Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ύστερος Καπιταλισμός ή Βιομηχανική Κοινωνία;


Eagainst: Δημοσιεύουμε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ομιλία του Theodor W. Adorno η οποία εκφωνήθηκε στο Γερμανικό Συνέδριο Κοινωνιολογίας το 1968 και μεταφράστηκε από το αγγλικό κείμενο στα ελληνικά. Πρόκειται να γίνει αντιπαραβολή του κειμένου με το γερμανικό πρωτότυπο, και επομένως ενδέχεται να αλλάξει στο μέλλον η διατύπωση ορισμένων προτάσεων του κειμένου. 
Ύστερος Καπιταλισμός ή Βιομηχανική Κοινωνία;
Το θεμελιώδες ζήτημα της δομής της κοινωνίας του παρόντος.
Θα ήθελα να πω μερικά πράγματα σχετικά με τις εναλλακτικές: ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία. 
Κάποιος που δεν είναι εξοικειωμένος  με την σημερινή κατάσταση διαμάχης στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών θα μπορούσε να συγχωρεθεί για την υποψία ότι αυτή ήταν μια διαμάχη που αφορά τη νομενκλατούρα. Οι εμπειρογνώμονες μπορεί να θεωρηθεί ότι βασανίζονται από την μάταιη ανησυχία για το αν η παρούσα φάση ήταν το ένα ή το άλλο πράγμα και ως εκ τούτου άξιζε να αποκαλείται με το ένα όνομα αντί με το άλλο. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ουσίας στο θέμα. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να υπερισχύει σύμφωνα με το μοντέλο του,  τροποποιημένο ωστόσο, ή αν η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει καταστήσει την γενική ιδέα του καπιταλισμού παρωχημένη, και μαζί με  αυτή, την διάκριση μεταξύ καπιταλιστικών και μη-καπιταλιστικών κρατών και ακόμα και την κριτική του καπιταλισμού.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν αληθεύει ότι ο Μαρξ είναι ξεπερασμένος. Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, διαδεδομένο ανάμεσα στους κοινωνιολόγους σήμερα, ο κόσμος είναι τόσο απόλυτα καθορισμένος από την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη στην τεχνολογία που οι κοινωνικές σχέσεις που κάποτε χαρακτήριζαν τον καπιταλισμό –δηλαδή, ο μετασχηματισμός της ζωντανής εργασίας σε εμπόρευμα, με την συνακόλουθη σύγκρουση μεταξύ των τάξεων – έχουν χάσει πλέον την σημασία τους ή μπορούν ακόμη να ξαποστέλνονται στην σφαίρα της δεισιδαιμονίας. Την ίδια στιγμή, μπορούμε να επισημάνουμε τα καταφανή σημεία σύγκλισης μεταξύ των τεχνικά πιο ανεπτυγμένων εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών και την Σοβιετική Ένωση. Με όρους βιοτικού επιπέδου και συνείδησης, ιδιαίτερα στα πιο σημαντικά Δυτικά έθνη, οι ταξικές διαφορές είναι  αποδεδειγμένα  μακράν μικρότερες τώρα απ΄ό,τι ήταν στις δεκαετίες κατά την διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης  ή αυτές που την ακολούθησαν. Οι προβλέψεις της θεωρίας των τάξεων, όπως η εκπτώχυνση και η κατάρρευση του καπιταλισμού, έχουν πραγματωθεί ανεπαρκώς ώστε το νόημά τους να μη διαστρεβλώνεται πέρα από την αναγνώρισή τους. Το να μιλάμε για «σχετική εκπτώχυνση» είναι γελοίο. Ακόμα και αν ο σε καμία περίπτωση ξεκάθαρος νόμος της πτώσης του ποσοστού κέρδους του Μαρξ αποδείχτηκε αληθινός, θα έπρεπε να παραδεχτούμε πως ο καπιταλισμός έχει ανακαλύψει εντός του τους πόρους εκείνους που έχουν αναβάλει την κατάρρευσή του για τις  ελληνικές καλένδες. Αυτοί οι πόροι περιλαμβάνουν, στην κορυφή της λίστας, την τεράστια ανάπτυξη του τεχνικού δυναμικού και μαζί μ΄αυτό την μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών αγαθών που είναι διαθέσιμα σε όλα τα άτομα των τεχνολογικά προηγμένων εθνών. Την ίδια στιγμή, αντιμέτωπες με αυτήν την τεχνική ανάπτυξη, οι σχέσεις παραγωγής αποδείχτηκαν πιο ευέλικτες απ΄ό,τι περίμενε ο Μαρξ .
Τα κριτήρια των ταξικών σχέσεων που οι εμπειρικοί κοινωνιολόγοι αρέσκονται να αποκαλούν  κριτήρια κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή ,οι διαφορές των εισοδημάτων, το βιοτικό επίπεδο, και η εκπαίδευση, είναι γενικεύσεις των ευρημάτων που αφορούν μεμονωμένα άτομα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να τα αποκαλέσουμε υποκειμενικά. Αντίθετα, ο παλιός ορισμός της τάξης έμελλε να είναι αντικειμενικός, ανεξάρτητος από τους δείκτες που προέρχονταν απευθείας από τις ζωές των υποκειμένων τους, όσο και αν αυτοί οι δείκτες εκφράζουν αντικειμενικές κοινωνικές πραγματικότητες. Η Μαρξιστική θεωρία ήταν βασισμένη στην θέση των εργοδοτών και των εργατών μέσα στη διαδικασία της παραγωγής, και τελικά αναφερόταν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στις κυρίαρχες   σχολές κοινωνιολογίας σήμερα, αυτή η προσέγγιση απορρίπτεται ως δογματική. Η διένεξη χρειάζεται  να αναλυθεί θεωρητικά, όχι απλά με την παρουσίαση δεδομένων τα οποία, σύμφωνα με την Κριτική Θεωρία, ενώ μπορεί κάλλιστα να συνεισφέρουν στην κριτική, μπορεί επίσης να συγκαλύψουν κοινωνικές δομές . Ακόμα και οι αντίπαλοι της διαλεκτικής δεν είναι πλέον πρόθυμοι να αναβάλουν επ΄αόριστον την ανάπτυξη μιας θεωρίας που θα λαμβάνει υπόψη της  τα κύρια ενδιαφέροντα της κοινωνιολογίας. Η διαμάχη είναι βασικά [διαμάχη] ερμηνείας –εκτός και αν θέλουμε να εξορίσουμε την επιθυμία για εξεύρεση λύσης στην λήθη του μη-επιστημονικού.
Μια διαλεκτική θεωρία της κοινωνίας ασχολείται με τους δομικούς νόμους που διέπουν τα γεγονότα, που εκδηλώνονται σε αυτά, και που τροποποιούνται από αυτά. Με τον όρο δομικοί νόμοι , εννοεί τάσεις που προκύπτουν, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά, από τα ιστορικά συστατικά του όλου συστήματος. Τα Μαρξιστικά μοντέλα για αυτό ήταν ο νόμος της αξίας, ο νόμος της συσσώρευσης, και ο νόμος της κατάρρευσης[του καπιταλισμού]. Με τον όρο δομή, η διαλεκτική θεωρία δεν εννοεί μοτίβα στα οποία, στο μέτρο που είναι δυνατό, τα κοινωνιολογικά πορίσματα μπορούν να εισάγονται εξ ολοκλήρου, αδιάκοπα και απαλλαγμένα από αντιφάσεις. Έτσι αυτό σημαίνει ότι δεν είναι η συστηματική γνώση αλλά μάλλον το σύστημα της κοινωνίας αυτό που προϋπάρχει των διαδικασιών και των δεδομένων της επιστημονικής γνώσης. Μια τέτοια θεωρία είναι η τελευταία που θα αντισταθεί στα γεγονότα και σίγουρα δεν θα τα στρεβλώσει προκειμένου να ικανοποιήσει μια προκατειλημμένη πεποίθηση. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υπέκυπτε αναμφίβολα στον δογματισμό και θα υπενθύμιζε στην σκέψη τι θέσπισαν στην πραγματικότητα οι εξουσίες της Ανατολικής Ευρώπης μέσω του εργαλείου του διαλεκτικού υλισμού. Με άλλα λόγια, θα ακινητοποιούσε πράγματα τα οποία από την φύση τους δεν μπορούν παρά να συλληφθούν ως εν κινήσει. Έτσι ένας φετιχισμός του αντικειμενικού νόμου δημιουργείται κατ΄αντιστοιχία στον φετιχισμό των γεγονότων.Μια διαλεκτική θεωρία που καταβάλλεται από την οδυνηρή κυριαρχία αυτών των νόμων δεν τους αποθεώνει αλλά τους επικρίνει, όπως επικρίνει την ψευδαίσθηση ότι τα μεμονωμένα και συγκεκριμένα γεγονότα καθορίζουν την πορεία του κόσμου.  Υπό το ξόρκι του το μεμονωμένο και το συγκεκριμένο πιθανότατα δεν υπάρχουν ακόμα. Η λέξη «πλουραλισμός» στηρίζει την ουτοπική πεποίθηση ότι η ουτοπία ήδη υπάρχει:  χρησιμεύει για να μας κατευνάσει. Αυτό εξηγεί γιατί η διαλεκτική θεωρία που αναστοχάζεται κριτικά ενδέχεται να μην επαναπαυθεί στην μεσολάβηση του καθολικού. Το να ξεφύγει από αυτή την μεσολάβηση είναι πράγματι στις προθέσεις της.
Ούτε είναι απρόσβλητη από την ψευδή διάκριση μεταξύ σαφούς θεωρητικοποίησης και εμπειρικής έρευνας. Πρόσφατα, ένας Ρώσος διανοούμενος με αξιοσημείωτη επιρροή μού είπε πως η κοινωνιολογία είναι μια νέα επιστήμη στην Σοβιετική Ένωση. Αυτό που εννοούσε ήταν εμπειρική κοινωνιολογία. Η ιδέα ότι αυτό θα μπορούσε να έχει σχέση με την θεωρία της κοινωνίας που ενέχει χαρακτήρα κρατικής θρησκείας στην χώρα του τού ήταν τόσο λίγο προφανής όσο το γεγονός ότι ο Μαρξ διεξήγαγε εμπειρική έρευνα. Η πραγμοποιημένη συνείδηση δεν σταματά να είναι τέτοια εκεί όπου στην έννοια της πραγμοποίησης έχει δοθεί τιμητική θέση.  Ο κομπασμός σχετικά με έννοιες όπως ο «ιμπεριαλισμός» ή το «μονοπώλιο»,  ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής τους και της πραγματικότητας που αντιστοιχούν σε αυτές, είναι ψευδής και παράλογος. Είναι του ίδιου επιπέδου με την στάση που παίρνει στα σοβαρά την ίδια της την τυφλά νομιναλιστική ιδέα περί «των γενονότων» και ,επομένως, απορρίπτει την ιδέα ότι τέτοιες έννοιες, όπως η «ανταλλακτική κοινωνία», παραπέμπουν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα και μια δύναμη καθολικού καταναγκασμού που υπερβαίνει τα γεγονότα και που δεν δύναται πάντα να αναχθεί σε λειτουργικά καθορισμένες πραγματικότητες. Πρέπει να αντισταθούμε και στις δύο αυτές τάσεις. Με αυτή την έννοια το θέμα μας, ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία, μαρτυρά την πρόθεσή μας να εξασκήσουμε την αυτοκριτική μέσα σε  πνεύμα ελευθερίας.
Απλή απάντηση στην ερώτηση που θέτει το θέμα μας ούτε αναμένεται ούτε αναζητείται. Οι  εναλλακτικές λύσεις που μας αναγκάζουν να αποφασίσουμε το ένα ή το άλλο, έστω και στο επίπεδο της θεωρίας, είναι καθ’αυτές δυσχέρειες κομμένες στα πρότυπα διλημμάτων προερχόμενων από μια ανελεύθερη κοινωνία και μεταφερμένων στη σκέψη εκείνων των οποίων καθήκον είναι να σπάσουν τον ζυγό της ανελευθερίας επιμένοντας πεισματικά στον στοχασμό. Ο διαλεκτικός, πάνω απ΄όλα, δεν θα πρέπει να αφήσει τον εαυτό του να εξαναγκαστεί σε μια σαφή διάκριση μεταξύ ύστερου καπιταλισμού και βιομηχανικής κοινωνίας, περισσότερο απ΄το να τον αφήσει στην ικανοποίηση μιας επιπόλαιης απόφανσης  του τύπου «από την μια πλευρά και από την άλλη». Αντίθετα προς την συμβουλή του Μπρεχτ, [ο διαλεκτικός] πρέπει να αποφύγει την εξαπλούστευση επειδή η κοινότοπη σκέψη θα τον οδηγήσει σε μια κοινότοπη απάντηση, ακριβώς όπως θα οδηγήσει  τους αντιπάλους του στην αντίθετη απάντηση. Όποιος δεν μένει τυφλός στην προτεραιότητα που έχει η δομή έναντι των γεγονότων, σε αντίθεση με τους περισσότερους αντίδικούς του, δεν θα μπει στον πειρασμό να απορρίψει αντιφάσεις ως λογικά σφάλματα ούτε να τις εξαλείψει προκειμένου να εξασφαλίσει την συνοχή του επιστημονικού πλαισίου. Αντίθετα, θα τις αναζητήσει μέσα  την κοινωνική δομή, η οποία ήταν ανταγωνιστική από τότε που υπάρχει κοινωνία, όπως επέδειξαν χονδροειδώς οι διαμάχες εξωτερικής πολιτικής, η μόνιμη απειλή του πολέμου, και, πρόσφατα, η Ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Αυτή [ακριβώς] η συνείδηση των εγγενών στην δομή της κοινωνίας αντιφάσεων παραμελείται από τον αντίθετο τρόπο σκέψης, ο οποίος συνεχώς προβάλλει την λογική ιδέα των χωρίς αντιφάσεις ισχυρισμών πάνω σε οποιαδήποτε πνευματικής φύσης προβλήματα παρουσιάζονται. Σκοπός δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων, είτε για επιστημονικούς λόγους είτε για λόγους γούστου. Αντ’αυτού, σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων εκφράζει την αντίφαση που χαρακτηρίζει την σημερινή κατάσταση. Έργο της κοινωνιολογίας είναι να την αρθρώσει στο επίπεδο της θεωρίας.
Πολλές από τις προγνώσεις της διαλεκτικής θεωρίας έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Κάποιες απλά δεν αληθεύουν. Ορισμένες αναλυτικές κατηγορίες οδηγούν σε αδιέξοδα τα οποία μπορούν να αρθούν μόνο μέσω υπερβολικά τεχνητών επιχειρημάτων. Άλλες προγνώσεις, αρχικά στενά συνυφασμένες με αυτές, έχουν δικαιωθεί θεαματικά. Δοθέντων των ισχυρισμών της διαλεκτικής, ακόμα και εκείνοι που δεν πιστεύουν ότι οι προγνώσεις είναι η σκοπός της θεωρίας δεν θα ικανοποιηθούν με την βεβαίωση ότι αυτές είναι εν μέρει  αληθείς και εν μέρει εσφαλμένες. Αυτές οι αποκλείσεις απαιτούν με την σειρά τους θεωρητική επεξήγηση. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια προλεταριακή ταξική συνείδηση στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες δεν αναιρεί από μόνο του τον ισχυρισμό ότι οι τάξεις υπάρχουν, ακόμα και αν αυτός έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη πεποίθηση. Η τάξη οριζόταν από την σχέση των μελών της με τα μέσα παραγωγής, όχι από την συνείδησή τους.
Πειστικές εξηγήσεις για την απουσία ταξικής συνείδησης σπανίως λείπουν. Έχουμε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι εργάτες δεν εξαθλιώνονταν αλλά όλο και περισσότερο ενσωματώνονταν στην αστική κοινωνία και στις απόψεις της,  μια εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά την Βιομηχανική Επανάσταση, όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο είχε προσληφθεί από τις τάξεις των άπορων και παρ΄όλα αυτά δεν κατάφερε να εξασφαλίσει πλήρως μια θέση στην κοινωνία. Δεν είναι απαραίτητο ότι η κοινωνική ύπαρξη δημιουργεί άμεσα ταξική συνείδηση. Λόγω της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία, οι μάζες δεν έχουν περισσότερο έλεγχο του κοινωνικού τους πεπρωμένου σήμερα απ΄ό,τι είχαν πριν 120 χρόνια. Κατά συνέπεια, δεν έχουν απλά χάσει την όποια αίσθηση ταξικής αλληλεγγύης αλλά επιπλέον αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι αυτοί είναι τα αντικείμενα και όχι τα υποκείμενα της κοινωνικής διαδικασίας, την οποία εντούτοις διατηρούν  ως υποκείμενα. Η ταξική συνείδηση, από την οποία, σύμφωνα με την Μαρξική θεωρία, υποτίθεται πως εξαρτιόταν το ποιοτικό άλμα, ήταν επίσης κατά την άποψή της ένα επιφαινόμενο. Ωστόσο, σε χώρες αρχετυπικές όσων αφορά τις ταξικές σχέσεις, όπως η Βόρεια Αμερική,  ταξική συνείδηση δεν υπήρχε για πολύ καιρό, αν υπήρξε πράγματι ποτέ. Αλλά εάν έτσι έχουν τα πράγματα, και αν το ζήτημα για το προλεταριάτο απλά γίνεται αινιγματικό, τότε η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα, και  η υποψία ότι δημιουργούνται εννοιολογικοί μύθοι μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω διαταγμάτων: δεν μπορεί να παραμείνει κρυμμένη από την σκέψη.
Η ιστορία δυσκολεύεται να διαχωριστεί από το επίκεντρο της Μαρξικής θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Αυτή έπρεπε να παράσχει μια αντικειμενική οικονομική εξήγηση των ταξικών σχέσεων και της αύξησης του ταξικού ανταγωνισμού. Αλλά εάν, χάρη στην τεχνολογική πρόοδο και την εκβιομηχάνιση, το μερίδιο της ζωντανής εργασίας από την οποία και μόνο υποτίθεται πως θα προέκυπτε η υπεραξία συρρικνώνεται και μάλιστα γίνεται και  περιθωριακό, τουλάχιστον ως τάση, αυτό το γεγονός δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τον πυρήνα της θεωρίας, την θεωρία της υπεραξίας. Η σημερινή έλλειψη μιας αντικειμενικής θεωρίας της αξίας προσδιορίζεται, όχι μόνο από την σχολή της οικονομικής σκέψης η οποία είναι σχεδόν η μόνη που χαίρει ακαδημαϊκού σεβασμού σήμερα, αλλά και  από τις σχεδόν απαγορευτικές δυσκολίες στην εξήγηση της συγκρότησης των τάξεων αντικειμενικά εν τη απουσία μιας αντικειμενικής θεωρίας της υπεραξίας.
Μη-οικονομολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι ακόμα και οι αποκαλούμενοι νέο-Μαρξιστές χρησιμοποιούν στοιχεία της υποκειμενικής οικονομικής  για να καλύψουν τα κενά στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων. Δεν είναι μόνο η σταδιακή αποδυνάμωση της θεωρητικής παρόρμησης την οποία πρέπει να κατηγορήσουμε για αυτό.  Είναι κατανοητό ότι η σύγχρονη κοινωνία παρακάμπτει τις δυσκολίες στην διαμόρφωση μιας συνεκτικής θεωρίας. Για τον Μαρξ ήταν ευκολότερο από αυτήν την άποψη, δεδομένου ότι το ανεπτυγμένο σύστημα του οικονομικού φιλελευθερισμού ήταν στην διάθεσή του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να εξετάσει αν ο καπιταλισμός  εντάσσεται σε αυτό το σύστημα προκειμένου να παράγει μια οιονεί συστηματική θεωρία, σε καθορισμένη άρνηση του συστήματος που βρήκε μπροστά του.
Στο μεταξύ, η οικονομία της αγοράς έχει γίνει τόσο διάτρητη ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε τέτοια αντιμετώπιση. Η ανορθολογική φύση της σύγχρονης κοινωνίας παρεμποδίζει την ορθολογική περιγραφή της τελευταίας στην σφαίρα της θεωρίας. Η πιθανότητα ότι η διεύθυνση των οικονομικών διαδικασιών θα μπορούσε να μεταφερθεί στις πολιτικές δυνάμεις προκύπτει πράγματι από την δυναμική του παραγωγικού (deductive) συστήματος, αλλά επίσης τείνει προς ένα αντικειμενικό παραλογισμό. Αυτό είναι που μπορεί να εξηγήσει, και όχι ο στείρος δογματισμός των υποστηρικτών του, γιατί δεν είχαμε καμία πειστική αντικειμενική θεωρία της κοινωνίας για τόσο μεγάλο διάστημα. Με βάση αυτή την ερμηνεία , η αποτυχία αυτή είναι η έκφραση, όχι της αποφασιστικής εξέλιξης του επιστημονικού πνεύματος, αλλά της επιβεβλημένης παραίτησης. Η αδυναμία να παραχθεί μια θεωρία της κοινωνίας είναι σύστοιχη της οπισθοδρόμησης της ίδιας της κοινωνίας.
Μια τέτοια θεωρία θα βρει πολλά βαρυσήμαντα δεδομένα στην πορεία της. Με το να μη χρησιμοποιεί τον καπιταλισμό ως βασική έννοια, αυτά θα μπορούσαν να ερμηνευτούν μόνο με βίαιες και αυθαίρετες στρεβλώσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπόκεινται στην κυριαρχία της οικονομικής διαδικασίας. Τα αντικείμενά της έχουν από καιρό πάψει να είναι μόνο οι μάζες: αυτά περιλαμβάνουν τώρα τους εξουσιαστές και τους αντιπροσώπους τους. Οι τελευταίοι, συμφώνως με την παλαιότερη θεωρία, έχουν σε μεγάλο βαθμό υποβιβαστεί σε λειτουργίες του ίδιου τους του παραγωγικού μηχανισμού. Το πολυσυζητημένο ζήτημα που αφορά την επανάσταση των διευθυντών (μάνατζερ), μετά την υποτιθέμενη μεταφορά της εξουσίας από τους νόμιμους ιδιοκτήτες στην διευθυντική γραφειοκρατία, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η πρότερη διαδικασία συνεχίζει να παράγει και να αναπαράγει τον εαυτό της όπως έκανε πάντα. Ακόμα και αν οι τάξεις δεν μοιάζουν πλέον με αυτές που απεικονίζονται στο μυθιστόρημα Germinal του Ζολά, μια δομή δημιουργείται σύμφωνα με αυτό που ο αντισοσιαλιστής Νίτσε προέβλεπε με τη διατύπωση «ένα κοπάδι, αλλά κανένας βοσκός». Ωστόσο, η διατύπωση αυτή αποκρύπτει κάτι το οποίο ο ίδιος δεν ήθελε να δει, δηλαδή,  την παλιά κοινωνική καταπίεση. Μόνο που τώρα η καταπίεση έχει γίνει ανώνυμη. Αν η παλιά θεωρία της εκπτώχυνσης αποδείχθηκε ότι δεν είναι κυριολεκτικά αληθινή, αυτό φάνηκε στην όχι λιγότερο ανησυχητική αίσθηση ότι η ανελευθερία, η εξάρτηση από έναν μηχανισμό ο οποίος έχει ξεφύγει από τον έλεγχο αυτών που τον χρησιμοποιούν, έχει εξαπλωθεί πάνω σε όλη την ανθρωπότητα.
Η ευρέως θρηνούμενη ανωριμότητα των μαζών αντικατοπτρίζει απλά το γεγονός ότι αυτές  έχουν λιγότερή κυριότητα πάνω στις ζωές τους σήμερα απ΄όσο άλλοτε. Όπως και στον μύθο, οι ζωές τους τούς επιβάλλονται, σαν μοίρα. Εμπειρικές μελέτες δείχνουν, εκτός των άλλων, ότι ακόμα και υποκειμενικά, όσων αφορά την συνείδησή τους της πραγματικότητας, οι ταξικοί διαχωρισμοί δεν έχουν σε καμία περίπτωση εξαλειφθεί στον βαθμό που μερικές φορές υπονοείται. Ακόμα και οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού δεν έχουν καταστεί παρωχημένες με την αποχώρηση των μεγάλων δυνάμεων από τις αποικίες τους. Η διαδικασία που περιέγραφαν επιζεί σήμερα στις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ εξουσίας. Η κατ΄ισχυρισμόν ξεπερασμένη θεωρία των κοινωνικών ανταγωνισμών οι οποίοι υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν στην τελική κατάρρευση έχει αντικατασταθεί από τις έκδηλες πολιτικές διαμάχες των καιρών μας.  Το κατά πόσο και σε ποιο βαθμό οι ταξικές σχέσεις εκτοπίστηκαν σε σχέσεις μεταξύ των ηγετικών βιομηχανικών κρατών, από την μία, και των σθεναρά υποταγμένων υπανάπτυκτων εθνών από την άλλη, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορώ να θίξω εδώ.
Από την άποψη της κριτικής, διαλεκτικής θεωρίας, θα ήθελα να προτείνω για αρχή, την αναγκαστικά αφηρημένη απάντηση ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι αναμφισβήτητα μια βιομηχανική κοινωνία σύμφωνα με το επίπεδο των παραγωγικών της δυνάμεων. Η βιομηχανική εργασία έχει γίνει παντού το πρότυπο της κοινωνίας ως τέτοιας, ανεξαρτήτως των συνόρων που χωρίζουν τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα.Έχει εξελιχθεί σε μια ολότητα επειδή μέθοδοι βασισμένες σε εκείνες της βιομηχανίας αναγκαστικά επεκτείνονται από τους νόμους της οικονομίας σε άλλες σφαίρες της υλικής παραγωγής, στην διοίκηση, στην σφαίρα της κυκλοφορίας, και σε εκείνες που αυτο-αποκαλούνται κουλτούρα. Αντίθετα, όμως, η κοινωνία είναι καπιταλιστική στις παραγωγικές της σχέσεις. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι αυτό που ήταν στην ανάλυση του Μαρξ στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα: προσαρτήματα της μηχανής, όχι μόνο εργάτες που πρέπει να προσαρμοστούν στην φύση του μηχανικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούν, αλλά πολύ περισσότερο, εργάτες που είναι αναγκασμένοι ως τις πιο μύχιες παρορμήσεις τους να καθυποτάξουν τον εαυτό τους στους κοινωνικούς μηχανισμούς και να υιοθετήσουν συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους χωρίς επιφυλάξεις. Η παραγωγή πραγματοποιείται, όπως και τότε, για χάρη του κέρδους. Και ξεπερνώντας κατά πολύ αυτό που ήταν προβλέψιμο την εποχή του Μαρξ, οι ανθρώπινες ανάγκες που ήταν δυνητικά λειτουργίες του παραγωγικού μηχανισμού έχουν γίνει στην πραγματικότητα οι ίδιες  οι λειτουργίες του πλέον, αντί να γίνει ο παραγωγικός μηχανισμός μια λειτουργία των ανθρώπινων αναγκών. Οι άνθρωποι είναι πλέον εντελώς υπό έλεγχο. Ομολογουμένως, οι ανθρώπινες ανάγκες , ακόμη και αν είναι σταθερές και προσαρμοσμένες προς τα συμφέροντα του μηχανισμού, εξακολουθούν να υπάρχουν, παρασυρόμενες, τρόπον τινά, και ο μηχανισμός μπορεί, ως εκ τούτου, να τις επικαλείται. Όμως η χρηστική αξία των εμπορευμάτων έχει πλέον χάσει όλη την εναπομείνασα πηγαία της «φυσικότητα».  Οι ανάγκες ικανοποιούνται όχι μόνο έμμεσα, μέσω της ανταλλακτικής αξίας τους, αλλά στους οικονομικά σχετικούς τομείς αυτές παράγονται από το κίνητρο του κέρδους, ακόμα και εις βάρος των αντικειμενικών αναγκών των καταναλωτών, όπως είναι τα επαρκή σπίτια, για να μην αναφέρουμε την εκπαίδευση και την πληροφόρηση για τα πιο σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές τους. Στην σφαίρα των αγαθών που ξεπερνούν τις στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής, η τάση για τις ανταλλακτικές αξίες είναι να αποσπώνται, να καταναλώνονται- ένα φαινόμενο που στην εμπειρική κοινωνιολογία εμφανίζεται διατυπωμένο με όρους όπως «γόητρο» και «σύμβολα του στάτους», ωστόσο αυτοί[οι όροι] δεν συλλαμβάνουν την αντικειμενική τους ουσία[των ανταλλακτικών αξιών].
Στις βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες, όσο δεν προκύπτουν φυσικές οικονομικές καταστροφές σε πείσμα του Keynes, οι άνθρωποι έχουν μάθει να προλαμβάνουν μια κραυγαλέα  φτώχεια, αν και όχι στον βαθμό που προβλεπόταν από την σκοπιά της κοινωνίας της αφθονίας. Ωστόσο, το ξόρκι του συστήματος πάνω στην ανθρωπότητα έχει ισχυροποιηθεί μέσω της διαδικασίας της ενσωμάτωσης, στο βαθμό που μια τέτοια παρομοίωση έχει νόημα. Είναι αδιαμφισβήτητο το ότι με την αυξανόμενη ικανοποίηση των υλικών αναγκών,  και ανεξάρτητα από την παραμόρφωσή τους από τον μηχανισμό, μια ζωή δίχως αποστέρηση έχει γίνει ασύγκριτα πιο εφικτή. Ακόμα και στις πιο φτωχές χώρες όλοι μπορούν να θραφούν πλέον. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι το πέπλο, το οποίο αποκρύπτει από την συνείδηση αυτό που είναι εφικτό, έχει γίνει ολοφάνερο αποδεικνύεται από τον πανικό που δημιουργείται παντού από μορφές κοινωνικής διαφώτισης που δεν έχουν τροφοδοτηθεί από τις επίσημες μορφές επικοινωνίας. Αυτό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι επιθυμούσαν μια ανθρώπινη οργάνωση της κοινωνίας, κατήγγειλαν ως ουτοπία, ισχυριζόμενοι ότι απλώς σαμπόταρε μια τέτοια οργάνωση, έχει γίνει μια ενυπόστατη δυνατότητα. Σήμερα, οι επικρίσεις των ουτοπιών εκφυλίστηκαν σε κατάλογο αποθεμάτων της ιδεολογίας, ενώ ο θρίαμβος της τεχνικής παραγωγικότητας μας εξαπατά στο να πιστεύουμε ότι η ουτοπία, η οποία είναι ασύμβατη με τις σχέσεις παραγωγής, έχει παρ΄όλα αυτά γίνει πραγματικότητα. Αλλά οι αντιφάσεις στην νέα, διεθνή τους μορφή – έχοντας στο νου μου τον αγώνα εξοπλισμού στην Ανατολή και στην Δύση – κάνουν το εφικτό ανέφικτο.
Για να δούμε μέσα απ΄όλα αυτά προϋποθέτει, βέβαια, ότι ακόμα και αν η κριτική μας καλεί πάντα να το κάνουμε, εμείς δεν θα έπρεπε να κατηγορήσουμε την τεχνολογία, δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις, ή να υποκύψουμε σε κάποιο είδος θεωρητικού Λουδισμού μεγάλης κλίμακας. Δεν είναι η τεχνολογία που είναι καταστροφική αλλά η διαπλοκή της με τις κοινωνικές σχέσεις που την εναγκαλίζουν . Θα πρέπει απλώς υπενθυμίσουμε ότι το ενδιαφέρον για κέρδος και κυριαρχία είναι αυτό που έχει κατευθύνει την τεχνολογική ανάπτυξη: κατά περίσταση αυτή συμπίπτει κατά ένα καταστροφικό τρόπο με την ανάγκη για άσκηση ελέγχου. Όχι για το τίποτα, η εφεύρεση όπλων καταστροφής έχει γίνει το νέο αρχέτυπο της τεχνολογίας. Και ,αντίθετα, οι τεχνολογίες εκείνες που στρέφουν την πλάτη τους στην κυριαρχία, στον συγκεντρωτισμό, και στη βία ενάντια στην φύση, και που αναμφίβολα θα βοηθούσαν στην επούλωση πολλών από αυτά που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχουν υποστεί βλάβη από την τεχνολογία που έχουμε,[αυτές] αφήνονται στον μαρασμό.
Παρά όλες τις διαβεβαιώσεις της περί του αντιθέτου,  παρά όλο της  τον δυναμισμό και την ανάπτυξή της στην παραγωγή, η τωρινή κοινωνία εμφανίζει ορισμένες στατικές τάσεις. Αυτές ανήκουν στις σχέσεις παραγωγής. Οι τελευταίες έχουν παύσει να είναι απλώς σχέσεις ιδιοκτησίας: τώρα περιλαμβάνουν και σχέσεις που κυμαίνονται από εκείνες της διαχείρισης μέχρι εκείνες του κράτους, το οποίο λειτουργεί πλέον ως ένας παμπεριεκτικός καπιταλιστικός οργανισμός. Στο βαθμό που η ορθολογικοποίησή τους συγκλίνει με τον τεχνικό ορθολογισμό, δηλαδή τον ορθολογισμό των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές έχουν αναμφισβήτητα γίνει πιο ευέλικτες. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το γενικό συμφέρον συνάδει με την διατήρηση του κατεστημένου και ότι το μόνο ιδανικό είναι η πλήρης απασχόληση, όχι η απελευθέρωση από την ετερόνομη εργασία. Αλλά η κατάσταση αυτή, η οποία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ασταθής, είναι μόνο προσωρινά σε ισορροπία, προϊόν δυνάμεων των οποίων η ένταση απειλεί να την συντρίψει. Στο πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, η ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά η ίδια ο εφεδρικός της στρατός και υποστηρίζεται ως τέτοια. Η προσδοκία του Μαρξ ότι η πρωτοκαθεδρία των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ιστορικά διαβεβαιωμένη, και ότι αυτή θα οδηγήσει αναγκαία στην καταστροφή των παραγωγικών σχέσεων, αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη. Από την άποψη αυτή ο Μαρξ, ο ορκισμένος εχθρός του Γερμανικού ιδεαλισμού, παρέμεινε πιστός στην καταφατική/θετική θεώρηση του τελευταίου για την ιστορία. Η πίστη στο παγκόσμιο πνεύμα βοήθησε στην παγίωση ύστερων εκδοχών της παγκόσμιας τάξης οι οποίες υποτίθεται πως έπρεπε να ανατραπούν, σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση για τον Φόϊερμπαχ[1].Το καθαρό ένστικτο για επιβίωση επέτρεψε στις σχέσεις παραγωγής να διατηρήσουν τον έλεγχο των απελευθερωμένων παραγωγικών δυνάμεων μέσω μιας σειράς ειδικών διατάξεων και στρατηγημάτων. Η σφραγίδα/χαρακτηριστικό της εποχής είναι η επικράτηση των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, παρόλο που στα μάτια των τελευταίων οι παραγωγικές σχέσεις δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας περίγελος. Το γεγονός ότι το παρατεταμένο χέρι της ανθρωπότητας μπορεί να φτάσει μακρινούς, ακατοίκητους πλανήτες αλλά είναι ανίκανο να δημιουργήσει μια μόνιμη ειρήνη στην γη καθιστά ορατό τον παραλογισμό προς τον οποίο προσανατολίζεται η κοινωνική διαλεκτική.
Αυτή η επίμονη επικράτηση των παραγωγικών σχέσεων δεν ήταν κάτι που ήλπιζε ο Μαρξ. Προκλήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν σε θέση να απορροφήσει αυτό που ο Veblen ονόμασε «υποκείμενο πληθυσμό». Μόνο ένας που θέτει την ευτυχία του συνόλου αφηρημένα πριν από αυτή των μεμονωμένων ατόμων ενδέχεται να έχει τύψεις για μια τέτοια απορρόφηση. Από την πλευρά της, η εξέλιξη αυτή βασίστηκε σε αυτήν των παραγωγικών δυνάμεων. Παρ΄όλα αυτά, δεν ήταν ταυτόσημες με την προτεραιότητά τους έναντι των σχέσεων παραγωγής. Η απορρόφηση του υποκείμενου πληθυσμού δεν θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με μηχανιστικούς όρους. Προκειμένου να επιτευχθεί η επικράτηση των παραγωγικών δυνάμεων, αυτό θα απαιτούσε την αυθόρμητη δράση εκείνων των ανθρώπων που θα επιθυμούσαν την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, και των οποίων ο αριθμός έχει ξεπεράσει πλέον αρκετές φορές εκείνο του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ωστόσο, το αντικειμενικό συμφέρον και ο υποκειμενικός αυθορμητισμός ακολουθούν εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο αυθορμητισμός στέρεψε κάτω από το αφόρητο βάρος του δοσμένου. Η απόφανση του Μαρξ ότι η θεωρία γίνεται υλική δύναμη όταν διακατέχει τις μάζες ανατράπηκε κατάφορα από την πορεία των γεγονότων. Εάν η οργάνωση της κοινωνίας, τυχαίως ή μέσω σχεδίου, χρησιμοποιεί την πολιτιστική βιομηχανία, τη βιομηχανία της συνείδησης, και τον μονοπωλιακό έλεγχο της γνώμης για να φράξει τον δρόμο για τις πιο βασικές γνώσεις και εμπειρίες για τις πιο επικίνδυνες διαδικασίες και τις πιο ουσιώδεις κριτικές ιδέες, και εάν, πηγαίνοντας ακόμη πιο πέρα, η κοινωνία παραλύει την ικανότητα των ανθρώπων να συλλάβουν τον κόσμο με συγκεκριμένους όρους ως οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό που φαίνεται να είναι, τότε η παγιωμένη και χειραγωγημένη κατάσταση του νου γίνεται επίσης μια υλική δύναμη. Αλλά γίνεται δύναμη καταπίεσης, η οποία είναι τόσο ισχυρή με τον δικό της τρόπο όσο ήταν, κάποτε, το αντίθετό της, δηλαδή, το ελεύθερο πνεύμα το οποίο ήθελε να καταργήσει την καταπίεση μια για πάντα.
Αντιστρόφως, κατά κάποιο τρόπο ο όρος «βιομηχανική κοινωνία» φαίνεται να υπονοεί ότι το τεχνοκρατικό στοιχείο στον Μαρξ, για τον οποίο ορισμένοι θα ήθελαν να ισχυριστούν ότι είναι πλέον αδιάφορος, είχε μια εγκυρότητα, ως εάν η φύση της κοινωνίας έπεται απευθείας από το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες που τις διέπουν. Είναι εκπληκτικό που έχουν ειπωθεί τόσα λίγα σχετικά με αυτές τις συνθήκες στους καθιερωμένους κοινωνιολογικούς κύκλους, και πόσο λίγο έχουν αναλυθεί. Η καλύτερη πτυχή αυτού του επιχειρήματος –το οποίο με κανένα τρόπο δεν είναι το καλύτερο- έχει πολύ απλά ξεχαστεί. Αυτή είναι η έμφαση στην ολότητα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο του Χέγκελ, στον αιθέρα που διαμεσολαβεί όλη την κοινωνία. Ωστόσο, αυτός ο αιθέρας είναι κάθε άλλο παρά άυλος: είναι, αντίθετα, ένα ens reallisimum[2]. Αν αυτό φαίνεται αφηρημένο, γι’αυτό είναι υπαίτια όχι η φαντασιόπληκτη, η εχθρική προς τα γεγονότα, αυθαίρετη σκέψη, αλλά η ανταλλακτική σχέση, η αντικειμενική αφαίρεση στην οποία η κοινωνική πορεία της ζωής είναι υποταγμένη. Η ισχύς αυτής της αφαίρεσης πάνω στους ανθρώπους είναι πιο απτή από την ισχύ οποιουδήποτε άλλου μεμονωμένου θεσμού που έχει δομηθεί σιωπηρά επί τη βάσει αυτής της αρχής, η οποία, έτσι, εσωτερικεύεται στους ανθρώπους. Η αδυναμία του ατόμου μπροστά στην ολότητα είναι η δραστική έκφραση της ισχύος της ανταλλακτικής σχέσης. Στην κοινωνιολογία, βέβαια, με την παραδοσιακή της τάση να ταξινομεί τα φαινόμενα, οι συντηρούμενες κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, φαίνονται πολύ λιγότερο ισχυρές από το συγκεκριμένο καθολικό[3]. Έχουν ουδετεροποιηθεί σε έννοιες όπως η εξουσία και ο κοινωνικός έλεγχος. Η χρήση τέτοιων κατηγοριών βοηθά στην συγκάλυψη του κεντριού και μαζί με αυτό, θα έλεγε κάποιος, το τι είναι πραγματικά κοινωνικό αναφορικά με την κοινωνία, δηλαδή, την δομή της.
Ωστόσο, το να θεωρήσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις απλώς ως αντίθετους πόλους θα ήταν ανάξιο μιας διαλεκτικής θεωρίας. Αυτές είναι αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα:  το ένα περιέχει το άλλο μέσα του. Αυτό είναι που μας δελεάζει να εστιάσουμε αποκλειστικά στις παραγωγικές δυνάμεις, παρόλο που οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που έχουν το πάνω χέρι. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι διαμεσολαβημένες περισσότερο από ποτέ από τις παραγωγικές σχέσεις, τόσο απόλυτα, ίσως, που οι τελευταίες φαίνεται να είναι η ουσία:  έχουν γίνει δεύτερη φύση. Αυτές είναι υπεύθυνες για το γεγονός ότι, σε απελπιστική ανακολουθία με το τι είναι δυνατό,  σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη οι άνθρωποι ζουν μέσα στην ένδεια. Ακόμη και όταν τα αγαθά αφθονούν, φαίνεται να είναι υπό την επήρεια μιας κατάρας. Οι ανάγκες, οι οποίες τείνουν να έχουν την ποιότητα της ψευδαίσθησης για τον εαυτό τους, μολύνουν τα αγαθά με αυτήν την ψευδαίσθηση. Θα ήταν δυνατό να γίνει διάκριση των αληθινών αναγκών από τις ψεύτικες, χωρίς να αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε κάποια  γραφειοκρατία κάπου στον κόσμο να τις ρυθμίσει. Καλώς ή κακώς, ολόκληρη η κοινωνία είναι θεμελιωμένη πάνω σε αυτές τις ανάγκες: μπορούν κάλλιστα να είναι η πρώτη ενδιάμεση στάση για τις έρευνες αγοράς, αλλά δεν αποτελούν την ύψιστη προτεραιότητα στον διοικούμενο κόσμο. Αυτό που θα απαιτείτο για την διάκριση μεταξύ των αληθινών αναγκών και των ψεύτικων είναι μια καθαρή εικόνα της δομής της κοινωνίας στο σύνολό της, μαζί με όλες της τις διαμεσολαβήσεις. Το πλασματικό στοιχείο που παραμορφώνει την ικανοποίηση όλων των αναγκών σήμερα γίνεται αντιληπτό ασυνείδητα,  αλλά δεν αμφισβητείται : συμβάλλει αναμφίβολα στην παρούσα δυσφορία μέσα στον πολιτισμό.
Ακόμα πιο σημαντική, ωστόσο, από την σχεδόν αδιαπέρατη διαδικασία ανταλλαγής αγαθών, ηδονής, και του κινήτρου για κέρδος ή εξουσίας είναι η μόνιμη απειλή για την απλή ανάγκη πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι υπόλοιπες, δηλαδή, την καθαρής επιβίωσης. Εγκλωβισμένοι σε ένα ορίζοντα μέσα στον οποίο μια βόμβα μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή, ακόμα και η πιο πολυδάπανη φροντίδα για καταναλωτικά αγαθά φαίνεται σαν μια κοροϊδία. Όμως, οι διεθνείς συγκρούσεις που εντείνονται σε σημείο ενός πραγματικά ολοκληρωτικού πολέμου έχουν μια σαφή σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου. Η απειλή μιας καταστροφής αναβάλλεται από αυτήν[την απειλή] μιας άλλης[καταστροφής]. Οι παραγωγικές σχέσεις θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν  την θέση τους τόσο επίμονα χωρίς τους αποκαλυπτικούς κατακλυσμούς των ανανεωμένων οικονομικών κρίσεων. Γιατί με αυτό τον τρόπο, μια μεγάλη ποσότητα του κοινωνικού προϊόντος , η οποία διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να βρει μια αγορά, εκτρέπεται για την παραγωγή όπλων καταστροφής. Η ίδια διαδικασία μπορεί να εντοπιστεί στην Σοβιετική Ένωση, παρά την εξάλειψη της οικονομίας της αγοράς. Οι οικονομικές αιτίες για αυτό είναι προφανείς:  η επιθυμία για ταχεία ανάπτυξη στην παραγωγή σε μια οπισθοδρομική οικονομία παρήγαγε μια άκαμπτη δικτατορική διοίκηση. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε σε μια ανανέωση των περιοριστικών παραγωγικών σχέσεων: η παραγωγή χάριν της παραγωγής έγινε απώτερος στόχος και εμπόδισε την επίτευξη του πραγματικού στόχου μιας ανεμπόδιστης ελευθερίας. Και στα δύο συστήματα υπάρχει μια πραγματικά διαβολική παρωδία της αστικής αντίληψης για την κοινωνικά χρήσιμη εργασία, η οποία διακρίθηκε στην αγορά από την ικανότητά της να παράγει κέρδος, και όχι από τη προφανή χρησιμότητά της για τους ανθρώπους ή για την ευτυχία τους. Ωστόσο, για να κυριαρχήσουν οι παραγωγικές σχέσεις με αυτόν τον τρόπο πάνω στην ανθρωπότητα, προϋποθέτει ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο.
Ενώ οι δύο αυτές έννοιες χρίζουν διάκρισης, όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την διαβολική φύση της κατάστασης πρέπει να αντιληφθεί το ένα προκειμένου να αντιληφθεί και το άλλο. Η υπερπαραγωγή, η οποία περιπλέκει και αντικαθιστά τις φαινομενικά υποκειμενικές ανάγκες, απορρέει από ένα τεχνικό μηχανισμό που έχει καταστήσει τον εαυτό του τόσο αυτόνομο ώστε κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο παραγωγής, αυτός γίνεται ανορθολογικός, με άλλα λόγια, ασύμφορος. Η υπερπαραγωγή, επομένως, εντείνεται αναγκαστικά από τις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές σχέσεις έχουν αποτύχει να δεσμεύσουν τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο από μια άποψη: αυτή του αφανισμού. Αλλά οι διευθυντικές μέθοδοι ελέγχου των μαζών προϋποθέτουν μια πυκνότητα και ένα συγκεντρωτισμό που έχουν μια τεχνολογική διάσταση καθώς και μια οικονομική, κάτι το οποίο πρέπει να αποδειχθεί από την μελέτη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο θα καταδειχθεί πως, από ορισμένες πλευρές, οι συνειδήσεις αναρίθμητων ανθρώπων μπορούν να ευθυγραμμιστούν απλώς με την επιλογή και την παρουσίαση των ειδήσεων και του σχολιασμού.
Οι παραγωγικές σχέσεις δεν έχουν επαναστατικοποιηθεί, και η δύναμή τους είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, όντας αντικειμενικά αναχρονιστικές, αυτές είναι αποδιοργανωμένες, τραυματισμένες και υπονομευμένες. Δεν λειτουργούν πλέον αυτόνομα. Η οικονομική παρέμβαση δεν είναι, όπως πίστευε η παλαιότερη φιλελεύθερη σχολή, ένα ξένο στοιχείο εμβολιασμένο από έξω, αλλά ένα αναπόσπαστο μέρος του συστήματος, η επιτομή της αυτοάμυνας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να παράσχει μια πιο αποκαλυπτική εικόνα της έννοιας της διαλεκτικής. Κάποιος θα έβρισκε εδώ μια αναλογία με την Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ, στην οποία η αστική ιδεολογία και η διαλεκτική της αστικής κοινωνίας είναι τόσο βαθιά περιπλεγμένες. Ο Χέγκελ κάλεσε το κράτος να βοηθήσει την εσωτερική διαλεκτική της κοινωνίας, η οποία πίστευε ότι διαφορετικά θα κατέρρεε. Κατέθεσε αυτό το κάλεσμα έστω και αν το κράτος έπρεπε να σταθεί έξω από τις συγκρούσεις της κοινωνίας και να μετριάσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς με την βοήθεια της αστυνομίας. Η εισβολή δυνάμεων εξωτερικών προς το σύστημα είναι ομοίως ένα παράδειγμα της εμμενούς διαλεκτικής για τον Χέγκελ. Παρομοίως, στον αντίθετο πόλο, ο Μαρξ συνέλαβε την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων τόσο ως επιβαλλόμενη από την πορεία της ιστορίας και την  ίδια στιγμή ως προκαλούμενη μόνο από μια δράση ποιοτικά διαφορετική από το συνεκτικό σύστημα της κοινωνίας.
Αλλά εάν προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο ύστερος καπιταλισμός έχει διασωθεί από την αναρχία της εμπορευματικής παραγωγής μέσω της παρέμβασης και ,πέραν αυτού, μέσω του σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας, και ως εκ τούτου έπαυσε να είναι γνήσιος καπιταλισμός, μπορούμε να απαντήσουμε ότι το κοινωνικό πεπρωμένο που επιφυλάσσεται για το άτομο είναι τόσο αυθαίρετο όσο ήταν πάντα. Το γεγονός είναι ότι το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο λειτουργούσε ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ τόσο αγνό όσο υπέθεταν οι φιλελεύθερες απολογίες. Ήδη από τον Μαρξ, το μοντέλο πήρε την μορφή ιδεολογικής κριτικής: δηλαδή, έπρεπε να δείξει πόσο λίγο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα η αντίληψη που είχε η αστική κοινωνία για τον εαυτό της. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η κρίσιμη διάσταση – το γεγονός ότι ακόμα και στην περίοδο της ακμής του ο φιλελευθερισμός δεν ήταν τέτοιος – μπορεί σήμερα να μεταφραστεί στον ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός δεν είναι τέτοιος πλέον. Αυτό, επίσης, παραπέμπει σε ένα μετασχηματισμό. Εκείνες οι πτυχές της αστικής κοινωνίας που ήταν ανέκαθεν ανορθολογικές, δηλαδή, ανελεύθερες και άδικες – κατ’ αντίθεση με την ορθολογικότητα της ελεύθερης και δίκαιης ανταλλαγής – έχουν πλέον ενταθεί σε τέτοιο σημείο όπου ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός θεωρείται πλέον ως θετικό από την σκοπιά ενός συστήματος του οποίου ο ενοποιημένος χαρακτήρας είναι στην πραγματικότητα ένα κάλυμμα για την εσωτερική αποσύνθεση. Ο,τι είναι ξένο προς το σύστημα κείται ολοφάνερο ως ένα εκ των συστατικών του και βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής του. Με την τάση προς παρέμβαση, η ελαστικότητα του συστήματος έχει επιβεβαιωθεί, αλλά το ίδιο ισχύει, έμμεσα, και για την θεωρία της κατάρρευσής του. Η μετάβαση σε μια μορφή κυριαρχίας ανεξάρτητης από τους μηχανισμούς της αγοράς είναι ο στόχος του συστήματος. Το σύνθημα «ενοποιημένη[formiert] κοινωνία» το έβγαλε κάπως απρόσεκτα στην φόρα[4]. Μια τέτοια οπισθοδρόμηση εκ μέρους του φιλελεύθερου καπιταλισμού είχε συνακόλουθή της την οπισθοδρόμηση της συνείδησης, των ανθρώπων, σε μια πιο καθυστερημένη μορφή κοινωνίας εν σχέση με αυτή που είναι δυνατή σήμερα. Οι άνθρωποι χάνουν τις ιδιότητες που δεν τους χρησιμεύουν πλέον και που απλά τους παρακωλύουν: ο πυρήνας της ατομικότητάς τους έχει αρχίσει να αποσυντίθεται.
Μόνο σε πιο πρόσφατες εποχές τα ίχνη της αντισταθμιστικής τάσης έχουν γίνει ορατά μεταξύ διάφορων τμημάτων της νέας γενιάς: η αντίσταση στον τυφλό κομφορμισμό, η ελευθερία επιλογής ορθολογικών στόχων, η αποστροφή για τις απάτες και τις αυταπάτες του κόσμου, η ανάμνηση της δυνατότητας για αλλαγή. Το κατά πόσον, αντιθέτως, η κοινωνικά αυξανόμενη παρόρμηση για καταστροφή θα θριαμβεύσει παρ΄όλα αυτά, αυτό μένει να το δούμε. Η υποκειμενική οπισθοδρόμηση ευνοεί την οπισθοδρόμηση του συστήματος. Επειδή έχει γίνει δυσλειτουργική (για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που ο Merton χρησιμοποίησε μάλλον διαφορετικά), η συνείδηση των μαζών έχει γίνει ταυτόσημη με το σύστημα καθώς έχει αναπτυχθεί όλο και περισσότερο αλλοτριωμένη από την ορθολογικότητα του παγιωμένου, ταυτόσημου εαυτού, ο οποίος είχε παραμείνει λανθάνων στην έννοια της λειτουργικής κοινωνίας.
Η ιδέα ότι οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής είναι σήμερα ένα και το αυτό, και ότι η έννοια της κοινωνίας μπορεί εύκολα να δομηθεί αποκλειστικά και μόνο με αναφορά τις παραγωγικές δυνάμεις, είναι η τρέχουσα μορφή της κοινωνικά αναγκαίας ψευδαίσθησης. Είναι κοινωνικά αναγκαία επειδή τα στοιχεία της κοινωνικής διαδικασίας που προηγουμένως ήταν ξεχωριστά –και αυτό περιλαμβάνει και τους ανθρώπους – έχουν αναχθεί σε ένα είδος κοινού παρανομαστή. Η υλική παραγωγή, η διανομή, και η κατανάλωση διευθύνονται από κοινού. Τα σύνορά τους συγχέονται το ένα με το άλλο, παρόλο που πρωτύτερα, εντός της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας, ήταν διαχωρισμένα και ταυτοχρόνως συσχετισμένα μεταξύ τους, και για αυτό το λόγο σέβονταν αυτό που ήταν ποιοτικά διαφορετικό. Όλα πλέον έχουν γίνει ένα. Το σύνολο των διαδικασιών διαμεσολάβησης, η οποία ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με την αρχή της ανταλλαγής, παρήγαγε μια δεύτερη, απατηλή αμεσότητα. Αυτή κάνει τους ανθρώπους να αδιαφορούν για τις ενδείξεις που τους παρέχει η δική τους εμπειρία και να αγοούν την διαφορά και τη σύγκρουση ή να την απωθούν από την συνείδηση. Όμως αυτή η συνείδηση της κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση, διότι ενώ δικαιώνει την διαδικασία της τεχνολογικής και οργανωτικής τυποποίησης, παραβλέπει το γεγονός ότι αυτή η τυποποίηση δεν είναι απόλυτα ορθολογική αλλά εξακολουθεί να υπόκειται στους τυφλούς, ανορθολογικούς νόμους. Δεν υπάρχει ολικό υποκείμενο. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε αυτή την ψευδαίσθηση λέγοντας ότι όλα τα κοινωνικά φαινόμενα σήμερα είναι τόσο απόλυτα διαμεσολαβημένα που ακόμα και το στοιχείο της διαμεσολάβησης είναι παραμορφωμένο από τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του. Δεν υπάρχει πλέον ένα αρχιμήδειο σημείο για να σταθούμε που θα μας επέτρεπε να δώσουμε στην φρίκη ένα όνομα: είμαστε αναγκασμένοι να εκλάβουμε της ασυνέπειές της ως αφετηρία μας.
Αυτό είναι που ο Χορκχάιμερ και εγώ εννοούσαμε όταν μιλούσαμε, πριν κάτι δεκαετίες, για το τεχνολογικό πέπλο. Η ψευδής ταυτότητα ανάμεσα στην οργάνωση του κόσμου και των κατοίκων του, μια ταυτότητα που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ισοδυναμεί με την επιβεβαίωση των παραγωγικών σχέσεων, τους επωφελημένους των οποίων αναζητούμε σήμερα τόσο μάταια όσο και τους προλετάριους, που είναι κάθε άλλο παρά αόρατοι. Το σύστημα έχει γίνει ανεξάρτητο ακόμα και απ΄αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά αυτή η διαδικασία έχει φτάσει πλέον στα όριά της. Έχει γίνει πλέον μοίρα και βρίσκει την έκφρασή της σε αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε πανταχού παρόν, ρέον άγχος:  είναι ρέον επειδή δεν είναι σε θέση πλέον να συνδεθεί με τα ανθρώπινα όντα, είτε πρόκειται για άτομα ή τάξεις. Αλλά ,τελικά, αυτό που έχει απελευθερωθεί είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που είχαν καταχωνιαστεί κάτω από τις παραγωγικές σχέσεις. Εξ ου και η ακατανίκητη τάξη πραγμάτων παραμένει η δικιά της ιδεολογία και ως εκ τούτου είναι ουσιαστικά ανίσχυρη. Αν και αδιαπέραστο το ξόρκι της, είναι μόνο ένα ξόρκι. Εάν η κοινωνιολογία πρόκειται να κάνει κάτι περισσότερο απ΄το να παράσχει στους παράγοντες και στα συμφέροντα τις πληροφορίες που χρειάζονται, αν πρόκειται να κατορθώσει κάτι από αυτό που οραματιζόταν κατά την γέννησή της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το καθήκον της να χρησιμοποιήσει μεθόδους που δεν έχουν υποκύψει στον καθολικό φετιχισμό και έτσι να συμβάλει, οπωσδήποτε χωρίς κομπασμό, στο να λυθεί αυτό το ξόρκι.
—————————————-
1. Σύμφωνα με την Ενδέκατη Θέση του Μαρξ για τον Φόϊερμπαχ , «οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο, με διάφορους τρόπους. το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
2. [Σ.τ.Μ] ens reallisimum: το πιο πραγματικό ον, το πιο πραγματικό Είναι
3. [Σ.τ.Μ] Συγκεκριμένο καθολικό (concrete universal): Στον Χέγκελ το συγκεκριμένο καθολικό είναι κοινό στοιχείο ανάμεσα σε διαφορετικά πράγματα  στην κοινωνία, η διαμεσολάβηση όλων των κοινωνικών «οντοτήτων» από ένα συγκεκριμένο πράγμα. Εδώ ο Αντόρνο εννοεί την ανταλλακτική σχέση ως το συγκεκριμένο καθολικό που διαμεσολαβεί κάθε πτυχή της ολότητας.
4. Το σύνθημα «formierte Gesellschaft», η «ενοποιημένη» ή «συγκροτημένη» κοινωνία προέρχεται από τον Ludwig Erhard, συντηρητικό δυτικογερμανό ομοσπονδιακό Καγκελάριο (1963-66). Ο όρος εξέφραζε την επιθυμία του για μια αρμονική κοινωνία στην οποία η εγωιστική συμπεριφορά και ο φατριασμός θα έχουν εκλείψει. Αν και μάλλον ασαφής, η ιδέα αυτή κινητοποίησε την αντιπολιτευόμενη Αριστερά, η οποία θεώρησε ότι [η ιδέα αυτή] αποτελούσε μια έκκληση για επιστροφή σε μια αυστηρά οργανωμένη, ιεραρχική κοινωνία με φασιστικές συνεκδοχές.
Αγγλική μετάφραση: Rodney Livingstone, 1969
Μετάφραση στα ελληνικά : Χάρης Λ., με τις πολύτιμες επισημάνσεις του Χαράλαμπου Παναγιωτάκη, Θοδωρή Βελισσάρη και Δημήτρη Τζωρτζόπουλου.

1 σχόλιο: