπόθεσης απείχε πολύ από το είδος και το εύρος της αποχουντοποίησης που επιδίωκαν -και προωθούσαν με παράλληλες δικές τους διαδικασίες- οι φοιτητικοί σύλλογοι της εποχής.

Οπως και να έχει, η κάθαρση των ΑΕΙ από τους χουντικούς διδάσκοντες πέρασε τελικά μέσα από το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο που συγκροτήθηκε με αρκετή καθυστέρηση προκειμένου να κρίνει τις περιπτώσεις καθηγητών για τους οποίους υπήρχαν βάσιμες ενδείξεις ότι ενέπιπταν στις διατάξεις της Συντακτικής Πράξεως της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα». Φυλλομετρώντας τις αποφάσεις του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου που δημοσιεύτηκαν στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» από το Μάρτιο έως το Νοέμβριο του 1975, αντιλαμβανόμαστε, με τη βοήθεια και της χρονικής απόστασης, πόσο περιορισμένη και «προσεκτική» υπήρξε η παρέμβαση του πειθαρχικού αυτού οργάνου.

Πράγματι, το Ειδικό Πειθαρχικό δεσμεύτηκε εξαρχής να τηρήσει κατά γράμμα τις προϋποθέσεις μιας Συντακτικής Πράξεως που εξαρτούσε την απόδειξη της συνεργασίας των καθηγητών με τη χούντα από ορισμένες, αυστηρά καθορισμένες, ενέργειές τους, αφήνοντας στο απυρόβλητο πολλές από τις απτές όσο και καθημερινές αποδείξεις των σχέσεων που κάμποσοι από αυτούς διατηρούσαν με το καθεστώς των συνταγματαρχών.

Καθώς με το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο ασχολούμαστε σε διπλανή στήλη, περιοριζόμαστε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι από προσωπική εμπειρία είμαστε σε θέση να διαβεβαιώσουμε πως κάμποσοι χουντικοί καθηγητές -λόγω «ελλιπών» ή «μη συμβατών» με τις διατάξεις της Συντακτικής Πράξεως στοιχείων- γλίτωσαν τη διαδικασία του Πειθαρχικού ή την ξεπέρασαν με τις μικρότερες δυνατές «απώλειες».

Είναι βέβαιο ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου βρέθηκαν συχνά σε αντίθεση με τα βιώματα των φοιτητών που είχαν ζήσει στο πετσί τους τη χουντική συμπεριφορά καθηγητών, οι οποίοι τώρα είτε απαλλάσσονταν από κάθε κατηγορία είτε «τιμωρούνταν» με ολιγόμηνη απομάκρυνση από τη δουλειά τους.

Μολαταύτα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά, οι αποφάσεις αυτές διατηρούν ακόμη τη σημασία τους. Οχι τόσο επειδή μαρτυρούν πόσο σχετική υπήρξε η «αποχουντοποίηση» στον μοναδικό εντέλει χώρο όπου επιχειρήθηκε με μια κάποια σοβαρότητα. Αλλά, κυρίως, επειδή μας διδάσκουν πολλά για την αμνησία με την οποία αντιμετωπίζεται το πρόσφατο παρελθόν, επιτρέποντας σε κάποιους από τους κάποτε «οριστικώς απολυθέντας» χουντικούς να κυκλοφορούν σήμερα στα τηλεοπτικά παράθυρα με τον τίτλο του καθηγητή και να διδάσκουν δεοντολογία.

Οτι στο Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο έφτασαν κατά κύριο λόγο οι «σοβαρότερες» περιπτώσεις συνεργασίας με το καθεστώς της 21ης Απριλίου, τουλάχιστον κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της Συντακτικής Πράξεως «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητας στα ΑΕΙ», αποδεικνύεται από μια πρώτη σύγκριση των ποινών που επιβλήθηκαν στους κρινόμενους καθηγητές.

Η μεγάλη πλειονότητά τους (τριάντα οκτώ περιπτώσεις) τιμωρήθηκαν με την ποινή της «οριστικής απόλυσης», ενώ οι υπόλοιπες ποινές επιμερίστηκαν ως εξής: οκτώ τιμωρήθηκαν με «προσωρινή απόλυση» τριών ετών (δεύτερη σε βαρύτητα ποινή) και πέντε με «προσωρινή απόλυση» δύο ετών, ενώ έξι απομακρύνθηκαν για ένα έτος και έξι μήνες, ένας για δεκαπέντε μήνες, έξι για ένα έτος, έξι για έξι μήνες, δύο για τρεις μήνες και δύο για δύο μήνες. Σε δεκατέσσερις περιπτώσεις, οι κατηγορούμενοι απηλλάγησαν, ενώ μία περίπτωση κρίθηκε (για τυπικούς λόγους) απαράδεκτη.

Από την πρόχειρη αυτή ταξινόμηση γίνεται ήδη σαφές ότι το Ειδικό Πειθαρχικό είχε συνήθως να κάνει με «καθαρές» υποθέσεις χουντικών καθηγητών, οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν τη συνεργασία τους με το δικτατορικό καθεστώς. Οι περισσότεροι από αυτούς επιχείρησαν έτσι αφενός να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του ίδιου του πειθαρχικού οργάνου και αφετέρου να ισχυριστούν ότι η βοήθεια που προσέφεραν στους συνταγματάρχες ήταν «για το καλό της πατρίδος» και, εν πάση περιπτώσει, «απλώς τεχνοκρατική».

*Χαρακτηριστικά είναι από την άποψη αυτή τα επιχειρήματα στα οποία επιχείρησε να στηρίξει την υπεράσπισή του ο Ηλίας Μπαλόπουλος, καθηγητής της ΑΣΟΕΕ, ο οποίος χρημάτισε υφυπουργός Κυβερνητικής Πολιτικής, υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου και παράλληλα υπουργός Συντονισμού.

Στην απολογία του, ο Μπαλόπουλος ισχυρίστηκε ότι: α) το στρατιωτικό καθεστώς έγινε αποδεκτό από το λαό και δημιούργησε δίκαιο, β) έγινε υπουργός «διά να πράξη το χρέος του προς την πατρίδα», γ) «ενήργει πάντοτε ως Τεχνοκράτης», δ) με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου συνετέλεσε στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και ε) δέχθηκε να συμπράξει με την κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, όταν εξασφάλισε τη διαβεβαίωση ότι σύντομα θα αναλαμβάνονταν πρωτοβουλίες «αποκαταστάσεως της ομαλότητος».

*Ακόμη σαφέστερα υπήρξαν τα «ελαφρυντικά» τα οποία επικαλέστηκε ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, τακτικός καθηγητής του ΑΠΘ, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Δημοσίων Εργων (3.11.1967-25.11.1973): το δικτατορικό καθεστώς διακήρυσσε πως αποτελεί παρένθεση, η ορκωμοσία του πραγματοποιήθηκε ενώπιον του βασιλέως, στις κυβερνήσεις του 1967 συμμετείχαν ανώτατοι δικαστικοί, «κατά το αυτό διάστημα απόλυτος υπήρξεν η μετά της επαναστάσεως συνεργασία της Εκκλησίας και του επιχειρηματικού κόσμου και ουσιώδης η συμπαράστασις μεγάλης μερίδος του τύπου, ενώ, αφ' ετέρου διπλωματικώς η επανάστασις είχεν αναγνωρισθή υπό του συνόλου σχεδόν των ξένων κρατών», μέχρι της αναλήψεως των καθηκόντων του ουδεμία ανάμιξη είχε στην πολιτική και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως απλός «τεχνοκράτης».

Είναι προφανές ότι «επιχειρήματα» αυτού του τύπου δεν ήταν δυνατό να γλιτώσουν τους δύο χουντικούς καθηγητές από την ποινή της «οριστικής απόλυσης». Την ίδια μοίρα θα είχαν και όσοι είχαν το θράσος να υποστηρίξουν πως ο διορισμός τους σε κάποια υπουργική θέση υπήρξε στην πραγματικότητα φυσιολογική «προαγωγή» τους στην υπαλληλική ιεραρχία.

*Η «προώθηση» για παράδειγμα του Λουκά Πάτρα, καθηγητή της Νομικής του ΑΠΘ, στο «βαθμό» του υπουργού Κοινωνικής Προνοίας παρουσιάστηκε από τον ίδιο ως «προαγωγή εις ανωτέραν θέσιν με το αυτό περιεχόμενον και εξέλιξιν εις την ιεραρχίαν», επειδή «κατά τα έτη 1950-1959 υπηρέτει ως δικηγόρος εις φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, από του 1958 μέχρι το 1964 συμμετέσχεν εις το Δ.Σ. του Ι.Κ.Α., το 1961 διωρίσθη Διοικητής του ΙΚΑ, διωρίσθη δε εν συνεχεία Διοικητής του Ο.Γ.Α. απολυθείς το 1964».

Ο εξωφρενικός ισχυρισμός έχει στον πυρήνα του την εξίσου απαράδεκτη παραδοχή ότι, από την οπτική ενός «ανώτερου υπαλλήλου», η 21η Απριλίου δεν αποτέλεσε κανενός είδους τομή με το κοινοβουλευτικό καθεστώς που κατέλυσε. Ούτως ή άλλως, πολλοί από τους εγκαλούμενους καθηγητές δεν δίστασαν, αναφερόμενοι στο προ της 21ης Απριλίου πολιτικό κλίμα, να αναπαραγάγουν τη χουντική φρασεολογία περί κινδύνου κομμουνιστικής εκτροπής, οχλοκρατίας κ.ο.κ.

«Εν πνεύματι αυταπαρνήσεως»

Υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως, υφυπουργός Εξωτερικών, υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και υπουργός Πολιτισμού μέχρι τότε ο καθηγητής της Παντείου Δημήτριος Τσάκωνας υπήρξε, εκ των πραγμάτων, ένας από τους πλέον στενούς συνεργάτες των συνταγματαρχών.

*Στη γραπτή απολογία του, ο Τσάκωνας υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «εισήλθεν εις τας Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου εν πνεύματι αυταπαρνήσεως υπό συνειδησιακών ορμώμενος λόγων» και επειδή «πιεστικοί εθνικοί λόγοι, αποδεικνυόμενοι δι' απορρήτων στοιχείων, ους όμως δεν δύναται να αναπτύξη εις το Συμβούλιον, εβάρυνον αποφασιστικώς προς τούτο».

Οι ισχυρισμοί αυτοί, καθώς και τα περί των καλών σχέσεών του με τους φοιτητές του και της «τόλμης» του να διώξει τον γενικό επιθεωρητή Αρχαιοτήτων Σπύρο Μαρινάτο ή ακόμη οι καταθέσεις κάποιων μαρτύρων ότι έγινε υπουργός για χάρη του Πατριαρχείου, δεν στάθηκαν ικανά να μετριάσουν την ποινή και να γλιτώσουν τον χουντικό υπουργό από την «οριστική απόλυση».

*Η ίδια ποινή επιβλήθηκε και στον Κωνσταντίνο Θάνο, υφηγητή της Παντείου, ο οποίος διετέλεσε γενικός γραμματέας και κατόπιν υφυπουργός του υπουργείου Συντονισμού, καθώς και στον Τριαντάφυλλο Ελευθερίου της ΑΣΟΕΕ, για ένα φεγγάρι υφυπουργό του ίδιου υπουργείου.

*Οριστική απόλυση ήταν και η ετυμηγορία για τον Ιωάννη Κούλη, καθηγητή της Νομικής Αθηνών που χρημάτισε υπουργός Οικονομικών, τον Ευστάθιο Πανά της ΑΣΟΕΕ που υπήρξε υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και τον Παναγιώτη Παπαπαναγιώτου της Παντείου που διετέλεσε υφυπουργός Γεωργίας και υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας της χούντας.

*Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του επίσης «οριστικώς απολυθέντος» Παναγιώτη Χρήστου, καθηγητή της Θεολογικής του ΑΠΘ, ο οποίος χρημάτισε υπουργός Παιδείας και κατέθεσε υπέρ της χούντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο το Νοέμβριο του 1968: προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη θερμή συνηγορία της χούντας στο Στρασβούργο, ο Χρήστου ισχυρίστηκε στην απολογία του πως ό,τι έκανε απέβλεπε στο να μην αποβληθεί η Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως επιδίωκαν «οι Τούρκοι και οι υποστηρικταί των».

*Για πολιτική συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς και δημόσια υποστήριξή του οδηγήθηκε στο Ειδικό Πειθαρχικό και ο καθηγητής της Νομικής Αλέξανδρος Κατσαντώνης για να τιμωρηθεί κι αυτός με τη σειρά του με «οριστική απόλυση». Ο λόγος ήταν η συμμετοχή του, υφηγητή τότε, Α. Κατσαντώνη ως μέλους της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό το χουντικό υπουργό Δικαιοσύνης Καλαμποκιά στη Διάσκεψη των υπουργών Δικαιοσύνης των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης (5-7.6.1968), καθώς και η συμμετοχή του στον πανηγυρικό εορτασμό της επετείου της 21ης Απριλίου στον Παρνασσό (Απρίλιος 1969) και η εκφώνηση λόγου «περί των πεπραγμένων του υπουργείου Δικαιοσύνης».

Στα παραπτώματα αυτά, η πλειοψηφία του Συμβουλίου έκρινε ότι έπρεπε να προσθέσει και τη συμμετοχή του Α. Κατσαντώνη σε ομάδα εργασίας που ανέλαβε να εισηγηθεί τη νομοθετική ρύθμιση «των όρων και προϋποθέσεων ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος».

«Αγαπητέ Μιχάλη»!

*Την ίδια τύχη με τους προαναφερθέντες συναδέλφους του είχε και ο Αργύριος Κούμας, για την εκλογή του οποίου στη θέση του επικουρικού της Ορθοδοντικής (ΑΠΘ) ενδιαφέρθηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων καθηγητών, ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, φίλος της πεθεράς του.

*Οριστική απόλυση περίμενε και τον Βασίλειο Αγγελόπουλο της Ιατρικής Αθηνών, ο οποίος βρέθηκε στη μάλλον άβολη θέση να εξηγήσει στο Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο τους λόγους που τον οδήγησαν στη σύνταξη μιας θερμής επιστολής προς τον ισχυρό άνδρα της χουντικής ΚΥΠ, αντισυνταγματάρχη Μιχάλη Ρουφογάλη. Στην επιστολή του αυτή, ο Αγγελόπουλος εξηγούσε στον «αγαπητό Μιχάλη» πώς έπρεπε να επιλεγούν οι εκλέκτορες για την πλήρωση των κενών θέσεων της Ιατρικής, κάρφωνε τα φρονήματα των συναδέλφων του και δήλωνε για ποια έδρα ενδιαφερόταν ο ίδιος.

*Επικουρικός καθηγητής της Παντείου, ο Ηλίας Δημητράς διορίστηκε υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας (ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η «παρουσία του στην κυβέρνηση εθεωρήθη διεθνώς άνοιγμα προς τα αριστερά»). Ο Δημητράς τιμωρήθηκε με οριστική απόλυση, επειδή, μεταξύ άλλων, στις 23.10.1967 παγίδευσε στο γραφείο του τον επιστημονικό του συνεργάτη Γεράσιμο Νοταρά, μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Δημοκρατική Αμυνα, «συλληφθέντα υπό του αναμένοντος αυτόν αστυνόμου της Γενικής Ασφαλείας Σπανού, με συνέπειαν την καταδίκην τούτου εις 8ετή κάθειρξιν».

*Οριστική απόλυση υπήρξε και η απόφαση για τους καθηγητές της Νομικής Στέφανο Δεληκωστόπουλο και Λάμπρο Σινανιώτη. Και οι δύο υπηρέτησαν στη Γενική Διεύθυνση Κυβερνητικής Πολιτικής και συμμετείχαν στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή της χούντας.

Πάντως, το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του, ως «ιδιωτικού χαρακτήρα», την κοινή αφιέρωση εγχειριδίου των δύο καθηγητών προς τον Παπαδόπουλο, στην οποία χαρακτήριζαν τον δικτάτορα «πρωτεργάτην της αναγεννήσεως του Ελληνικού Δικονομικού Δικαίου».

*Διαφορετικοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν εκτός πανεπιστημίου και τον Γεώργιο Θεοχαρίδη της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων.

*Ανάμεσά τους και οι αγαστές σχέσεις του με τον υποδιοικητή Ασφαλείας της πόλης, Κ. Κονιστή, ο οποίος «ενεγράφετο κατ' έτος ως πρωτοετής φοιτητής και εκινείτο συνεχώς εις τους χώρους και τα γραφεία του Πανεπιστημίου».

*Μια επιστολή προς τον αρχηγό της ΚΥΠ Χατζηπέτρο, στην οποία κατήγγελλε για τα φρονήματά του τον δικηγόρο Ιωάννη Γκόγκο μέτρησε ιδιαίτερα για την οριστική απόλυση του Νικολάου Μοσχολιού της Ανωτάτης Βιομηχανικής Πειραιώς, ενώ η υπογραφή δύο ψηφισμάτων (κατά του Σάκη Καράγιωργα και κατά του Συμβουλίου της Ευρώπης) και μια εγκωμιαστική ομιλία υπέρ του θεσμού του Κυβερνητικού Επιτρόπου υπήρξαν βασικοί λόγοι για την απομάκρυνση του συναδέλφου του Κλαύδιου Μπανταλούκα.

*Για πιέσεις υπέρ του υποψηφίου Σπ. Ιακωβίδη (που διορίστηκε χωρίς να εκλεγεί) και για την ενεργό συμμετοχή του στην απόλυση διδάσκοντος ο οποίος είχε δημοσιεύσει άρθρο υπέρ του φοιτητικού κινήματος τιμωρήθηκε με οριστική απομάκρυνση και ο Φαίδων Μπουμπουλίδης της Φιλοσοφικής Αθηνών.

*Η ίδια ποινή περίμενε και τον συνάδελφό του στην ίδια σχολή Δημήτριο Κουτσογιαννόπουλο-Θηραίο, ο οποίος, εκτός των άλλων, χρημάτισε προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Απόδημου Ελληνισμού.

*Και να ολοκληρώσουμε την (ατελή) απαρίθμηση με τον Ευάγγελο Σδράκα της Θεολογικής του ΑΠΘ, τον θρασύ «πρύτανη των τανκς», ο οποίος στην απολογία του χαρακτήρισε τις εναντίον του κατηγορίες «δημιουργήματα τρόμου και απειλής», αποδίδοντάς τις στο «ήκιστα εθνικού περιεχομένου επικρατούν σήμερα κλίμα».

*Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973, ο Σδράκας κάλεσε ιδία πρωτοβουλία την αστυνομία «να αποκαταστήση την τάξιν» και να απομακρύνει από την Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης χίλια περίπου άτομα (=φοιτητές) που «κατέλαβον το κτίριον και προέβησαν εις ενεργείας αι οποίοι δεν αρμόζουν εις ανθρώπους του 20ού αιώνος».

«Ηλθον και μερικά άρματα μάχης προς εκφοβισμόν», ενημέρωνε τους συναδέλφους του την επομένη ο Σδράκας, καλώντας τους να επισκεφθούν την Πολυτεχνική Σχολή για να διαπιστώσουν τις «τρομακτικές καταστροφές», δηλαδή «μερικά σπασμένα σκαμνάκια και φοιτητικά τραπεζάκια», κατά τη μαρτυρία ενός καθηγητή.

*Εκτός του Σδράκα, «οριστική απόλυση» ήταν η απόφαση και για τους: Ορέστη-Κοσμά Παπαβασιλείου, Κων. Γεωργόπουλο, Γερ. Φραγκάτο, Γεώργιο Δημακόπουλο, Αντ. Αδαμόπουλο, Γεώργιο Κοττάκη, Στυλ. Καρακαντά, Αθαν. Δεληκωστόπουλο, Γεώργιο Ζωτιάδη, Θεοχ. Πολυχρονόπουλο, Βύρωνα Σκρουμπή, Δημ. Παπαδημητρίου, Νικ. Αντωνόπουλο, Μάριο Μεϊμάρογλου, Ιωάννη Χολέβα και Ιωάννη Χρυσοκέρη.

*Υπάρχουν, βέβαια, και οι «ελαφρύτερες» περιπτώσεις. Με τη διαφορά ότι, όπως εξηγήσαμε και στην αρχή, η μικρότερη ποινή δεν συνεπάγεται αυτομάτως λιγότερα χουντικά ολισθήματα του κρινόμενου, αλλά σχετίζεται και με τα μικρά περιθώρια κίνησης που διέθετε το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο. Εχουμε λοιπόν και λέμε:

*Με τριετή απόλυση τιμωρήθηκαν οι Ι. Τριανταφυλλόπουλος, Σ. Αγαπητίδης, Η. Οικονόμου, Λ. Αρβανίτης, Α. Αγγελόπουλος, Α. Αποστολόπουλος, Ε. Κατρίτσης και Α. Τσούτσος.

*Με διετή οι Κ. Τούντας, Ι. Μ. Δασκαλόπουλος, Γ. Αγιουτάντης, Κ. Ηλιόπουλος, Σ. Τσούρας.

*Με 18 μήνες οι Ι. Καλόβουλος, Ι. Καλογήρου, Κ. Φράγκος, Φ. Λοΐζος, Δ. Γρηγοριάδης, Ν. Καρμίρης και με 15 μήνες ο Δ. Λαμπράκης. Με ένα χρόνο οι Χ. Διακόπουλος, Γ. Κουτσουμάρης, Τ. Φιλιππίδης, Ε. Τσιρογιάννης, Κ. Μητσάκης, Κ. Κοψιαύτης και με έξι μήνες οι Σ. Μαυράκης, Γ. Σχινάς, Ι. Οικονομόπουλος, Α. Λοΐζος, Α.-Σ. Γιαννούσης, Δ. Βαρώνος.

*Με τρεις μήνες οι Κ. Μανάφης και Δ. Θεοδωρόπουλος και με δύο οι Κ. Τριανταφυλλίδης, Π. Λαδόπουλος.

Για ευνόητους λόγους δεν σκοπεύουμε να αναφέρουμε εδώ τα ονόματα των δεκατεσσάρων «απαλλαγέντων». Σημειώνουμε απλώς ότι, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα υλικά, αρκετοί από αυτούς πρέπει ακόμη να ευγνωμονούν τη Συντακτική Πράξη της 3.9.1974 και τις αυστηρά «επιλεκτικές» διατάξεις της. 
(Ελευθεροτυπία, 21/4/2002)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου