Ο άνεργος ποιητής
Σπασμένες κούκλες
να χάσκουν άδειο χώροστους δρόμους της βομβαρδισμένης Πολιτείας
στο νεκροτομείο τις κόβουν και τις ράβουν
Οι λέξειςΚαι
φαντάροι με γδαρμένα μυαλάπ’ ανοίγουν τον ιβίσκο του θανάτου στο κρανίο τους
μουχλιασμένα χαράματα στα φυλάκια εξορίαςΟι στίχοι
Αυτόν τον Αιώνα Συνταξιούχοι στιχοπλόκοι στις ταβέρνες
Τα παιδιά των θεών ξεφτιασιδωμέναχρώματα πούντρες πλαστικό
πτώματα οστράκων κάτω από σκόνη σιωπής
γιομάτα χλιμιντρίσματα παγετώνων
φτύνοντας τσόφλια το κεφάλι γουλίτριγυρίζουν από πόλη σε πόλη
σαν τιμωρημένες πόρνες του ‘20 όλα τα πουλιά στραγγαλισμένα
σωροί στις πλατείες και τα πάρκα
Μέσα στα μάτια τους το φονικό
Κανείς δεν ένοιωσε την προοπτικήΑυτόν τον Αιώνα
Η ποίηση του μπετόν Ο παλμός του ’33 και του ‘68
γάγγραινα στις πληγές τ’ ονείρου
αγκυλωτοί σταυροί κι’ η Ούλρικε
Ξυπνητήρια αφοπλισμένα στα Μουσεία
σα ρυθμός
τ’ όρνεο
ροκανίζει μάτια αγγέλων
φτερούγες
δάκτυλα
η ποίηση του μπετόν
Κανείς δεν ένοιωσε την προοπτική
Αυτού του Αιώνα
Το ξέρω, το ‘μαθα πια, το ξέρω.
Ο Ωκεανός δεν έχει καταφύγια
κι εγώ δεν οριοθετώ τον ορίζοντα
και η γραφή της Κυβερνητικής δίνει όνομα
στο έμβρυο των τρωκτικών
στα υπόγεια των Ανακτόρων.
Εγκλωβισμένος στο κυκλώνειο μάτι της εποχής
μ’ ένα καλοκαιρινό κουστούμι
έξω ο καιρός είναι απατηλά όμορφος
και το κρύο ανυπόφορο
φθαρμένο στους πάγκους των ταμείων ανεργίας
από τον χλευασμό των υπαλλήλων της νεκροπομπής
ιχνηλατώ στην αρμύρα τ’ αποτυπώματα της Ουτοπίας
Κι εγώ ο ποιητής αφοπλισμένος
σαν ξυπνητήρι
σα λέξη
νύχτα φωταγωγημένος
στις προθήκες των ξεκοιλιασμένων λεωφόρων
της προοπτικής Αυτού του Αιώνα
σημαδεύω στους κροτάφους
στις παιδικές καρδιές σημαδεύω
με μια πριονισμένη καραμπίνα
τα σκυλιά του Παυλώφ
πάλι στη σφενδόνη, 1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου