Με αφορμή την χτεσινή βόλτα μας στον Πειραιά, είπα πως ίσως κάποτε μιλήσουμε για την μεγάλη απόδραση των Βούρλων. Δεν πρόλαβα να αποσώσω την κουβέντα μου, άρχισαν οι προτροπές των αναγνωστών να το κάνω. Ε, θα το κάνω από βδομάδα. Σήμερα Παρασκευή, είπαμε πως φέρνουμε την αυριανή αργία των Φώτων μια μέρα πιο κοντά, οπότε μη ζητάτε πολλά. Το πολύ-πολύ να πιάσω αφορμή από κάτι που αναφέραμε χτες ξώφαλτσα και να αρχίσω άλλες ιστορίες.
Χτες, λοιπόν, έβαλα μια φωτογραφία τής οδού Αίμου, στην Λεύκα του Πειραιά, σημάδεψα τον αριθμό 8 του δρόμου, όπου το 1920 ο Γιώργος Μπάτης άνοιξε το χοροδιδασκαλείο "Κάρμεν" και σημείωσα ότι απέναντι ακριβώς ήταν το σπίτι του Μιχάλη Γενίτσαρη. Όταν ο Μπάτης άνοιγε το "Κάρμεν", ο Μιχάλης ήταν μόλις τριών χρόνων. Λίγο πιο κάτω, αριστερά στην Παλαμηδίου, στην γωνία με Αδριανουπόλεως, ο πατέρας του είχε ένα μαγαζί πολύ "προχώ", όπως θα το λέγαμε σήμερα. Την ημέρα λειτουργούσε ως λαϊκό μαγερειό (πατσά, βραστούρα, φασολάδα, λαδερό, γιουβέτσι, κανά κοκκινιστό της κατσαρόλας κλπ) αλλά σαν βράδυαζε μετατρεπόταν σε μπυραρία μετά μουσικής, έτσι όπως είδαμε τις μπυραρίες προχτές, που είχαμε πάει ως του Πίκινου.
Άντε τώρα να βρει ο Μιχάλης μυαλό για σχολείο. Έβγαλε την πρώτη δημοτικού με το ζόρι και μετά έπιασε στασίδι στο μαγαζί του πατέρα του, δουλεύοντας κανονικά ως παραγιός. Ε, πολύ ήθελε; Κάτι τα όργανα στο μαγαζί, κάτι που έγινε φιλαράκι με τον Θανάση, τον γιο του Μπάτη, κάτι που τον είχε πάρει ο ίδιος ο Μπάτης από ίσκιο και τον περιμάζευε, κάτι ένας παλιομπαγλαμάς που βρήκε σε μια κασέλα στο σπίτι του, άρχισε ο Μιχάλης να γρατζουνάει τα τέλια από μικρός. Και σαν ξεπετάχτηκε λίγο και πήγε για μεροκάματο ως καζαντζής (έφτιαχνε καζάνια) στο χυτήριο του μαστρο-Κώστα του Καταγά, ανέλαβε ο ίδιος ο μαστρο-Κώστας να μάθει στον μικρό Μιχάλη τα κόλπα και τα μυστικά τού μπουζουκιού. Στα δεκαπέντε αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι.
Το κομμάτι πήγε καλά, ο Μιχάλης άρχισε να γίνεται γνωστός και αποφάσισε ν' αφήσει το χυτήριο και να ανοίξει έναν καφενέ στην από πάνω γωνία του σπιτιού του, Αίμου και Βάσσου, όπου από την πρώτη στιγμή άρχισε να γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Και ποιος δεν πέρασε από κει να παίξει μπουζούκι; Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Δελιάς, Καρυδάκιας... Μα όταν κάποτε λιγουρεύτηκε μια πουτάνα από τα Βούρλα, το παράτησε και πήγε να ανοίξει άλλο εκεί κοντά της. Αυτό του το έκλεισε η αστυνομία. Ύστερα άνοιξε άλλο, αυτή την φορά στα Καμίνια, συνεταιρικά με τον Παπαϊωάννου. Κι όταν έκλεισε και τούτο, πήγε για δουλειά στο περίφημο μαγαζί τού Αντώνη Βλάχου, το "Δάσος" (τότε στην Ιερά Οδό 145, στο Αιγάλεω πήγε το 1947), όπου μαζεύονταν όλοι οι μάγκες και οι νταήδες αλλά και όλοι οι μεγάλοι μπουζουξήδες της εποχής. Ο νταής Γενίτσαρης δεν άργησε να μπλέξει κι εκεί σε σοβαρό καυγά. Άντε ξανά στην ψειρού. Κάνει μέσα κάτι μήνες, γυρνάει στο μαγαζί, μπλέκει σε άλλον καυγά όπου πέσανε και κάτι πιστολιές. Τούτη την φορά, αντί για φυλακή, τον χαρακτήρισαν "δημόσιο κίνδυνο" και τον στείλανε ένα χρόνο εξορία στην Ίο.
Το 1940, λίγο πριν τον πόλεμο, πήγε φαντάρος. Στις πέντε μέρες την κοπάνησε με ένα φιλαράκι του, τον Γιάννη Βασσάλο, επειδή μάθανε πως οι γκόμενές τους ξενοπηδιόνταν, η Σοφία του Μιχάλη με έναν κελευστή και η Νίτσα του Γιάννη με έναν αρχιφύλακα του ηθών (!). Τι γκόμενες που ξενοπηδιόνταν δηλαδή, πουτάνες ήσαν και κάνανε την δουλειά τους. Ε, και; Πρώτη επίσκεψη στο μπουρδέλο τής πρώτης, της μαχαιρώνει ο Γενίτσαρης το κωλομέρι πάντα κι άλλη. Δεύτερη επίσκεψη στα Βούρλα, βλέπει ο Βασσάλος τον αρχιφύλακα και τον μαχαιρώνει. Έλα, όμως, που στο σκοτάδι λάθεψε και ο "αρχιφύλακας" ήταν ο Στέλιος ο Κηρομύτης! Εν πάση περιπτώσει, από όλη αυτή την ιστορία, ο Γενίτσαρης κέρδισε άλλα δυο χρόνια στην φυλακή. Σαν βγήκε, πήγε για δουλειά σε διάφορα μαγαζιά ώσπου κατέληξε πάλι στο "Δάσος". Εκεί μπλέκει με κάτι κομπίνες, τον πιάνουν, άντε πάλι μέσα ενάμισυ χρόνο.
Παρά την μαχαιριά, η Σοφία δεν έκοψε από τον Μιχάλη. Όμως, κάποτε τον άφησε για να πάει να δουλέψει λίγο καιρό σε ένα μπουρδέλο στην Θήβα, που είχε καλά λεφτά. Εκεί την ερωτεύεται ένας ενωμοτάρχης, "μαμαζέλ σας ηγαπώ και θέλω να σας στεφανώσω", η Σοφία βλέπει την ευκαιρία να δέσει το γαϊδούρι της και μηνάει του Γενίτσαρη ότι αρραβωνιάστηκε και δεν θα γυρίσει. Ψύχραιμος ο Γενίτσαρης, πάει σπίτι της, βγάζει όλα τα πράγματά της στον δρόμο και τα πουλάει κοψοχρονιά. Μετά πάει και γίνεται στουπί από ούζο. Και στο φινάλε παίρνει δυο φιλαράκια του και κινάνε για την Θήβα.
Το 1952 ο Γενίτσαρης σταμάτησε το τραγούδι κι έγινε φρουτέμπορος στην λαχαναγορά του Πειραιά. Σωστά αγανάχτησε με την λογοκρισία αλλά τα συμπεράσματά του ήταν τελείως λάθος:
----------------------------------------------------
(*) Στην συγκεκριμένη εκτέλεση ερμηνευτής είναι ο Ανέστος Δελιάς.
Σημείωση: Τα ένθετα αποσπάσματα είναι από την προ πολλών ετών εξαντλημένη αυτοβιογραφία τού Μιχάλη Γενίτσαρη, η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1992 από τις εκδόσεις Δωδώνη με τον τίτλο "Μάγκας από μικράκι".
http://teddygr.blogspot.gr/
Χτες, λοιπόν, έβαλα μια φωτογραφία τής οδού Αίμου, στην Λεύκα του Πειραιά, σημάδεψα τον αριθμό 8 του δρόμου, όπου το 1920 ο Γιώργος Μπάτης άνοιξε το χοροδιδασκαλείο "Κάρμεν" και σημείωσα ότι απέναντι ακριβώς ήταν το σπίτι του Μιχάλη Γενίτσαρη. Όταν ο Μπάτης άνοιγε το "Κάρμεν", ο Μιχάλης ήταν μόλις τριών χρόνων. Λίγο πιο κάτω, αριστερά στην Παλαμηδίου, στην γωνία με Αδριανουπόλεως, ο πατέρας του είχε ένα μαγαζί πολύ "προχώ", όπως θα το λέγαμε σήμερα. Την ημέρα λειτουργούσε ως λαϊκό μαγερειό (πατσά, βραστούρα, φασολάδα, λαδερό, γιουβέτσι, κανά κοκκινιστό της κατσαρόλας κλπ) αλλά σαν βράδυαζε μετατρεπόταν σε μπυραρία μετά μουσικής, έτσι όπως είδαμε τις μπυραρίες προχτές, που είχαμε πάει ως του Πίκινου.
Μιχάλης Γενίτσαρης, Σωτηρία Μπέλλου (1948) |
Άντε τώρα να βρει ο Μιχάλης μυαλό για σχολείο. Έβγαλε την πρώτη δημοτικού με το ζόρι και μετά έπιασε στασίδι στο μαγαζί του πατέρα του, δουλεύοντας κανονικά ως παραγιός. Ε, πολύ ήθελε; Κάτι τα όργανα στο μαγαζί, κάτι που έγινε φιλαράκι με τον Θανάση, τον γιο του Μπάτη, κάτι που τον είχε πάρει ο ίδιος ο Μπάτης από ίσκιο και τον περιμάζευε, κάτι ένας παλιομπαγλαμάς που βρήκε σε μια κασέλα στο σπίτι του, άρχισε ο Μιχάλης να γρατζουνάει τα τέλια από μικρός. Και σαν ξεπετάχτηκε λίγο και πήγε για μεροκάματο ως καζαντζής (έφτιαχνε καζάνια) στο χυτήριο του μαστρο-Κώστα του Καταγά, ανέλαβε ο ίδιος ο μαστρο-Κώστας να μάθει στον μικρό Μιχάλη τα κόλπα και τα μυστικά τού μπουζουκιού. Στα δεκαπέντε αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι.
Τα βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε στις γειτονιές, εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα. Εν τω μεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο το Δελιά, το Μάρκο, που δεν είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία. Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο.Αν χτες κάναμε κουβέντα για μάγκες και νταήδες τού προπολεμικού Πειραιά, τί να πούμε για τον Γενίτσαρη; Στα 17 του τα έβαλε με έναν μπάτσο, που του έκανε παρατήρηση και πάνω στον καυγά ο μπάτσος τόλμησε να του κλοτσήσει το μπουζούκι και να το σπάσει. Φυσικά, ο Μιχάλης τον έκανε του αλατιού. Ναι, καλά του ξηγήθηκε και παράσημο στο πέτο οι έξι μήνες που έκατσε στις φυλακές Αβέρωφ "προς αναμόρφωσιν". Κι όταν ξεμπουκάρισε και ξαναγύρισε στο καζαντζιλήκι, είχε κάνει ένα σεβαστό όνομα, παρά "το νεαρόν της ηλικίας του". Εκεί ήταν που έγραψε τον ύμνο "Εγώ μάγκας φαινόμουνα" (*), ένα κομμάτι που ηχογράφησε στην Κολούμπια το 1937, φλιπσάιντ στην "Φαληριώτισσα" του Στράτου Παγιουμτζή.
Το κομμάτι πήγε καλά, ο Μιχάλης άρχισε να γίνεται γνωστός και αποφάσισε ν' αφήσει το χυτήριο και να ανοίξει έναν καφενέ στην από πάνω γωνία του σπιτιού του, Αίμου και Βάσσου, όπου από την πρώτη στιγμή άρχισε να γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Και ποιος δεν πέρασε από κει να παίξει μπουζούκι; Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Δελιάς, Καρυδάκιας... Μα όταν κάποτε λιγουρεύτηκε μια πουτάνα από τα Βούρλα, το παράτησε και πήγε να ανοίξει άλλο εκεί κοντά της. Αυτό του το έκλεισε η αστυνομία. Ύστερα άνοιξε άλλο, αυτή την φορά στα Καμίνια, συνεταιρικά με τον Παπαϊωάννου. Κι όταν έκλεισε και τούτο, πήγε για δουλειά στο περίφημο μαγαζί τού Αντώνη Βλάχου, το "Δάσος" (τότε στην Ιερά Οδό 145, στο Αιγάλεω πήγε το 1947), όπου μαζεύονταν όλοι οι μάγκες και οι νταήδες αλλά και όλοι οι μεγάλοι μπουζουξήδες της εποχής. Ο νταής Γενίτσαρης δεν άργησε να μπλέξει κι εκεί σε σοβαρό καυγά. Άντε ξανά στην ψειρού. Κάνει μέσα κάτι μήνες, γυρνάει στο μαγαζί, μπλέκει σε άλλον καυγά όπου πέσανε και κάτι πιστολιές. Τούτη την φορά, αντί για φυλακή, τον χαρακτήρισαν "δημόσιο κίνδυνο" και τον στείλανε ένα χρόνο εξορία στην Ίο.
Το 1940, λίγο πριν τον πόλεμο, πήγε φαντάρος. Στις πέντε μέρες την κοπάνησε με ένα φιλαράκι του, τον Γιάννη Βασσάλο, επειδή μάθανε πως οι γκόμενές τους ξενοπηδιόνταν, η Σοφία του Μιχάλη με έναν κελευστή και η Νίτσα του Γιάννη με έναν αρχιφύλακα του ηθών (!). Τι γκόμενες που ξενοπηδιόνταν δηλαδή, πουτάνες ήσαν και κάνανε την δουλειά τους. Ε, και; Πρώτη επίσκεψη στο μπουρδέλο τής πρώτης, της μαχαιρώνει ο Γενίτσαρης το κωλομέρι πάντα κι άλλη. Δεύτερη επίσκεψη στα Βούρλα, βλέπει ο Βασσάλος τον αρχιφύλακα και τον μαχαιρώνει. Έλα, όμως, που στο σκοτάδι λάθεψε και ο "αρχιφύλακας" ήταν ο Στέλιος ο Κηρομύτης! Εν πάση περιπτώσει, από όλη αυτή την ιστορία, ο Γενίτσαρης κέρδισε άλλα δυο χρόνια στην φυλακή. Σαν βγήκε, πήγε για δουλειά σε διάφορα μαγαζιά ώσπου κατέληξε πάλι στο "Δάσος". Εκεί μπλέκει με κάτι κομπίνες, τον πιάνουν, άντε πάλι μέσα ενάμισυ χρόνο.
Παρά την μαχαιριά, η Σοφία δεν έκοψε από τον Μιχάλη. Όμως, κάποτε τον άφησε για να πάει να δουλέψει λίγο καιρό σε ένα μπουρδέλο στην Θήβα, που είχε καλά λεφτά. Εκεί την ερωτεύεται ένας ενωμοτάρχης, "μαμαζέλ σας ηγαπώ και θέλω να σας στεφανώσω", η Σοφία βλέπει την ευκαιρία να δέσει το γαϊδούρι της και μηνάει του Γενίτσαρη ότι αρραβωνιάστηκε και δεν θα γυρίσει. Ψύχραιμος ο Γενίτσαρης, πάει σπίτι της, βγάζει όλα τα πράγματά της στον δρόμο και τα πουλάει κοψοχρονιά. Μετά πάει και γίνεται στουπί από ούζο. Και στο φινάλε παίρνει δυο φιλαράκια του και κινάνε για την Θήβα.
Τότε έγινε το σώσε. Αποπάνω από τις σκάλες βλέπω τη Σοφία και πεντέξι από τις άλλες γυναίκες να φωνάζουνε σαν τρομαγμένα θηρία. Ο Κουτσομπόλης είχε κάτσει όξω, ο Μαρίνης κάτω στις σκάλες, και εγώ πάω απάνω. Μόλις ανεβαίνω απάνω, βλέπω έναν άντρα που έχει ανοίξει ένα παράθυρο από πίσω από το σπίτι, που ήτανε και πιο χαμηλά, και πηδάει έξω. Εγώ τρέχω στο παράθυρο νομίζοντας ότι είναι ο ενωματάρχης, του ρίχνω, αλλά αυτός χάθηκε· έτρεχε πολύ. Τότε γυρίζω εγώ, μαγκώνω τη Σοφία από τα μαλλιά και την τραβάω να μου πει πού είναι το δωμάτιό της. Μπαίνω σε ένα, ήταν μια ντουλάπα με καθρέφτη, σπάω τον καθρέφτη, σπάω μια κανάτα μεγάλη με μια λεκάνη. Αλλά η Σοφία φοβήθηκε και φεύγει να πάει κάτω. Τότε εγώ φωνάζω του Στράτου να την πιάσει, και περιλαβαίνω την μαντάμα (ονόματι Μαργιώ) να μου δείξει το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτή φοβάται να μου το δείξει, γιατί νομίζει ότι εγώ θα της κάψω τα ρούχα. Και τότες αρχινάει η ζημιά· δεν αφήνω δωμάτιο γερό. Τά 'σπασα όλα μέσα: ντουλάπες, λαβουμάνα, ρούχα έσκιζα και άλλα. Ώσπου μπαίνω στο δωμάτιο της μαντάμας μέσα, χωρίς να ξέρω ότι είναι της μαντάμας. Ορμάει κι αυτή μέσα, φοβούμενη μη της σπάσω κι αυτηνής και πάει να μου αρπάξει την κάμα που βαστούσα στα χέρια. Τότε γίνεται το μοιραίο· της κόβω το χέρι και της αφαιράω δύο δάχτυλα. Μπήζει τις φωνές...
Καθιστοί από αριστερά: Μιχάλης Γενίτσαρης, Γιάννης "Μπιρ Αλλάχ" Σταμούλης, Λευτέρης Τσαγκαράκης (1942) |
Το 1952 ο Γενίτσαρης σταμάτησε το τραγούδι κι έγινε φρουτέμπορος στην λαχαναγορά του Πειραιά. Σωστά αγανάχτησε με την λογοκρισία αλλά τα συμπεράσματά του ήταν τελείως λάθος:
Εγώ μετά είδα την κατάντια του ρεμπέτικου: λογοκρισία, κυνήγησαν το ρεμπέτικο. Πέσαν στη μέση μουσικοί καινούργιοι, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και άλλοι. Αυτοί κυνήγησαν το ρεμπέτικο και αρχινήσανε με διάφορα μέσα να το ρίξουν. Έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα και αρχινήσαν και αυτοί και ονόμαζαν τα τραγούδια τους αρχοντορεμπέτικα. Του δώσανε μία μορφή ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο ευρωπαϊκό που το κλόνισε όμως για ένα διάστημα, με τα βιομηχανοποιημένα αρχοντορεμπέτικα.Μετά το 1971, με την παρότρυνση του Ηλία Πετρόπουλου, ο Γενίτσαρης ξαναγύρισε στο πάλκο, παίζοντας για κάμποσο καιρό στο "Κύτταρο". Σύντομα τα ξαναπαράτησε, αυτή την φορά οριστικά. Γύρισε στο πατρικό του, όπου έζησε ίσαμε το τέλος. Έφυγε στις 11 Μαΐου 2005, στα 88 του χρόνια. Πίσω του άφησε για να τον θυμίζουν το "Εγώ μάγκας φαινόμουνα", το "Σαλταδόρος (Θα σαλτάρω)", το "Στα όρη βγαίνει η κάπαρη", το "Θά 'ρθω νύχτα τοίχο-τοίχο" και πολλά άλλα κομμάτια. Ανάμεσά τους και το "Ένας λεβέντης έσβησε", ένα τραγούδι σε στίχους Νίκου Μάθεση (Τρελάκια) για τον θάνατο του Βελουχιώτη.
----------------------------------------------------
(*) Στην συγκεκριμένη εκτέλεση ερμηνευτής είναι ο Ανέστος Δελιάς.
Σημείωση: Τα ένθετα αποσπάσματα είναι από την προ πολλών ετών εξαντλημένη αυτοβιογραφία τού Μιχάλη Γενίτσαρη, η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1992 από τις εκδόσεις Δωδώνη με τον τίτλο "Μάγκας από μικράκι".
http://teddygr.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου