Σηκώνομαι αρκετά νωρίς το πρωϊ ώστε να μη νιώθω ενοχές πως έχασα ακόμη μια ανατολή, πως ξόδεψα τις πιο δημιουργικές μου ώρες στο κρεβάτι. Φτιάχνω το καθημερινό μου καφεδάκι, κάνοντας κλικ πρώτα στο μέιλ, ύστερα στα sites με τις αγγελίες που ‘χω βάλει bookmark. Τίποτε καινούργιο και σήμερα, πέρα απ’ τις γνωστές μούφα εταιρίες που ζητούν πρήχτες.
Ανοίγω τηλεόραση για να πετύχω γι’ άλλη μια φορά τους συνηθισμένους παπαγάλους ν’ αναμασάν την ίδια και την ίδια φρασεολογία, να μού θέτουν κουνώντας το δάχτυλο και με δήθεν χαλαρή πρωϊνή διάθεση, τα διλήμματα της εβδομάδας. Φτύνω την οθόνη και βγάζω την πρίζα, ορκιζόμενος για πολλοστή φορά πως δεν θα την ξανανοίξω τη γαμημένη.
Ανοίγω το ψυγείο, να τσεκάρω τι έχει περισσέψει. Δυο ανοιχτά κουτιά με σάλτσα, λίγα αυγά, φέτες για τοστ και μια μισοτελειωμένη συσκευασία ζαμπονάκι. Και στο ντουλάπι, μακαρόνια κι άλλα ζυμαρικά που ‘χα αγοράσει προσφορά, για τις μέρες που θα μαγειρεύω μόνος. Στο τραπέζι, δίπλα στις φέτες με μαρμελάδα που πασάλειψα, δύο απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύμα, δύο κοινόχρηστα και μια προειδοποίηση απ΄την εταιρία του ίντερνετ πως έρχεται κόψιμο. Τα κρύβω μέσα στο ντουλάπι, να μην τα βλέπω και χαλιέμαι πάλι. Άσε που χρωστάω και 2 νοίκια. Στο ίδιο ντουλάπι που έχω πρόχειρα ένα πτυχίο κι ένα μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία, κάποιες δεκάδες βεβαιώσεις και μοστραρισμένη πάνω πάνω μια κάρτα ανεργίας.
Δυο κολλητάρια έφυγαν ήδη για έξω, κι η πρώην πια κοπέλα μια απ΄τα ίδια. Στο αεροδρόμιο τους χαιρετούσα κι είχαν κάτι μάτια όλο ζωντάνια, σα να πηγαίνουν σ’ άλλο πλανήτη όπου όλα ομορφαίνουν. Σκατά, λένε, όμως. Στην Ολλανδία οι δύο ακόμη τριγυρνάνε από γραφείο ευρέσεως σε θερμοκήπια μπας και τους πάρει κανένας, ενώ ακόμα δεν βρήκαν ένα νορμάλ σπίτι ν’ αφήσουν τα προικιά που κουβάλησαν μαζί τους. Η κοπελιά στην Αυστραλία, στο σόι της, ακόμη παιδεύεται να βγάλει άδεια εργασίας, εδώ και κάτι μήνες.
Κι εγώ εδώ, από τη μια να ψάχνω για δουλειά και να εισπράττω άκυρα, από την άλλη να μου ‘ρχονται ιδέες να κάνω κάτι δικό μου και να μην έχω φράγκα• και στο τέλος να βλέπω από πάνω τον κόσμο γύρω μου να αποκτηνώνεται, κι ως πολιτική θέση να γαυγίζει «έξω οι ξένοι». Όχι «η ξένη» όμως, γιατί κι η φουκαριάρα η Ρωσίδα που αναγκάζεται να τους κωλοτρίβεται στο μπαράκι πιο κάτω, ξένη είναι. Τέτοιοι τύποι (που δεν είναι και λίγοι), όταν λένε «ξένοι» εννοούν όσους δεν τους εκμεταλλεύονται κι όσες δεν χουφτώνουν. Κι αν αυτή η μερίδα του κόσμου, δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μας την παρουσιάζουν οι τηλεαστέρες, έχω και τους άλλους που τους βλέπω καθημερινά, της διπλανής πόρτας που λέμε, τους πασόκους που βρίζουν το Σύριζα, τους δεξιούς του Σαμαρικού θιάσου που βρίζουν τον Τσίπρα, τους νυν και πρώην κνίτες που τα βάζουν με τους θιασώτες του δίκαιου καπιταλισμού (πάλι δηλαδή τον Σύριζα), τους συντρόφους απ’ τα ΕΑΑΚ (Ανταρσύα ντε) να λένε κι αυτοί για τον Σύριζα, και τους συριζαίους να προσπαθούν να συμβιβάσουν όσα έλεγαν ως υποστηρικτές κόμματος διαμαρτυρίας με αυτά που πρέπει να πουν τώρα που το κόμμα τους οδεύει για εξουσία.
Κι οι αναρχικοί; Αυτοί, να έχουν μπλέξει σε χίλια μέτωπα…Από τη μια να κυνηγάν φασιστομαλάκες που αφού τελειώσαν οι καγκουριές στα κλαμπ κι η χλίδα με τα τούρμπο αμαξάκια, ξοδεύουν την όποια κινητικότητα του γκαζοντενεκέ που έχουν αντί για κεφάλι στο πώς θα ξεκοιλιάσουν Αφγανούς. Από την άλλη να προστατέψουν τα αυτόνομα στέκια που έχουν ξεφυτρώσει σα μανιτάρια μετά το Δεκέμβρη του ’08, από τις επιθέσεις των μπάτσων. Επίσης, να οργανώσουν εκδηλώσεις, συζητήσεις μπας και πάει μπροστά κάποιο κίνημα από τα κάτω. Να παρευρεθούν ως αλληλέγγυοι σε συλλήψεις συντρόφων, που έχουμε χάσει το μέτρημα σχετικά με το πόσοι είναι προφυλακισμένοι (ή και καταδικασμένοι ) με τρελές κατηγορίες, χωρίς αποδείξεις, χωρίς τίποτε. Βλέπεις, σ’ αυτή τη χώρα ο Χριστοφοράκος φεύγει ταξιδάκια στο Μπέρλιν, κι ο Σίμος μπαίνει φυλακή για χρόνια ώστε να αθωωθεί σήμερα. Κάποτε το «πουτάνα κοινωνία», το λέγαμε χάριν αστεϊσμού. Σήμερα λέω Πουτάνα Κοινωνία και γεμίζει το στόμα μου οργή κι αγανάκτηση και θλίψη κι απελπισία και ό,τι άλλο σκέφτεσαι βάλτο μέσα…
Ακούω ευχές για επανάσταση και με πιάνουν τα γέλια, εμένα που πριν λίγα χρόνια ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά κατειλλημένες σχολές, φουγάρα από εργοστάσια να ατμίζουν επαναστατικό καπνό, συνελεύσεις στημένες και λόγους εμπνευσμένους ν’ ακούγονται εκεί, πιτσιρικάδες να συγκρούονται με μπάτσους και να τους αναγκάζουν σε τρεχάλα, σχέδια για την επόμενη μέρα να πέφτουν στα τραπέζια κι ερωτευμένα πιτσουνάκια να κυλιούνται στα χορτάρια όλης της χώρας• ονειρευόμουνα πολλά ο Μαλάκας. Και τώρα…να περιμένω τα συνδικάτα των χαραμοφάηδων να κυρήξουν καμιά απεργία, να βγούμε να κάνουμε βολτίτσα. Να περιμένω κάτι επίδοξους ηγετίσκους να τα βρούνε σχετικά με το ποιό πανό θα μπει μπροστά και ποιο προσυμφωνημένο με τους κρατικούς μηχανισμούς δρομολόγιο θ’ ακολουθήσουμε. Να φωνάζω τα ίδια και τα ίδια ξεπερασμένα συνθήματα γι’ αφεντικά, αστούς και κεφαλαιοκράτες. Ξεχάσαμε, σαν το ΚΚΕ, να προσαρμοστούμε στο ότι τα αφεντικά ζουν στο Αμέρικα, το κεφάλαιο τους είναι στο Γιβραλτάρ ή στη χώρα που κάνουνε ρολόγια δεν είναι εχθροί, αλλά άνθρωποι με τους οποίους θα συμβιώσουμε και δεν θα τους κρεμάσουμε, ούτε αυτούς, ούτε τους μπάτσους, ούτε τους πολιτικούς, γιατί αν το κάναμε θα γινόμασταν ίδιοι με τα μούτρα τους. Που σκατά είν’ η φαντασία; Λέμε για νέα γενιά, κι αναπαράγουμε τα συνθήματα, τις ιδέες, τα στερεότυπα που μας παρέδωσε η προηγούμενη γενιά. Ναι, αυτή που έζησε την καταναλωτική ευημερία και δεν έβγαλε κιχ για να την τελειώσει. Αυτήν που όταν τα (σήμερα τα λένε τοκογλυφικά) δάνεια έρεαν στα βύσματα και στις επιδοτήσεις και στα επιδόματα και όπου φανταστείς, έβγαζαν το σκασμό βουλώνοντας το στόμα με χρήμα. Λίγοι μιλούσαν, λίγοι άκουγαν…έτσι πάει. Σήμερα που μιλάν πολλοί, και ακούν πολλοί, υπάρχει σύχγυση επικοινωνίας. Μια μέση λύση δεν μας ταίριαξε ποτέ.
Κι αν φαίνομαι απογοητευμένος, είναι επειδή φαίνομαι και αδυνατισμένος. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα για ένα μέλλον αλλιώτικο απ’ αυτό που μου υπόσχεται ο κάθε τραπεζίτης.. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα και για τη μάνα μου και τον γείτονα, που τόσα έχω περάσει μαζί της και μαζί του. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα μου και γι΄αυτόν κι αυτήν που δεν γνώρισα ποτέ, επειδή πάντα θα ήθελα να τον ή την γνωρίσω χαρούμενο/η κι όχι μέσα στη μιζέρια. Περιμένω από σένα, ναι, είναι αλήθεια. Περιμένω από σένα, που ‘σαι ακόμα ελπιδοφόρος, που ‘χεις ακόμα πολύ ζωντάνια μέσα σου, να βγεις και να με παρασύρεις. Περιμένω από όσους φόρεσαν κουκούλα να μου προσφέρουν κι εμένα μία, γιατί ενάντια στον απρόσωπο δυνάστη, θα πάω κι εγώ ανώνυμος επαναστάτης. Περιμένω από όσους δεν μασάνε από τα παραμύθια των μίντια, από αυτούς που έχουν τα κότσια να συγκρουστούν για τους εαυτούς τους και για μένα, να χαλάσουμε παρέα αυτή την κοινωνική ραθυμία, αυτό το μακρόσυρτο θάνατο. Δεν έχω την επόμενη μέρα σχεδιασμένη σε τεφτέρι, μην μου το ζητάς αυτό, γιατί δεν θα στο δώσω ακόμη κι αν μπορούσα να το κάνω. Θα την δημιουργήσω την επόμενη μέρα, παρέα με το φιλαράκο που ανέφερα παραπάνω. Και μην με κατηγορήσεις ότι σκέφτομαι με τη λογική του βλέποντας και κάνοντας, γιατί είμαι της λογικής του Πράττοντας και Αμφισβητώντας.
Θα συναντηθούμε στο δρόμο της πράξης
Θα μιλήσουμε στους διαλόγους της αμφισβήτησης
Τον Ιούνη που μας έρχεται ας σηκώσουμε τους γείτονες στο πόδι. Η ησυχία είναι για τους ήσυχους, η ασφάλεια για τους ασφαλίτες, και η επανάσταση για εμάς τους λυσσασμένους. Επαναστάτησε ρε! Μπορώ!
ΥΓ. Τώρα που τελείωσα, αλλάζω και τον τίτλο. Ας το κάνουμε «Κάλεσμα Ανώνυμου Λυσσασμένου».
Eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου