Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ ΜΟΧΛΟΣ ΜΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ


Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΙΔΟΥ*
Με αφορμή το άρθρο της Ιskra «ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ» θα επιχειρήσω να καταθέσω μερικές σκέψεις.
Στην περίοδο της μεταπολίτευσης, και κυρίως μετά την έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, συντελέσθηκαν σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και στην εργατική τάξη.
Μετά και την επταετία της χούντας, τις εξορίες και τους διωγμούς, οι οποίοι ακολούθησαν τις πολιτικές-κοινωνικές διώξεις των αριστερών στα μετεμφυλιακά χρόνια, μέσα από τη «νομιμοποίηση» του ΚΚΕ, πολλοί αριστεροί αισθάνθηκαν ότι αποκαταστάθηκαν πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά αφού αναγνώρισε τη δράση τους το επίσημο κράτος, πήραν σύνταξη αντιστασιακού, και επιπλέον μπορούσαν να προσληφθούν τα παιδιά τους –χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων- στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Οι εργαζόμενοι άρχισαν να διεκδικούν δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, και μάλιστα, στις τράπεζες και στις ΔΕΚΟ κατοχυρώθηκε θεσμικά η συμμετοχή εκλεγμένων αντιπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια αυτών των επιχειρήσεων, πράγμα που τους έδινε ισχύ (ασχέτως αν κατέληξε αυτή η συμμετοχή με ευθύνη των κυβερνητικών και εργοδοτικών συνδικαλιστών σε καρικατούρα ή αλλοτρίωση των εκλεγμένων).
Οι συνδικαλιστές, κυρίως της ΠΑΣΚΕ, απέκτησαν «εξουσία» στους εργασιακούς χώρους, διαμεσολαβούσαν πια για την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων, όχι ως μαχόμενο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά ως ισότιμος συνομιλητής της εργοδοσίας, αφού ουσιαστικά ήταν η «κυβέρνηση» στους χώρους δουλειάς.
Εισάχθηκε η θεωρία των «κοινωνικών εταίρων» και των «κοινωνικών συμβολαίων», όπου οι εργαζόμενοι, μέσω των ανώτατων συνδικαλιστικών οργάνων τους, κυρίως ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολλών ομοσπονδιών, εθίστηκαν στην αντίληψη ότι μπορεί να τα «βρίσκουμε» με τους εργοδότες, χωρίς απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες κοστίζουν και σε χρήμα και σε υπηρεσιακή εξέλιξη (λόγω αντίθεσης με την εργοδοσία). Να θυμηθούμε πως τα πρώτα χρόνια άσκησης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ η απεργοσπασία έγινε είδος προάσπισης του «σοσιαλισμού», αφού δεν έπρεπε να πέσει η κυβέρνηση του Ανδρέα όπως η κυβέρνηση του Αλλιέντε (ένα από τα «δυνατά» επιχειρήματα της ΠΑΣΚΕ εκείνης της εποχής).
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, π.χ. στους Δήμους, αλλά και σε πολλές μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες τύγχαναν χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης μέσω πολιτικών παρεμβάσεων, έγιναν αθρόες προσλήψεις, με κριτήριο την πολιτική θέση και πολύ περισσότερο την κάρτα μέλους του ΠΑΣΟΚ ή μετά της Ν.Δ.
Γενικά, ένας τεράστιος μηχανισμός πελατειακού κράτους υφάνθηκε σε όλες τις εκφάνσεις της λειτουργίας της οικονομίας, της εργασίας, της δικαιοσύνης, των κοινωνικών υποδομών κ.ά., τον οποίο δύσκολα μπορούσε κάποιος να παρακάμψει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά μέσω αντικειμενικών διαδικασιών.
Το σύστημα, στην πιο προχωρημένη νεοφιλελεύθερη έκφρασή του (ιδιαίτερα επί κυβερνήσεων Σημίτη και μετά), επιχείρησε (λόγω και της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’80) πιο συστηματικά, μέσω της ατομικής ανέλιξης, να αλλοτριώσει και να «οικειοποιηθεί» σημαντικό τμήμα της μισθωτής εργασίας, κυρίως στους χώρους που προανέφερα. Ο ατομικός δρόμος, η ατομική λύση των προβλημάτων και η ατομική εξέλιξη, το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, βρήκε την έκφρασή της σ΄αυτές τις επιχειρήσεις με τη λογική του merit system, των bonus, των υψηλόβαθμων στελεχών-συνεργατών της εργοδοσίας, που αποξενώθηκαν από το υπόλοιπο κομμάτι των εργαζομένων, ακολουθώντας άλλους κανόνες για την εξέλιξή τους και προφανώς άλλες αμοιβές. Οι εργαζόμενοι θα «επιβραβεύονταν» από την εργοδοσία αν πετύχαιναν τους στόχους που τους έθετε, στόχους άπιαστους τις περισσότερες φορές, με επιπλέον αμοιβές που λίγοι έπαιρναν, και μάλιστα δεν υπόκειντο σε κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων. Έτσι, στους εργασιακούς χώρους επικράτησε κλίμα διαίρεσης και αλληλοϋπονόμευσης των εργαζομένων, ενώ οι ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος ή σφύριζαν αδιάφορα ή στη χειρότερη περίπτωση ενσωματώνονταν σ΄ αυτήν τη λογική.
Σ΄αυτήν την περίοδο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα προωθούσε ολοταχώς την «απελευθέρωσή» του από το υπάρχον μέχρι τότε κανονιστικό σύστημα και τον έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην πραγματικότητα, υπηρετώντας την προσπάθεια του συστήματος να ξεπεράσει τα νέα συμπτώματα της υπερσυσσώρρευσής του που εκδηλώθηκαν μετά τη δεκαετία του ΄80.
Η επιδίωξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης κερδοφορίας και η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από τραπεζικά προϊόντα, τα περισσότερα με τη μορφή καταναλωτικών ή και στεγαστικών δανείων προς τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά, τα οποία προωθούνταν ιδιαίτερα μέσω των διαφημίσεων στα ΜΜΕ, αλλά και μέσω των τραπεζοϋπαλλήλων (με το κίνητρο των bonus), και τα οποία αποτέλεσαν ένα δεύτερο, αποξενωμένο από την εργασία τους εισόδημα για τους περισσότερους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα, η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που έφερε σε ιδεολογική αδυναμία και υποχώρηση την αριστερά, συνέβαλε στην περαιτέρω απώλεια της ταξικής συνείδησης, αφού η εργατική τάξη, δε μπόρεσε να ασκήσει την εξουσία εκεί που την κατέκτησε, και κατέρρευσε. Το «τέλος της ιστορίας» επηρέασε καθοριστικά τη συνείδηση των εργαζομένων.
Το αμερικάνικο όνειρο γίνεται και όνειρο του κάθε εργαζόμενου και μικρομεσαίου έλληνα.
Σ΄αυτήν τη φάση, όπου οι εργαζόμενοι χρησιμοποιήθηκαν για τη μακροημέρευση του συστήματος μέσω τεχνητής και επισφαλούς ευημερίας, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Ο ουρανός έπεσε πάνω στο κεφάλι χιλιάδων εργαζομένων, χρειάστηκε χρόνος για να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, χρειάστηκε προσπάθεια για να αντιληφθούν ότι υπάρχει το κεφάλαιο και οι επιχειρηματίες που τους εκμεταλλεύονται και δεν είναι ισότιμοι εταίροι τους, χρειάστηκε χρόνος για να βγουν στους δρόμους και στις πλατείες, για να αρθρώσουν αιτήματα και μάλιστα πολιτικά (ας θυμηθούμε τις πρώτες μέρες στην πλ. Συντάγματος ένα πλήθος που μόνον μούντζωνε και γιουχάιζε), χρειάσθηκε η διακριτική αλλά καθοριστική παρέμβαση της αριστεράς για να «ωριμάσει» όσο ωρίμασε αυτό το κίνημα, για να μπορέσει να ανατρέψει την κυβέρνηση Παπανδρέου και μετά Παπαδήμου.
Χρειάζεται λοιπόν πολλή δουλειά ακόμη από πλευράς της αριστεράς, σε μια κοινωνία που εθίστηκε στην ιδέα ότι είναι αταξική, η οποία να αναδεικνύει τα ταξικά χαρακτηριστικά αυτής της πάλης, να φέρνει στο προσκήνιο τις ταξικές αντιθέσεις, τα ταξικά αιτήματα, να ανατρέψει τους συσχετισμούς στα συνδικαλιστικά όργανα σε όφελος των ταξικών, ριζοσπαστικών, ακηδεμόνευτων δυνάμεων, να μιλήσει για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Πρακτικά, για το ΣΥΡΙΖΑ, αυτό σημαίνει, πέρα από τον ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό, αντίστοιχη οργανωτική δομή, δηλαδή μεγάλη έμφαση στη δημιουργία και στη λειτουργία οργανώσεων στους εργασιακούς χώρους, είτε κατά τόπους εργασίας είτε κλαδικές, που θα συμβάλλουν με την ανάλογη πολιτική δουλειά και τη συνδικαλιστική δράση, στη δημιουργία ενός πραγματικά ταξικού κινήματος της μισθωτής εργασίας, ικανού να ηγεμονεύσει στην ανάπτυξη μεγάλων εργατικών και κοινωνικών αγώνων με στόχο την ανατροπή των εφαρμοζόμενων πολιτικών και της κυβέρνησης, αλλά και τη στήριξη μιας πιθανής μελλοντικής κυβέρνησης της αριστεράς.
Δεν είναι εύκολο, ειδικά σε μια περίοδο όπου στον ιδιωτικό τομέα ο εφιάλτης του κλεισίματος της επιχείρησης, της απόλυσης, της ανεργίας είναι άμεσα ορατός, και στο δημόσιο τομέα μια σειρά μέτρων, ίσως τα πιο βάρβαρα, έχουν περάσει με τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους (απομένουν βέβαια οι χιλιάδες απολύσεις, αν δεν καταφέρουμε να τις αποτρέψουμε).
Δεν είναι εύκολο, είναι όμως απαραίτητο. Είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στα ιδεολογικά μας εργαλεία, όχι μόνον σαν αναφορά στα κείμενα των συνδιασκέψεων, αλλά στην καθημερινή εκφορά του λόγου μας και στη δράση μας, στους χώρους δουλειάς και κυρίως στα Μ.Μ.Ε.
Είναι απαραίτητο να δέσουμε τις προσπάθειες για αλληλεγγύη με την αντίσταση και τους αγώνες, να αναστήσουμε το όραμα του σοσιαλισμού περιγράφοντάς το, να μην ταλαντευόμαστε και καλλιεργούμε ψευδαισθήσεις ότι μπορεί στην Κύπρο να έχουν αποτέλεσμα τα μνημόνια ή ότι είναι δυνατόν να παρέμβει ο Λούλα στο ΔΝΤ για να εφαρμόσει αυτό πολιτικές ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Ο αγώνας είναι σκληρός, είναι αγώνας επιβίωσης, όπου επιβίωση σημαίνει ανατροπή του καπιταλισμού, και θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλο μας το ιδεολογικό και αγωνιστικό οπλοστάσιο, με καθαρό το στόχο και χωρίς παλινδρομήσεις. Μόνον έτσι έχουμε ελπίδες να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να πεισθούν για μια άλλη προοπτική και να αγωνιστούν με αυταπάρνηση γι αυτήν, όπως οι παλιοί αριστεροί πήγαιναν στις εξορίες σίγουροι ότι ο αγώνας και οι θυσίες τους δεν πάνε χαμένοι, αντίθετα χτίζουν ένα καλύτερο αύριο για την κοινωνία, το σοσιαλισμό.
* Η Χριστίνα Σουλτανίδου είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου