Αποχαιρετώντας την Κατερίνα Θανοπούλου
Αμφιθέατρο του 9,84, Τεχνόπολις, Γκάζι, 30.10.2024
Εκατοντάδες παραβρέθηκαν και δεκάδες χαιρέτισαν χθες, μιλώντας, διαβάζοντας στίχους της και τραγουδώντας αγαπημένα της τραγούδια συνοδεία λαϊκών και παραδοσιακών μουσικών οργάνων, μια συνάντηση όλων των ηλικιών, σε μια γιορτή αποχαιρετισμού οργανωμένη από την οικογένεια της, την κόρη της Ανθή και τις Εκδόσεις Άπαρσις - όπως θ’ άρεσε και όπως ταίριαζε στο χαμογελαστό κορίτσι που αποχαιρετούσαμε.
Ακολουθεί το κείμενο αποχαιρετισμού της Νάντιας Βαλαβάνη:
Την Κατερίνα, την Κατερινούλα, αυτό το λαμπερό χαμογελαστό πλάσμα που αποχαιρετούμε σήμερα, έχω την αίσθηση ότι την ήξερα όλη μου τη ζωή. Και, απ’ ότι φαίνεται, αυτή η αίσθηση για τη μεταξύ μας σχέση είναι διάχυτη και στους δικούς της ανθρώπους, ξεκινώντας από την αγαπημένη της κόρη, «το σπλάχνο μας», όπως την αποκαλεί σ’ ένα της ποίημα, την Ανθή. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι πρωτογνωριστήκαμε μόλις μια δεκαετία πριν. Κι αν συμβατικά η απόσταση ανάμεσα στις γενιές είναι 30 χρόνια, παρ’ όλο ότι μας χώριζαν πολύ λιγότερα, το ένα τρίτο, 11 χρόνια – η Κατερίνα έφυγε τόσο πρόωρα, στα 59 της, τον ίδιο μήνα που εγώ έγινα 70 χρονών -, στην πραγματικότητα η Κατερίνα ανήκει στην επόμενη από τη δική μου γενιά, στην πρώτη γενιά της Μεταπολίτευσης. Η ειδοποιός διαφορά δεν είναι η διαφορά της ηλικίας, αλλά ότι το Πολυτεχνείο το έζησε κοριτσάκι μόλις 8 χρονών. Ταυτόχρονα, αυτή η τρέχουσα, η τελευταία δεκαετία, που συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν συντρόφισσες - μαζί και με πολλές και πολλούς άλλους - από την ίδια μεριά του μεγάλου ποταμού, του Ρουβίκωνα, και γίναμε φίλες με μεγάλη εκτίμηση κι αγάπη ανάμεσα μας, είναι τόσο πυκνή σε ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα, που κι εμείς πιστεύω νιώθαμε σαν να γνωριζόμασταν από πάντα.
Ίσως όχι τυχαία, την Κατερίνα τη γνώρισα με αφορμή τις δυο μεγάλες συλλογικές αγάπες της ζωής της: Τα παιδιά, ειδικά αυτά που εμφανίζονται ως παιδιά ενός κατώτερου θεού - είτε με ειδικές ανάγκες (γι’ αυτό και είχε επιλέξει να διδάσκει Μαθηματικά στην Ειδική Αγωγή) είτε με σωματική αρτιμέλεια, αλλά μακριά απ’ την οικογένεια τους, στα ορφανοτροφεία και άλλα συναφή ιδρύματα. Και την ποίηση - όχι ως καταφύγιο από την πραγματικότητα, αλλά ως τον πιο ισχυρό τρόπο έκφρασης της ανάγκης για ζωή: όχι της απλής επιβίωσης στα όρια της ύπαρξης, αλλά για μια γεμάτη νόημα κι ολόπλευρη ζωή.
Τέτοια περίοδο δέκα χρόνια πριν, νέα και νεαρή Αντιπεριφερειάρχης μ’ ευθύνη για όλο το φάσμα της Κοινωνικής Πρόνοιας στην Αττική, η Κατερίνα ήρθε και με βρήκε. Ήταν μια απελπιστική εποχή, μια εποχή που αξέχαστα μανάδες έφερναν κι άφηναν τα παιδιά τους, ηλικίας δημοτικού, στο πρώην Ορφανοτροφείο Ορφανών Πολέμου στην Καλλιθέα παίρνοντας τα σπίτι μόνο την Κυριακή - για ένα και μοναδικό λόγο: Να τους εξασφαλίσουν το πιάτο το φαί που δεν διέθεταν πια καθημερινά στο σπίτι. Υποθέτω ότι η Κατερίνα είχε αντιληφθεί κάποιες ερωτήσεις κοινοβουλευτικού ελέγχου που είχα κάνει χωρίς να έχω ανάλογη αρμοδιότητα, για το Ορφανοτροφείο Καλλιθέας, που στη γειτονιά του έμενα επί 22 χρόνια μέχρι το 2000, και για την Παιδούπολη του Αλίμου, όπου προσωπικό, διεύθυνση και εθελόντριες έδιναν μάχη μέχρι εσχάτων για να διασώσουν ότι μπορούσαν: Η τότε μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά κατ’ εντολή της Τρόικας προωθούσε ένα σχέδιο ενοποίησης ιδρυμάτων άσχετα από γεωγραφικά, ηλικιακά ή θεματικά κριτήρια, μόνο και μόνο για να μπορέσει να ψαλιδίσει ακόμα περισσότερο τους σακατεμένους προϋπολογισμούς τους, καταβαραθρώνοντας τις προσπάθειες που γινόταν από εργαζόμενες κι εργαζόμενους μέσα απ’ τα ίδια τα ιδρύματα για να μην καταρρεύσουν. Η Κατερίνα μου έφερε στοιχεία, στα οποία δεν είχα πρόσβαση, κι ένα πεδίο γνώσεων που δεν διέθετα για όλη την προνοιακή δομή της Αττικής απέναντι στην κυβερνητική πολιτική - και μαζί καταστρώσαμε κάποιες νέες ερωτήσεις, που υπέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες του μέρες ως ριζοσπαστική αξιωματική αντιπολίτευση μνημονιακών κυβερνήσεων. Κείνες τις μέρες η Κατερίνα δε νιαζόταν απλά, κυριολεκτικά ζούσε για τα παιδιά αυτών των ιδρυμάτων, αλλά και για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων που βρίσκονταν μόλις ένα βήμα έξω απ’ αυτά τα ιδρύματα. Μου έγινε ολοφάνερο ότι δε θα μπορούσε να έχει αναδειχθεί καλύτερη Αντιπεριφερειάρχης για έναν τέτοιο τομέα.
Τις άγριες μέρες αρχικού θριάμβου και τελικής καταρράκωσης του καλοκαιριού του 2015 συνειδητοποίησα κάποια στιγμή – και χάρηκα αφάνταστα - ότι η Κατερίνα δε βρισκόταν ανάμεσα στη στρατιά των παλιών φίλων και συντρόφων που συνέχιζαν λες κι ο μνημονιακός πλέον ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ του 3ου Μνημόνιου, να ήταν φυσική μετεξέλιξη του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ των χρόνων 2010-μέσα 2015. Στη συνέχεια, παρακολουθώντας μια συνεδρίαση ως εκπρόσωπος της Επιτροπής για την Υπεράσπιση του πρώην αεροδρόμιου του Ελληνικού, την άκουσα μια και μοναδική φορά, το 2016 κι αφού είχε υποβάλλει την παραίτηση της από Αντιπεριφερειάρχης, να μιλά από το βήμα του Περιφερειακού Συμβούλιου Αττικής ως επικεφαλής της παράταξης της για το κυριολεκτικό ξεπούλημα του Ελληνικού στους Λάτσηδες, που σήμερα το κόβουν σε οικόπεδα για πολυκατοικίες, βίλες και ουρανοξύστες: Μιλούσε εκπροσωπώντας τα συμφέροντα του λαϊκού κόσμου στην Αττική - για την προστασία του περιβάλλοντος και του μικροκλίματος στο Λεκανοπέδιο, για την προστασία της ζωής τους εν μέσω της κλιματικής κατάρρευσης.
Τον Δεκέμβρη του 2015, με τα πολιτικά τραύματα όλων μας ακόμα εξαιρετικά νωπά, η Κατερίνα τόλμησε να εκτεθεί ως ποιήτρια: H πρώτη της ποιητική συλλογή, «Λαβύρινθος Μνήμη», με ποιήματα ενός μεγάλου χρονικού βάθους, από τότε που άρχισε να πρωτογράφει μέχρι τις μέρες του ’15, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «‘Απαρσις», που η Κατερίνα με το χαρακτηριστικό της γέλιο κατάφερε να βάλει μέσα στα σπίτια και στη ζωή όλων μας. Τότε με βρήκε η Κατερίνα για δεύτερη φορά και μου ζήτησε να πρωτοπαρουσιάσω την ποίηση της – στις 9 Δεκέμβρη 2015 στο «Μελίνα Μερκούρη», μαζί με τον Σταμάτη Κραουνάκη, που διατηρούσε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, και μ’ εκπροσώπους του αναπηρικού κινήματος. Πρέπει να πω ότι αυτό δεν ήταν παρουσίαση βιβλίου, απ’ αυτές τουλάχιστον που ξέρουμε, ήταν μια παρουσίαση αξέχαστη, κυριολεκτικά “με σημαίες και με ταμπούρλα” - κάτι ανάμεσα σε μικρό φεστιβάλ και μεγάλο πανηγύρι. Εξαιρετικοί ηθοποιοί διάβασαν στίχους της κι άκουσα και είδα έκπληκτη – γιατί αγνοούσα πλήρως αυτή τη σελίδα στο παρελθόν της και δεν ήξερα καν τη θεατρική της ιστορία στο «Καφεθέατρο» στο Ηράκλειο, πολλά χρόνια αφού είχα φύγει από την πόλη, πλάϊ στον καλλιτεχνικό της μέντορα, τον κοινό μας φίλο Γιώργο Αντωνάκη,– την Κατερίνα να παίρνει το μικρόφωνο μ’ ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο για να τραγουδήσει και να χορέψει.
Αυτή ήταν κι η αρχή μιας σχέσης μεταξύ μας με προσωπικό βάθος. Γιατί η ποίηση, σύμφωνα με τον Μπρεχτ, απ’ όλους τους τρόπους έκφρασης αποτελεί τον πιο προσωπικό. Ο ποιητής ξεγυμνώνει κι εκθέτει δημόσια σκέψεις, αισθήματα κι ηχοχρώματα παίρνοντας ένα μεγάλο ρίσκο: Αντίθετα με άλλους τρόπους έκφρασης, εδώ δεν μετρά καθόλου τι ήθελε να πει ο ποιητής. Μετρά αποκλειστικά και μόνο τι προσλαμβάνει, με βάση τα δικά του υποκειμενικά προσωπικά βιώματα, ο αναγνώστης ή ακροατής του – συχνά πολύ μακριά απ’ τις προθέσεις του ίδιου του δημιουργού. Κι αυτό για τον δημιουργό, για την Κατερίνα, είναι ταυτόχρονα κάποιας μορφής δική του απώλεια.
Η δεύτερη ατομική ποιητική συλλογή της Κατερίνας, «Άπνοια Μνήμη», κυκλοφόρησε το 2018. Η τρίτη, «Ζώσα Μνήμη», το 2021, μεταξύ των 2 λοκ-ντάουν. Είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω μέσα απ’ αυτή την πορεία τη μετεξέλιξη της χρυσαλίδας σε πεταλούδα, του κοριτσιού που έγραφε ποίηση σε μια πραγματική ποιήτρια, ισότιμα πλάι στους άλλους δημιουργούς της γενιάς της.
Από μια ειρωνεία της τύχης – κι ενώ είχα επιπλέον παρουσιάσει την πρώτη ποιητική της συλλογή στην Καλλιθέα το 2018 και, μετά την έκδοση της δεύτερης, και τις δύο από κοινού στην κοινή μας πατρίδα, το Ηράκλειο, παραμονή του πρώτου λοκ-ντάουν, στις 31 Ιανουαρίου 2020 – έτυχε να λείπω στο εξωτερικό στην κεντρική παρουσίαση τόσο της δεύτερης όσο και της τρίτης συλλογής της.
Έτσι στην κεντρική παρουσίαση της δεύτερης, στις 25.11.2018, η ηθοποιός και σκηνοθέτρια Αγγελική Κασόλα διάβασε ένα μικρό χαιρετισμό που είχα στείλει. Θα ήθελα να σας διαβάσω δυο αποσπάσματα απ’ αυτό το κείμενο – τις πρώτες και την τελευταία παράγραφο:
«…Βρίσκομαι στο εξωτερικό, αντί να γιορτάζω μαζί σου και μαζί με πολλούς άλλους εξαιρετικούς ανθρώπους ό,τι σημαίνει για έναν ποιητή η έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του: Ανάδυση από μια βασανιστική εφηβεία σε μια όχι λιγότερο βασανιστική ενηλικίωση.
Δεν παραξενεύομαι που κεντρική στον τίτλο και στο περιεχόμενο και της δεύτερης ποιητικής συλλογής σου παραμένει η έννοια της μνήμης – με τα λόγια σου, μιας μνήμης που “ρίχνει γροθιά”. Η, επιλεκτική για όλους μας, μνήμη συνιστά ό,τι είμαστε, με μια έννοια την ίδια την ταυτότητα μας. Συμπεριλαμβάνει έτσι όχι μόνο τη αίσθηση που έχουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας και τις κοινωνικές μας σχέσεις, αλλά και την παρουσία όλων των αγαπημένων που φύγανε - συντρόφων, οικογένειας, φίλων: Όσο τους θυμόμαστε, με τον τρόπο που τους θυμόμαστε, εξακολουθούν να υπάρχουν. Φεύγουν ολοκληρωτικά κι οριστικά όταν πεθάνει ο τελευταίος που τους γνώριζε. Όταν δεν είναι πια κανείς σε θέση να συνεχίσει να κάνει αυτό που περιγράφεις ως: “Το μυαλό να σφουγγαρίσω για να θυμηθεί.” Τότε μένουν ακόμα στον κόσμο μόνο “θραύσματα” από την παρουσία τους για όσο καιρό κι αυτά έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης σε αναζήτηση ή υπόμνηση της “αθανασίας” - ίσως με τον απελπισμένο τρόπο που την τραγουδάμε ακόμα με τους στίχους του Γκάτσου και τη μουσική του Χατζηδάκι. Ή, με τα δικά σου λόγια: “Μεγαλοπρεπείς οι κούροι με μειδίαμα. Οι ζωντανοί στερούνται την αθανασία.” Και τι πιο χαρακτηριστικά τέτοια “θραύσματα” από κάποιους στίχους - για όσο μένουν, καθώς κι αυτοί είναι επίσης, σύμφωνα με δικό σου τίτλο, “περαστικοί περνώντας”;
Η προηγούμενη, η πρώτη ποιητική συλλογή σου, παρέπεμπε σε μια χαοτική μνήμη, τέτοια όπως διαμορφώνεται μέσα από τη μακρόχρονη πορεία μιας νεότερης Κατερίνας, που διακόπτεται μετά από χρόνια και πάλι από μια έκρηξη βεβαιοτήτων κι αμφιβολιών μετά από ένα από τα πολύ μεγάλα σοκ της ζωή μας, όπως υπήρξε το καλοκαίρι του 2015. Ανάμεσα στο 2015, που είχα την τιμή να την παρουσιάσω για πρώτη φορά σε μια γιορτή ποίησης σ’ αυτόν τον ίδιο όμορφο χώρο που βρίσκεστε σήμερα, και το 2018, που είχα την τιμή να κάνω το ίδιο στην δεύτερη παρουσίαση της πρώτης συλλογής, στην Καλλιθέα, είχε φύγει ο σύντροφος σου. Είχα πει στην Καλλιθέα ότι η Κατερίνα της πρώτης παρουσίασης δεν είναι ίδια με την Κατερίνα της δεύτερης. Σήμερα αυτό μπορώ να το πω πλέον για την ίδια την ποίηση σου…
…Η μνήμη που ορίζει την Κατερίνα κι ορίζεται απ’ αυτήν με καλλιτεχνικό τρόπο, παρά την άπνοια, παίρνει ανάσες. Κι όχι μόνο επειδή υπάρχει το καταφύγιο της δημιουργίας, εκεί που “οι τρελοί δημιουργούν/ βογκώντας στον στίχο/ κάνοντας τον τραγούδι”, όπως γράφεις στο δικό σου Duende. Αλλά, πριν απ’ όλα, καθώς “όσα θυμάσαι/ όσα ξεχνάς/ στις τσέπες μένουν/ ώσπου το χέρι βαθιά να λουφάξει/ και να τα ξετρυπώσει αλήτικα”. Να τα ξετρυπώσει αλήτικα μέσα απ’ τις τσέπες όλων μας, Κατερίνα.»
Στην έκδοση της τρίτης συλλογής της, η Κατερίνα μου χάρισε το βιβλίο της με μια αφιέρωση που τελείωνε με τη φράση “…περιμένω στην επόμενη…” Δεν πρόλαβε να υπάρξει η επόμενη. Αυτό το ενδεχόμενο η Κατερίνα το είχε ήδη καταγράψει ποιητικά στην «Ζώσα Μνήμη»:
«Μπορεί να μην προλάβω.
Είναι τόσα τα δειλινά
και τόσοι οι ήλιοι
Που δεν χωράνε στην τσέπη μου.»
Από την «επόμενη» έμειναν μόνο σπαράγματα, από μια ποίηση που είχε γίνει πια καθημερινή ανάγκη και καθημερινός τρόπος έκφρασης. Τόσο ώστε σε μέιλ που μου έστειλε απ’ το νοσοκομείο στις 6 Νοεμβρίου πέρυσι για άσχετο θέμα (αυτά που την απασχολούσαν, καθώς καταλάβαινε ότι μπορεί να μην τα κατάφερνε και να πέθαινε και σκεφτόταν τους αγαπημένους της, τον Γιώργο και, βέβαια, πριν απ’ οποιονδήποτε άλλο, την Ανθή), ένα μέιλ που ξεκινά με τη φράση «Καλησπέρα Νάντια, ήρεμα εδώ στα Θερινά Ανάκτορα του Αγίου Σάββα – ξεκινώ λογικά 14/11 και με παρακολουθούν στενά…» και, αφού διατύπωνε το λόγο που το έστειλε, κατέληγε:
«Και (τώρα) το ποιηματάκι “O ουρανός φτύνει δόντια”.»
Ακολουθεί μιάμιση σελίδα ποίημα, προφανώς για τη Γάζα. Και σαν δεύτερη σκέψη κλείνει το μέιλ της με τις φράσεις: «Το Σάββατο 29/10/2023 έγραψα στον φίλο ποιητή Δ.Β. (πρόκειται προφανώς για τον κοινό μας φίλο Δημήτρη Βασιλείου):
“Κόψτε έναν χειμωνανθό
Φυλαχτό στα μελλούμενα”
Λίγες ώρες αργότερα μου έστειλε μια φωτογραφία ενός νεκρού παιδιού στη Γάζα μ’ ένα λουλούδι στην παλάμη του.»
Κι η Κατερίνα κλείνει το μέιλ της με μια ποιητική έκκληση:
«Αυτά τα λουλούδια στις νεκρές παλάμες
Σύννεφα να γενούν οργής και προστασίας
Σε όλη τη γη
ΝΑ ΠΑΨΟΥΝ ΠΙΑ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ!»
Ωστόσο η ίδια, δηλώνοντας «Παρούσα στο προσκλητήριο
της συνείδησης και της τιμής
στους φύλακες των Θερμοπυλών»
έχει θέσει ευρύτερα αυτό το ζήτημα ήδη στη «Ζώσα Μνήμη» στο ποίημα της με τίτλο – τι άλλο; - «Στη μνήμη»:
«Κανείς δεν ξεχνά
και κανείς δεν εξιλεώνεται.
Εκεί που θα συναντηθεί
Η αλήθεια με την ανάγκη
Θα γίνει η μεγάλη ρωγμή.» Καλό σου ταξίδι, Κατερίνα!
https://www.nadiavalavani.gr/2024/10/30102024.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου